Η Ρωσία είναι μία τραγωδία και μία απειλή ταυτόχρονα. Αυτή την εβδομάδα στους Financial Times, ο Sergey Karaganov κατέγραψε με διορατικότητα το μείγμα της μεμψιμοιρίας και έπαρσης που παρατηρείται επί του παρόντος στη Μόσχα.
Είναι τόσο καταθλιπτικό όσο είναι και ανησυχητικό. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Δύσης φαίνεται να πιστεύουν ότι ο πραγματικός κίνδυνος είναι το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε (γνωστό στην Αμερική και ως ISIS). Από την άλλη μεριά, η Ρωσία είναι μια υπερδύναμη οπλισμένη με πυρηνικά υπερ-όπλα, κυβερνάται από έναν ανήθικο μονάρχη, και προσωπικά με φοβίζει περισσότερο. Πιστεύω πως για την Ευρώπη, αλλά και για τις ΗΠΑ, δεν υπάρχει μεγαλύτερη πρόκληση στην σημερινή εξωτερική πολιτική από το πώς να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία.
Η Δύση «αυτοανακηρύχθηκε νικήτρια του Ψυχρού Πολέμου», σύμφωνα με τον κ. Karaganov. Ίσως σε αυτή την παρατήρηση να κρύβεται η πηγή της όλη τραγωδίας. Η Δύση δεν αυτοανακηρύχθηκε απλά ο νικητής, ήταν ο νικητής. Μία αμυντική συμμαχία νίκησε τη Σοβιετική Ένωση διότι προσέφερε έναν καλύτερο τρόπο ζωής. Γι’ αυτό και τόσοι πολλοί ήθελαν να δραπετεύσουν από την Σοβιετική φυλακή, συμπεριλαμβανομένων πολλών πάλαι ποτέ αισιόδοξων Ρώσων.
Ωστόσο, ο Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, ο τελευταίας σε μία μακρά σειρά Ρώσων «μοναρχών», έχει δηλώσου περί αυτού: «Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν μία από τις μεγαλύτερες γεωπολιτικές καταστροφές του αιώνα». Ήταν, στην πραγματικότητα, μία ευκαιρία την οποία άρπαξαν αρκετοί στην κεντρική και στην ανατολική Ευρώπη. Η μετάβαση προς το νέο τρόπο ζωής αποδείχθηκε δύσκολη, όπως ήταν αναπόφευκτο. Ο κόσμος στον οποίο τώρα κατοικούν, δεν είναι καθόλου τέλειος. Ωστόσο, έχουν ως επί το πλείστον ενταχθεί στον κόσμο του πολιτισμένου μοντερνισμού. Τι συνεπάγεται αυτό; Συνεπάγεται πνευματική και οικονομική ελευθερία. Συνεπάγεται το δικαίωμα να διεξάγουν ελεύθερα τις δραστηριότητές τους στη δημόσια ζωή. Συνεπάγεται ότι οι κυβερνήσεις υπόκεινται στον κανόνα του δικαίου και λογοδοτούν στο λαό τους.
Η Δύση έχει αποτύχει επανειλημμένα να ανταποκριθεί σε αυτά τα ιδεώδη. Ωστόσο, παραμένουν σημαντικά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν πολύ σημαντικά για αρκετούς Ρώσους. Ως μεγάλος θαυμαστής του ρωσικού πολιτισμού και του ρωσικού θάρρους, ήλπιζα –στοργικά ίσως– ότι η χώρα θα έβρισκε τον τρόπο μέσα από τα συντρίμμια της κατεστραμμένης ιδεολογίας της, του κράτους και της αυτοκρατορίας. Γνώριζα ότι θα ήταν δύσκολο. Ήθελα η Ρωσία να επιλέξει μεν τις δυτικές αρχές, αλλά όχι απλά για το φαίνεσθαι. Η εναλλακτική λύση του να συνεχιστεί ο κύκλος του δεσποτισμού ήταν υπερβολικά καταθλιπτική.
Με την επιλογή του κ. Πούτιν, ενός πρώην αξιωματούχου της KGB, ως διάδοχό του, ο Μπόρις Γιέλτσιν σηματοδότησε αυτό το αποτέλεσμα. Ο πρόεδρος μπορεί, προς το παρόν, να είναι ένας δημοφιλής δεσπότης. Αλλά είναι δεσπότης. Είναι επίσης ο κληρονόμος του σχεδίου του Γιούρι Αντρόποφ, του πρώην επικεφαλής της KGB και ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης, για μία εκσυγχρονισμένη απολυταρχία. Ως πιστός υπηρέτης του κράτους, πιστεύει ότι μόνο τα αποτελέσματα έχουν σημασία. Τα ψέματα είναι απλά ένα ακόμη εργαλείο της κρατικής διαχείρισης. Μόνο κάποιος εκούσια τυφλός δεν θα διέκρινε αυτή την προφανή αλήθεια τους τελευταίους μήνες.
Η Δύση είναι εν μέρει υπεύθυνη για αυτή την τραγική κατάληξη. Απέτυχε να προσφέρει την υποστήριξη που χρειαζόταν η Ρωσία άμεσα στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αντ’ αυτού επικεντρώθηκε, εξευτελιστικά, στο ποιος θα πλήρωνε το χρέος της Σοβιετικής Ένωσης. Συναίνεσε έτσι στην κλοπή του ρωσικού πλούτου προς όφελος των λίγων.
Αλλά, ακόμη πιο σημαντικός παράγοντας ήταν η άρνηση της ελίτ της Ρωσίας να αντιμετωπίσει τους λόγους που οδήγησαν στην κατάρρευση, ώστε να ξεκινήσει η χώρα εκ νέου. Μόνο αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα του τερατώδους μηχανισμού καταπίεσης και ψεμάτων του Στάλιν θα μπορούσαν να χτίσουν κάτι καινούριο.
Η χώρα που τελικά αναδύθηκε από όλο αυτό ήταν πάντοτε το πιθανότερο αποτέλεσμα. Βλέπει τον εαυτό της ως περιτριγυρισμένο από εχθρούς. Οι διεθνείς σχέσεις είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Από αυτή την άποψη, μία ευημερούσα και δημοκρατική Ουκρανία, εάν επιτευχθεί (μια μικροσκοπική πιθανότητα), θα ήταν ένας εφιάλτης. Για τις ελίτ της Μόσχας, το να το αποτρέψουν αυτό είναι, όπως το θέτει ο κ. Karaganov, «ένας αγώνας για να σταματήσουν τους υπόλοιπους από το να επεκτείνουν τη σφαίρα της επιρροής τους σε περιοχές που θεωρούν ότι είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της Ρωσίας». Και ποιοι είναι λοιπόν αυτοί που απειλούν την επιβίωση της Ρωσίας; Είναι η Δύση, η οποία είναι «πιο αδύναμη από ό,τι φαντάζονται πολλοί». Αυτή η αδύναμη Δύση παίζει το ρόλο του μπαμπούλα.
Από την οπτική γωνία της Μόσχας, η δυτική πολιτική είναι η πολιτική των Βερσαλλιών. Στην πραγματικότητα, η δυτική θέση είναι βασισμένη σε δύο απλές αρχές: πρώτον, μία χώρα έχει το δικαίωμα να κάνει τις δικές της επιλογές και, δεύτερον, τα σύνορα μίας χώρας δεν αλλάζουν με τη βία. Η Ρωσία απορρίπτει και τις δύο αυτές αρχές. Για αυτόν τον λόγο ήταν τόσο πρόθυμες να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ κάποιες πρώην σοβιετικές και γειτονικές χώρες της Ρωσίας. Επειδή ήταν πεπεισμένες ότι η Ρωσία θα απέρριπτε αυτές τις αρχές. Η στρατιωτική συμμαχία δεν χρειάστηκε να τις πιέσει για να ενταχθούν. Οι ίδιες παρακάλεσαν να τις δεχθεί το ΝΑΤΟ. Ίσως καταλαβαίνουν πόσο ευρεία είναι η αντίληψη της Ρωσίας για τα «ζωτικά της συμφέροντα», και πόσο αδίστακτη μπορεί να γίνει για να τα προστατεύσει.
Κατά καιρούς, οι απόψεις των ελίτ της Ρωσίας μοιάζουν με παρωδία. Ένας από τους λόγους για τον οποίο πολλοί στη Ρωσία πιστεύουν ότι είναι αδύνατη μία πολιτική ένωση με την Ευρώπη είναι ότι η Ευρώπη εγκαταλείπει τον Χριστιανισμό και τις «παραδοσιακές» νόρμες –αναφερόμενοι εδώ, παραδείγματος χάρη, στην αποδοχή της ομοφυλοφιλίας. Εγώ τουλάχιστον, θυμάμαι ότι η Σοβιετική Ένωση –της οποίας τον αφανισμό θρηνεί τόσο έντονα ο κ. Πούτιν– εκδίωκε ανελέητα τον Χριστιανισμό. Μπορεί κανείς να θυμηθεί επίσης, ότι οι ελίτ της Ρωσίας λατρεύουν το δυτικό «άντρο της ακολασίας».
«Τραμπουκίζω, άρα υπάρχω». Αυτό φαίνεται να είναι το μότο που κρύβεται πίσω κάποια από τα ξεσπάσματα του προέδρου. Ωστόσο, τα ξεσπάσματά του, όσο παράλογα κι αν είναι, παραμένουν εξαιρετικά σοβαρά. Η Δύση δεν αποτελεί απειλή για τη Ρωσία. Αντιθέτως, η Δύση γνωρίζει πολύ καλά ότι έχει ένα ζωτικό ενδιαφέρον να διατηρήσει καλές σχέσεις με τη Ρωσία. Αλλά, δεν είναι και τόσο εύκολο για τη Δύση να αγνοήσει μία εισβολή –και ναι, πρόκειται για εισβολή– όσο κι αν δε μας αρέσει αυτή η λέξη. Την ίδια στιγμή, μία σχέση έχθρας και αντιπαλότητας με μία δύναμη τόσο σημαντική και δυνητικά χρήσιμη όσο η Ρωσία, είναι αρκετά δυσοίωνη.
Υπάρχει άραγε κάποια λύση σε αυτό το αδιέξοδο; Όλες οι πιθανές κατευθύνσεις –οι περαιτέρω κυρώσεις, η τεράστια οικονομική και ενδεχομένως στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, ή ακόμη και η απόλυτη απραγία– εγκυμονούν κινδύνους. Αλλά, η Δύση οφείλει να ξεκινήσει από μία ειλικρινή αναγνώριση της Ρωσίας με την οποία έχει να κάνει σήμερα. Η σημερινή Ρωσία θεωρεί ότι είναι θύμα μίας ιστορικής αδικίας και απορρίπτει τις δυτικές αξίες. Αισθάνεται επίσης αρκετά ισχυρή για να δράσει. Ο σημερινός ηγέτης της Ρωσίας βλέπει αυτά τα ισχυρά συναισθήματα ως έναν πολύ καλό τρόπο για να εξασφαλίσει την εξουσία του. Δεν είναι ο πρώτος ηγεμόνας αυτού του είδους. Η Ρωσία του είναι ένας επικίνδυνος γείτονας. Η Δύση πρέπει να απαλλαγεί από τις εναπομένουσες μετα-ψυχροπολεμικές αυταπάτες.