Η Ευρώπη βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση. Ο πληθωρισμός έχει πέσει το 0,4%, και η οικονομική ανάπτυξη είναι αναιμική εδώ και χρόνια. Παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει κρατήσει τα επιτόκια κοντά στο μηδέν, η ιδιωτική πιστωτική επέκταση καθυστερεί και το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αυξάνεται.
Όλο αυτό, θυμίζει αρκετά την κατάσταση της Ιαπωνίας στη δεκαετία του 1990, η οποία οδήγησε στη λεγόμενη «χαμένη δεκαετία» της οικονομικής στασιμότητας και του αποπληθωρισμού, από την οποία η χώρα εξακολουθεί να προσπαθεί να ανακάμψει. Είναι άραγε η Ευρώπη σε τροχιά για μια παρόμοια μοίρα;
Οι ομοιότητες στις πορείες των οικονομιών της Ευρώπης και της Ιαπωνίας είναι αναμφισβήτητες. Και οι δύο βίωσαν μία παρατεταμένη έκρηξη των τιμών των ακινήτων και των περιουσιακών στοιχείων, η οποία τροφοδοτήθηκε από το χρέος, και η οποία ακολουθήθηκε από μία βαθιά ύφεση των ισολογισμών. Καθώς ο πλούτος αφανίστηκε και οι μισθοί συρρικνώθηκαν, κατέρρευσε και η αύξηση της κατανάλωσης. Ακόμη πιο επιζήμιο ήταν το γεγονός ότι έπεσαν κατακόρυφα και οι τιμές των ακινήτων και των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, αλλά παρέμειναν οι υποχρεώσεις –ένα τεράστιο σοκ για τις επιχειρήσεις και τον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Πράγματι, ο συνδυασμός της μείωσης των εξασφαλίσεων και της αύξησης των επισφαλών απαιτήσεων πίεσε ιδιαίτερα τις ιαπωνικές τράπεζες, οι οποίες διέθεταν ιδιαιτέρως αδύναμη κεφαλαιοποίηση για να αντέξουν τις μεγάλες απώλειες. Για να αποφύγουν μία απότομη αύξηση των επισφαλειών, μετέφεραν το εταιρικό χρέος, γεγονός που οδήγησε σε μία μακρά και επώδυνη περίοδο οικονομικής εξυγίανσης, χαμηλών επενδύσεων και αργής οικονομικής ανάπτυξης. Προκειμένου να αντισταθμιστεί η ασθενής ιδιωτική ζήτηση, η κυβέρνηση αύξησε τις δαπάνες, υπερδιπλασιάζοντας το απόθεμα του δημόσιου χρέους, σε πάνω από 230% του ΑΕΠ, μέσα σε μόλις 15 χρόνια.
Ευτυχώς, μία τέτοια έκβαση δεν είναι μονόδρομος για την ευρωζώνη. Αν και ορισμένες χώρες της ευρωζώνης είχαν φούσκες ακινήτων, ήταν λιγότερο ακραίες από ό,τι της Ιαπωνίας στη δεκαετία του 1980, και οι συνακόλουθες απώλειες ήταν μικρότερες.
Επιπλέον, ενώ το χρέος των ενυπόθηκων δανείων αυξήθηκε απότομα σε ορισμένες χώρες της ευρωζώνης, η αύξηση ήταν μέτρια σε άλλες χώρες και εντελώς απούσα στη Γερμανία. Ομοίως, ο υπερβολικός εταιρικός δανεισμός στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία αντισταθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον σχετικά βιώσιμο δανεισμό στις τρεις βασικές χώρες του οικονομικού πυρήνα της ευρωζώνης –την Γερμανία, την Γαλλία και την Ιταλία– όπου η ανάγκη για απομόχλευση είναι, συνεπώς, περιορισμένη.
Εν τέλει, η διόρθωση στις ευρωπαϊκές τιμές των περιουσιακών στοιχείων ήταν μικρότερη. Στην πραγματικότητα, οι χρηματιστηριακοί δείκτες της ευρωζώνης έχουν ήδη διορθώσει πολλές από τις απώλειές τους από το 2007. Αντιθέτως, ο δείκτης Nikkei 225 Stock Average της Ιαπωνίας παραμένει περίπου στις 15.000, σε σχέση με τη μέγιστη τιμή του στις 40.000 το 1989.
Η Ευρώπη έχει ένα ακόμα σημαντικό πλεονέκτημα: μπορεί να μάθει από τα λάθη της Ιαπωνίας. Ίσως το σημαντικότερο αυτών να ήταν η αποτυχία της ιαπωνικής κυβέρνησης να συνεχίσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που είχαν ως στόχο την τόνωση της ανάπτυξης –επόμενο του δύσκολου πολιτικού περιβάλλοντος της χώρας. Ακόμη και η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Σίνζο Άμπε, με την τεράστια λαϊκή εντολή της, έχει δυσκολευτεί για να σημειώσει πρόοδο στους επίμαχους τομείς όπως είναι η γεωργία και οι αγορές εργασίας.
Η ευρωζώνη, παρά το γεγονός ότι αντιμετωπίζει τις δικές της σημαντικές πολιτικές πιέσεις, φαίνεται να είναι περισσότερο διατεθειμένη να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις. Πράγματι, η κρίση χρέους έχει ήδη αναγκάσει την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ελλάδα και την Ιρλανδία να εφαρμόσουν ευρείες μεταρρυθμίσεις, και η Ιταλία ενδέχεται σύντομα να ακολουθήσει το παράδειγμά τους.
Ένα άλλο δίδαγμα από την περίπτωση της Ιαπωνίας αφορά τη νομισματική πολιτικής. Αλλά, σε αντίθεση με τη δημοφιλή πεποίθηση, το δίδαγμα αυτό δεν είναι ότι η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να στραφεί γρήγορα προς την επεκτατική νομισματική πολιτική, όπως έκανε η ΕΚΤ στην αρχή της κρίσης της ευρωζώνης. Αν και η Τράπεζα της Ιαπωνίας δίστασε προτού κάνει μία τέτοια κίνηση το 1991, στη συνέχεια μείωσε επιθετικά τα επιτόκια και ξεκίνησε την έγχυση μεγάλων ποσοτήτων ρευστότητας στην οικονομία.
Το πραγματικό δίδαγμα της νομισματικής πολιτικής από την περίπτωση της Ιαπωνίας είναι ότι η παρατεταμένη νομισματική πολιτική με σχεδόν μηδενικά επιτόκια δίνει τη δυνατότητα στις τράπεζες να καθυστερήσουν οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια για εξυγίανση των ισολογισμών τους. Για περίπου οκτώ χρόνια μετά την κρίση, οι τράπεζες απλά χρησιμοποίησαν τα τεράστια αποθέματα κρατικών ομολόγων τους ως εγγύηση για να αντλήσουν ρευστότητα από την Τράπεζα της Ιαπωνίας, την οποία ρευστότητα χρησιμοποίησαν στη συνέχεια για να χρηματοδοτήσουν το δανεισμό προς τις αδύναμες επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν η διαδεδομένη οικονομική ανεκτικότητα, που συχνά περιγράφεται ως «δανεισμός ζόμπι».
Τα καλά νέα είναι ότι η ΕΚΤ, αναγνωρίζοντας αυτόν τον κίνδυνο, έχει κάνει έκκληση για μία αυστηρή εκκαθάριση των ισολογισμών των ευρωπαϊκών τραπεζών και υποβάλλει τις τράπεζες υπό την εποπτεία της σε έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού και σε προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων (stress tests). Τα κακά νέα είναι ότι η ακραία νομισματική πολιτική εξακολουθεί να υπονομεύει αυτές τις προσπάθειες.
Η Ευρώπη δε μπορεί να αποφύγει τη χαμένη δεκαετία στο στυλ της Ιαπωνίας, απλά αυξάνοντας τη δόση του νομισματικού «φαρμάκου». Καμία ποσότητα επιπλέον ρευστότητας δεν θα δελεάσει τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να δανειστούν περισσότερο. Έτσι ήταν τα πράγματα και στην Ιαπωνία το 1990, έτσι είναι και στην ευρωζώνη (αλλά και στις ΗΠΑ) σήμερα.
Παρ’ όλα αυτά, αν και η νομισματική πολιτική δεν έχει βοηθήσει στο να δοθεί νέα ώθηση στην ανάπτυξη στην ευρωζώνη, πολλοί παρατηρητές εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι, προκειμένου να βοηθηθούν οι κυβερνήσεις στην αντιμετώπιση των δημοσιονομικών τους προκλήσεων, η ΕΚΤ θα πρέπει να βάλει μπρος την ποσοτική χαλάρωση (μεγάλης κλίμακας αγορές περιουσιακών στοιχείων). Αυτό έκανε η Ιαπωνία, με αποτέλεσμα η Τράπεζα της Ιαπωνίας να είναι σήμερα ο μεγαλύτερος κάτοχος ιαπωνικού δημόσιου χρέους, με σχεδόν ¥200 τρισ. ($1,96 τρισ.) σε κρατικά ομόλογα.
Επιπλέον, οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων για την Ισπανία και την Ιταλία είναι ήδη κοντά στα επίπεδα των ΗΠΑ, και για την Γαλλία αρκετά χαμηλότερες. Η περαιτέρω μείωση του κόστους δανεισμού θα μείωνε περαιτέρω και το κίνητρο των κυβερνήσεων για βάλουν σε τάξη τα δημόσια οικονομικά τους. Εντωμεταξύ, η ΕΚΤ θα ενεργούσε ως δημοσιονομικός αντιπρόσωπος, ανακατανέμοντας τους κινδύνους και χορηγώντας σημαντικές χρηματοοικονομικές μεταβιβάσεις μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης. Ως αποτέλεσμα, ολόκληρη η ευρωζώνη θα μπορούσε να πέσει στην παγίδα της αύξησης του δημόσιου χρέους και της αδύναμης οικονομικής ανάπτυξης –όπως έκανε η Ιαπωνία.
Φυσικά, οι κυβερνήσεις χρειάζεται να δαπανήσουν περισσότερα ώστε να εξομαλύνουν τη διαδικασία της απομόχλευσης –αλλά μόνο προσωρινά. Όπως δείχνει και η εμπειρία της Ιαπωνίας, η παρατεταμένη περίοδος δημοσιονομικών μέτρων και μέτρων νομισματικής τόνωσης δεν αποτελεί καλή συνταγή για την ταχύτερη ανάπτυξη. Οι ηγέτες της Ευρώπης οφείλουν να λάβουν σοβαρά υπόψη αυτή την εμπειρία. Δυστυχώς, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα το πράξουν.