Η Ελλάδα είναι η λιγότερο αξιόπιστη χώρα της Ευρωζώνης και η Γερμανία η περισσότερο. Αυτό πιστεύουν οι Γερμανοί, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες που δημοσιεύτηκαν σε ξένα μέσα ενημέρωσης. Όσον αφορά εμάς;
Έχουμε ακριβώς την αντίθετη γνώμη. Θεωρούμε την Ελλάδα την περισσότερο αξιόπιστη χώρα και τη Γερμανία τη λιγότερο. Έχει σημασία αυτό; Στην επιφάνεια, όχι ιδιαίτερα. Στην πράξη όμως πάρα πολύ, γιατί αυτή η έρευνα αποτυπώνει πώς σκέφτεται ο πολίτης της κάθε χώρας. Και καθώς οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες έχουν αποδειχθεί περισσότερο ικανοί να ακολουθούν την κοινή γνώμη στις χώρες τους παρά να τη διαμορφώνουν, οι διαμετρικά αντίθετες παραπάνω απόψεις καθιστούν την επίλυση της ευρωπαϊκής κρίσης πιο δύσκολη.
Οι συγκεκριμένες έρευνες δεν έχουν επιστημονική βάση. Αποτυπώνουν απλώς πώς βλέπει ο κάθε λαός τον εαυτό του και τους άλλους. Για εμάς, οι Γερμανοί είναι οι πλέον αναξιόπιστοι, αλαζόνες και οι λιγότεροι φιλεύσπλαχνοι στην Ευρώπη. Όσο για το τι πιστεύουμε εμείς για εμάς τους ίδιους, είμαστε οι πλέον αξιόπιστοι και φιλεύσπλαχνοι και οι λιγότερο αλαζόνες. Αντίστοιχη εικόνα έχουν για την αλαζονεία και την έλλειψη φιλευσπλαχνίας όλες οι νότιες χώρες, αν και η κοινή γνώμη στην Ιταλία, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία θεωρεί ότι οι Γερμανοί είναι και οι πιο αξιόπιστοι.
Οι Γερμανοί, από την πλευρά τους, θεωρούν ότι είναι οι ίδιοι οι πλέον αξιόπιστοι και φιλεύσπλαχνοι και οι λιγότερο αλαζόνες. Αντίθετα, θεωρούν τους Γάλλους πλέον αλαζόνες, τους Βρετανούς λιγότερο φιλεύσπλαχνους και τους Έλληνες ως τους λιγότερο αξιόπιστους. Μια βαβέλ ασυμφωνίας, η οποία βασίζεται σε ιστορικά στερεότυπα αλλά και στις εξελίξεις των τελευταίων τεσσάρων ετών, καθώς η Ευρωζώνη αποδεικνύεται ανίκανη να αντιμετωπίσει την κρίση.
Αντί να αντιμετωπίζεται η κρίση, αυτή οξύνεται. Ανεργία και ύφεση χτυπούν βίαια την περιφέρεια, χωρίς όμως ο πυρήνας του Βορρά να μένει στο απυρόβλητο. Αντίθετα, αν υπάρχει κάτι το οποίο ισχύει για ολόκληρη την Ευρωζώνη, αυτό είναι ότι οι πολίτες ζουν χειρότερα φέτος από πέρυσι. Άλλοι πολύ χειρότερα, όπως στη χώρα μας, και άλλοι λιγότερο, αλλά το γεγονός είναι ότι η Ευρώπη αδυνατεί να παράγει ανάπτυξη και δουλειές. Και αυτό αποτυπώνεται στις έρευνες. Η Γερμανία κατηγορείται από όλες τις χώρες ως η περισσότερο αλαζονική και λιγότερο φιλεύσπλαχνη χώρα, καθώς ενώ χρηματοδοτεί τις μνημονιακές χώρες, επιβάλλει αυστηρή πολιτική λιτότητας, η οποία εντείνει και παρατείνει τη δυστοκία της οικονομίας.
Η Γερμανία, από την πλευρά της, δείχνει να απορεί πώς είναι δυνατόν να επιβαρύνει τους πολίτες της με το κόστος διάσωσης και να μη θεωρείται η πλέον φιλεύσπλαχνη. Πώς γίνεται να μην αντιλαμβάνονται οι υπόλοιποι την ορθότητα των ισολογισμένων προϋπολογισμών και των διαρθρωτικών αλλαγών; Αυτό το οποίο όμως όλες οι χώρες παραγνωρίζουν είναι ότι η οικονομική κρίση δεν αντιμετωπίζεται ορθά τα τελευταία τέσσερα χρόνια και ότι δύσκολα θα μπορέσει να σπάσει ο φαύλος κύκλος.
Στις συνήθεις συνθήκες του οικονομικού κύκλου, η νομισματική πολιτική είναι αρκετή και ικανή να αναθερμάνει την οικονομία. Μειώνοντας τα επιτόκια, μειώνεται αναλογικά το κόστος χρήματος για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αυξάνεται η ζήτηση και επιταχύνεται η οικονομία. Στις σημερινές συνθήκες, όμως, της ευρωπαϊκής κρίσης τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι μειώσεις των επιτοκίων εκ μέρους της ΕΚΤ ουδόλως έχουν επηρεάσει το κόστος χρήματος εκεί όπου χρειάζεται, δηλαδή στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά της περιφέρειας. Αντίθετα, οι μόνοι ωφελημένοι είναι τα γερμανικά κρατικά ομόλογα και οι δανειζόμενοι στη Γερμανία, στην Αυστρία και στην Ολλανδία. Και αυτοί οι τελευταίοι όμως λιγότερο από όσο θα είχαν ωφεληθεί σε κανονικές συνθήκες.
Η ύφεση στην περιφέρεια έχει μεταφερθεί και στον ισχυρότερο πυρήνα της Ευρωζώνης, καθώς η ταχεία δημοσιονομική προσαρμογή και το πρόγραμμα λιτότητας δημιούργησαν συνθήκες κραχ στην ελληνική, στην ισπανική και στην ιταλική οικονομία, στους βασικούς εισαγωγείς αγαθών από τη Γερμανία. Βρίσκεται δηλαδή η Ευρώπη στην κατάσταση όπου αφενός η νομισματική πολιτική είναι ανήμπορη και αφετέρου η δημοσιονομική πολιτική αποδεικνύεται καταστροφική.
Για τη μεν νομισματική πολιτική λίγα μπορούν να γίνουν αυτή τη στιγμή. Η ΕΚΤ έχει μειώσει τα επιτόκια στο μηδέν. Η Γερμανία ήδη δανείζεται με αρνητικό επιτόκιο για κάποιες λήξεις. Το μόνο το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει αυτή τη στιγμή είναι η μεταστροφή της δημοσιονομικής πολιτικής. Όχι βέβαια στη χαλάρωση των μεταρρυθμίσεων ή τον ισοσκελισμό δημόσιων δαπανών και εσόδων. Αυτά είναι απαραίτητα προκειμένου να γίνει η εξυγίανση των περιφερειακών χωρών. Όμως, είναι η στιγμή να μπει στο τραπέζι η δημοσιονομική ένωση για την Ευρωζώνη. Αυτό σημαίνει αναδιανομή του πλούτου, με τις ισχυρότερες χώρες να επωμίζονται πραγματικά ένα μέρος του κόστους διάσωσης. Όχι όπως αυτό το οποίο πιστεύουν ότι κάνουν ήδη.
Το κόστος της διάσωσης της Ελλάδας, της Πορτογαλίας ή της Ιρλανδίας δεν στοίχησε τίποτα στους Γερμανούς φορολογούμενους. Οι οποίοι πιστεύουν ότι, αντίθετα, έχουν επωμιστεί το κόστος, ενώ στην πραγματικότητα έχουν κερδίσει. Και αυτό είναι που αποτυπώνονται στις έρευνες. Οι διαμετρικά αντίθετες απόψεις Ελλήνων και Γερμανών για τους ίδιους και τους απέναντί τους αντικατοπτρίζουν την κοινή γνώμη της κάθε χώρας, η οποία δυστυχώς δεν συμβάλλει στο να λυθεί η κρίση. Και το μεγάλο τεστ θα έρθει μετά τα ευρωπαϊκά stress tests του φθινοπώρου, οπότε οι ευρωπαίοι θα πρέπει να πάρουν αποφάσεις για το ελληνικό χρέος. Χωρίς κούρεμα των επίσημων πιστωτών το χρέος δεν γίνεται βιώσιμο. Για να γίνει αυτό, όμως, θα απαιτηθεί η σύμφωνη γνώμη των Γερμανών πολιτικών, οι οποίοι κοιτάνε κατ’ αρχάς την κοινή γνώμη. Και αυτή δεν φαίνεται να είναι σύμφωνη.