Παράλληλα ο πρωθυπουργός μέσα από την πληθώρα ραντεβού που πραγματοποίησε με εκπροσώπους ξένων επενδυτικών funds κατόρθωσε, παρουσιάζοντας τα θετικά στοιχεία της ελληνικής οικονομία (πρωτογενές πλεόνασμα) να ενεργοποιήσει το ενδιαφέρον διεθνών παικτών, οι οποίοι έβαλαν εκ νέου στο επενδυτικό τους ραντάρ τα ελληνικά ομόλογα, προχωρώντας και σε τοποθετήσεις. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί πως το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους είναι στα χέρια του επίσημου τομέα, ενώ η χρονική του διάρκεια είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με τα ομόλογα χωρών, όπως της Γερμανία ή της Γαλλίας. Επομένως το ρίσκο χρεοκοπίας της Ελλάδας είναι πολύ μικρό, ενώ την ίδια στιγμή θεωρείται απολύτως διαχειρίσιμη και η εξυπηρέτησή του.
Αυτό ακριβώς το στόρι «πούλησε» η κυβέρνηση στους επενδυτές, πως βασικό στοιχείο του ελληνικού χρέους είναι η μοναδικότητά του. Το PSI άλλαξε τη διάρθρωση του χρέους, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου ανήκει πλέον στον δημόσιο τομέα. Η Ελλάδα είναι η μοναδική περίπτωση να χρωστάει στους εταίρους της στην ευρωζώνη με τους οποίους έχει κοινά πολιτικά συμφέροντα. Πρόκειται για μοναδικό φαινόμενο που λειτουργεί υπέρ της χώρας, υποστηρίζουν οικονομολόγοι. Αυτές είναι οι δύο βασικές αιτίες που διεθνή επενδυτικά κεφάλαια βραχυπρόθεσμου αλλά και πιο μακροπρόθεσμου χαρακτήρα δείχνουν αγοραστικό ενδιαφέρον για τα ελληνικά ομόλογα.
Και μπορεί η σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων να αποτελεί ένα «όπλο» στα χέρια της κυβέρνησης, ωστόσο από μόνο του αυτό δεν αρκεί για να τολμήσει η Αθήνα μία έκδοση ομολόγου. Χρειάζονται και άλλες προϋποθέσεις,- πλην βεβαίως- να επαληθευτούν οι εκτιμήσεις για τη συνεχιζόμενη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών και να υπάρχει συμφωνία με την τρόικα όσον αφορά το χρηματοδοτικό κενό κα ι πώς αυτό θα καλυφθεί.
Καταρχήν θεωρείται κομβικής σημασίας η υλοποίηση του προγράμματος ανταλλαγής ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, ώστε να μειωθεί ο αριθμός των υπό διαπραγμάτευση ομολόγων από 20 που είναι σήμερα σε 5.
Επίσης πρέπει να υπάρξει ενίσχυση της ρευστότητας και της εμπορευσιμότητας των τίτλων. Με ενίσχυση της ρευστότητας το επιτόκιο θα μπορούσε να υποχωρήσει κατά μιάμιση με δύο μονάδες περαιτέρω.
Οσον αφορά το πού θα διαμορφωθεί το επιτόκιο των ελληνικών ομολόγων σε περίπτωση που επιχειρηθεί η έξοδος στις αγορές, το οικονομικό επιτελείο εκτιμά ότι ένα επιτόκιο της τάξεως του 6,5% είναι εφικτό. Αν το επιτόκιο υποχωρήσει από τα επίπεδα του 8,2% όπου βρίσκεται σήμερα στο 6,5% που μπορεί να προκύψει με την έκδοση ομολόγων, αυτομάτως η Ελλάδα γίνεται χώρα ευκαιρίας για τα επενδυτικά κεφάλαια και τους επενδυτές. Ενδεχόμενη βελτίωση του κλίματος για τη χώρα θα αποτυπωθεί και στην πραγματική οικονομία, επηρεάζοντας την ψυχολογία και φέρνοντας πιο κοντά την ανάκαμψη. Αυτός είναι και ο απώτερος στόχος του οικονομικού επιτελείου που πορεύεται βήμα-βήμα πάνω στο συγκεκριμένο σχέδιο.
Κλειδί, η τακτική της προδέσμευσης
Τέλος πριν «βγει» η Ελλάδα στις αγορές για να εκδώσει το πρώτο μεγάλο ομόλογο μετά την έναρξη της κρίσης, δηλαδή μετά το 2009 θα πρέπει να «δεσμεύσει» τριπλάσια και σε ορισμένες περιπτώσεις τετραπλάσια ποσά από ξένους, ενδιαφερόμενους επενδυτές. Αυτή την άποψη έχουν διατυπώσει ξένοι επενδυτικοί όμιλοι, που κινούν τα νήματα στο παρασκήνιο, ξένοι επενδυτικοί όμιλοι, οι οποίοι λειτουργούν ως σύμβουλοι του ελληνικού δημοσίου, προς το παρόν ατύπως. Και αυτό γιατί, όπως έχει αποδειχθεί στο παρελθόν, όταν επιλέγεται η τακτική των προδεσμεύσεων, από το 100% όσων δηλώνουν πρόθυμοι να μπουν στη διαδικασία, στο τέλος το πράττουν μόλις το 30% με 40%. Γι’ αυτό και αν η ελληνική πλευρά αποφασίσει τελικά να εφαρμόσει αυτή την τακτική, για να βγει στις αγορές, θα πρέπει να δεσμεύσει πολύ μεγαλύτερα ποσά από αυτά που στο τέλος θα επιδιώξει να συγκεντρώσει. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές η ελληνική κυβέρνηση έχει λάβει σοβαρά υπόψη την παραπάνω πρόταση και αυτός είναι ο λόγος που ο ίδιος ο πρωθυπουργός τους προηγούμενους μήνες πραγματοποίησε επαφές με διεθνείς επενδυτές. Ωστόσο ακόμα δεν έχει αποφασιστεί το πότε και πώς πρέπει τελικώς να κάνει η χώρα το μεγάλο βήμα. Πάντως το πιθανότερο σενάριο είναι αυτό το οποίο κάνει λόγο για διετές ή τριετές ομόλογο ποσού της τάξης των 5 δισ. ευρώ, καθώς από τα ραντεβού του πρωθυπουργού προέκυψε πως οι ξένοι εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί στο να τοποθετηθούν σε ομόλογα, που θα λήγουν σε 10 ή 20 χρόνια, καθώς είναι πιο μεγάλο το ρίσκο.
previous post