Οι μεγάλες εξαγγελίες της κυβέρνησης για μαζικά «κουρέματα» δανείων, αλλά και οι προσδοκίες των τραπεζιτών να «ξεφορτωθούν» τα προβληματικά δάνεια, μέσω μιας «κακής τράπεζας», που θα χρηματοδοτηθεί από το Δημόσιο, φαίνεται ότι ήδη προσκρούουν σε βέτο της τρόικας, πριν ακόμη γίνει η αναλυτική συζήτηση για τα «κόκκινα» δάνεια, στην προγραμματισμένη συνάντηση του Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους με τους εκπροσώπους των δανειστών.
Το νέο μοντέλο για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, ιδιαίτερα του επιχειρηματικού τομέα, που εκτιμάται ότι προσεγγίζουν τα 50 δισ. ευρώ, εάν συνυπολογισθούν και όσα έχουν ήδη ρυθμισθεί αλλά βρίσκονται σε κίνδυνο αθέτησης, ή έχουν χαμηλές εξασφαλίσεις, δεν αναμένεται να οριστικοποιηθεί σε αυτή τη φάση των συζητήσεων με την τρόικα, αλλά αυτό θα πρέπει να γίνει, όπως προβλέπει το μνημόνιο, ως τον Οκτώβριο, ώστε να είναι το μοντέλο λειτουργικό από τις αρχές του 2015.
Αυτό σημαίνει ότι, σε αυτή τη φάση των συζητήσεων, γίνεται ένα “brainstorming”, μια ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών, με την τρόικα να περιορίζεται να υποδεικνύει ποιες ιδέες μπορούν να «περπατήσουν» με τη δική της έγκριση και ποιες δεν μπορούν να συζητηθούν καν. Με βάση αυτές τις συζητήσεις, η κυβέρνηση θα παρουσιάσει στην τρόικα το σχέδιό της τον Σεπτέμβριο, στις συζητήσεις για την πέμπτη αξιολόγηση, που θεωρούνται καθοριστικές για να αποσαφηνισθεί τι μέλλει γενέσθαι με τα «κόκκινα» δάνεια.
Προς το παρόν, πάντως, δύο ιδέες φαίνεται ότι μπλοκάρονται οριστικά από την τρόικα:
– Η πρώτη έρχεται από τη νέα πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης, που ήδη αρχίζει να «μαζεύει» τις προσδοκίες που καλλιεργούσε λίγο πριν έρθει στην Αθήνα η τρόικα, περί γενικευμένου «κουρέματος» δανείων των υπερχρεωμένων, αλλά θεωρούμενων ως βιώσιμων, επιχειρήσεων. Κορυφαίο στέλεχος του υπουργείου έλεγε, πριν από ένα μήνα, ότι οι τράπεζες θα πρέπει να αντιληφθούν το πρόβλημα και να αναγνωρίσουν ότι μεγάλο μέρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν μπορούν να εισπραχθούν. Μόνο με τη διαγραφή ενός μέρους των χρεών αυτών θα βοηθούν οι εταιρείες που μπορούν να επιβιώσουν, ώστε να χρηματοδοτηθούν ξανά, προς όφελος όλων, τόνιζε. «Πολλές επιχειρήσεις είναι φυσικό ότι θα κλείσουν, ωστόσο με το “κούρεμα” -αν και δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη- πολλές περισσότερες θα καταφέρουν να έχουν λειτουργικά κέρδη και να επιβιώσουν», έλεγε το ίδιο στέλεχος. Η ιδέα πίσω από αυτή την πρόταση ήταν ότι θα καθορίζονταν με νόμο αριθμητικοί δείκτες (π.χ.: χρέος προς κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων) για να κριθεί με ενιαίο τρόπο ποιες εταιρείες είναι βιώσιμες και για τις εταιρείες αυτές να γίνει αναδιάρθρωση χρέους, που θα περιλαμβάνει και μερική διαγραφή του. Η τρόικα κρίνει ως επικίνδυνη για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών αυτή την ιδέα και προτρέπει την κυβέρνηση να αναζητήσει λύσεις που δεν θα προκαλέσουν νέες επιβαρύνσεις στα κεφάλαια των τραπεζών. Αυτό πιθανότατα σημαίνει ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να κρίνουν με τα δικά τους κριτήρια ποιες επιχειρήσεις είναι βιώσιμες και πού μπορεί να εφαρμοσθεί η λύση του «κουρέματος», χωρίς ανεξέλεγκτες επιβαρύνσεις για τις ίδιες.
– Η δεύτερη ιδέα προωθείται από τις τράπεζες για πολλοστή φορά, παρότι ήδη έχει απορριφθεί από την κυβέρνηση και την τρόικα. Πρόκειται για την ίδρυση μιας «κακής τράπεζας» υπό κρατικό έλεγχο, στην οποία οι τράπεζες θα μεταβιβάζουν σε «χτυπημένες» τιμές τα προβληματικά τους δάνεια, ώστε να «καθαρίσουν» τα χαρτοφυλάκιά τους σε πολύ σύντομο χρόνο. Η ιδέα έπεσε και πάλι στο τραπέζι των συζητήσεων, αλλά η τρόικα την απορρίπτει με τα ίδια επιχειρήματα που είχε και στο παρελθόν διατυπώσει. Η λύση της «κακής τράπεζας» εφαρμόσθηκε με επιτυχία στην Ιρλανδία, λέει η τρόικα, επειδή εκεί υπήρχε μεγάλη ομοιογένεια στα προβληματικά δάνεια (ήταν στη συντριπτική τους πλειονότητα στεγαστικά, με παρόμοιους όρους), κάτι που δεν συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας. Άλλωστε, η τρόικα έχει μεγάλες αμφιβολίες για το αν θα λειτουργήσει σωστά η «κακή τράπεζα» στην Ελλάδα, ή θα βρεθεί αφορμή για ένα ακόμη «πάρτι» κομματικών και πελατειακών εξυπηρετήσεων. Εξάλλου, η δημιουργία «κακής τράπεζας» προϋποθέτει ότι αυτή θα προικοδοτηθεί με κεφάλαια από το Δημόσιο, αλλά η κυβέρνηση θέλει να περισώσει τα 11 δισ. ευρώ, που έχουν μείνει στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, για να τα αξιοποιήσει για τη δική της χρηματοδότηση και δεν θα ήθελε να τα περάσει στην «κακή τράπεζα».