Τον Ιούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την έκτη έκθεσή της για την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή (ένας όρος που μπορεί να μεταφραστεί κατά προσέγγισης ως ισότητα και ένταξη).
Η έκθεση καθορίζει ένα σχέδιο για σημαντικές επενδύσεις –€450 δισ. από τρία ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης– για την περίοδο 2014 έως 2020. Δεδομένων των δύσκολων σημερινών συνθηκών στην οικονομία και τα δημοσιονομικά, όπου οι επενδύσεις του δημοσίου τομέα είναι πιθανό να παραγκωνιστούν στους εθνικούς προϋπολογισμούς, το πρόγραμμα αυτό αποτελεί μία σημαντική δέσμευση για επενδύσεις που είναι προσανατολισμένες στο δημόσιο τομέα.
Η στρατηγική συνοχής της ΕΕ είναι αξιοθαύμαστη και έξυπνη ταυτόχρονα. Ενώ στο παρελθόν τέτοιου είδους επενδύσεις είχαν την τάση να κλίνουν προς τις υλικές υποδομές –ιδίως στον τομέα των μεταφορών– η ατζέντα έχει στραφεί προς ένα πιο ισορροπημένο σύνολο στόχων, οι οποίοι περιλαμβάνουν το ανθρώπινο κεφάλαιο, την απασχόληση, την γνώση και την τεχνολογική βάση της οικονομίας, την τεχνολογία των πληροφοριών, την ανάπτυξη με χαμηλές εκπομπές άνθρακα, και τη διακυβέρνηση.
Τούτου λεχθέντος, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί ποιο ακριβώς θα είναι το οικονομικό και κοινωνικό κόστος αυτών των επενδύσεων. Πράγματι, η διατήρηση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης απαιτεί και υψηλά επίπεδα δημόσιων επενδύσεων, γεγονός που αυξάνει τις αποδόσεις των ιδιωτικών επενδύσεων (και, ως εκ τούτου, τα επίπεδά τους), και στη συνέχεια αυξάνει την παραγωγή και την απασχόληση. Ωστόσο, οι δημόσιες επενδύσεις είναι μόνο ένα συστατικό των επιτυχημένων στρατηγικών ανάπτυξης. Θα λειτουργήσουν θετικά υπό όλα τα πιθανά σενάρια, αλλά ο αντίκτυπός τους θα είναι πολύ μεγαλύτερος πέρα από το βραχυπρόθεσμο πλαίσιο αν αφαιρεθούν οι υπόλοιποι δεσμευτικοί περιορισμοί.
Τα συμπληρωματικά θέματα που φαίνεται να είναι ζωτικής σημασίας, είναι τρία. Το πρώτο αφορά κυρίως την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και έχει να κάνει με την σταθερότητα των τιμών και την αξία του ευρώ. Το δεύτερο είναι δημοσιονομικό, και το τρίτο διαρθρωτικό.
Τα ποσοστά του πληθωρισμού, που είναι πλέον πολύ κάτω από τον ετήσιο στόχο της ΕΚΤ για μόλις κάτω από το 2%, είναι πλέον στην επικίνδυνη ζώνη του αποπληθωρισμού. Επειδή ο πληθωρισμός οδηγεί την πραγματική επιβάρυνση του δημόσιου χρέους και των υποχρεώσεων σε μη χρεωστικούς τίτλους, όπως τα συνταξιοδοτικά συστήματα, η εμφάνισή του θα μπορούσε να υπονομεύσει την ήδη εύθραυστη κατάσταση των δημόσιων οικονομικών πολλών χωρών, καθώς επίσης και να «σκοτώσει» εντελώς την ανάπτυξη.
Στο περιβάλλον που επικρατεί μετά την κρίση, δηλαδή στο περιβάλλον της επιθετικής και της μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής στις υπόλοιπες προηγμένες χώρες, η λιγότερο επιθετικές πολιτικές της ΕΚΤ (που έχουν να κάνουν με την πιο περιοριστική εντολή της) έχουν οδηγήσει σε μία συναλλαγματική ισοτιμία που έχει υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα και τις προοπτικές ανάπτυξης πολλών οικονομικών τομέων της ευρωζώνης. Αυτό είναι ζωτικής σημασίας, διότι οι περισσότερες οικονομίες παρουσίασαν τυπικούς προ-κρίσης ρυθμούς που χαρακτηρίζονται από μη βιώσιμα, υψηλά επίπεδα εγχώριας συνολικής ζήτησης. Έτσι, η αναπροσαρμογή απαιτεί στροφή προς τον εμπορεύσιμο τομέα και την εξωτερική ζήτηση. Μία εξασθένιση του ευρώ σίγουρα θα βοηθούσε.
Η ΕΚΤ το αντιλαμβάνεται αυτό, και, χωρίς να είναι απόλυτα σαφής ως προς το θέμα, επεκτείνει τα προγράμματα αγοράς ενεργητικού ώστε να ανεβάσει τον πληθωρισμό και να ρίξει τα επίπεδα του ευρώ. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, έχει ξεκαθαρίσει ότι η αποκατάσταση του στόχου του πληθωρισμού και η αποδυνάμωση του νομίσματος δεν αποτελούν στρατηγική ανάπτυξης. Χρειάζονται δύσκολες μεταρρυθμίσεις για να μπουν σε τάξη πολλές από τις δημοσιονομικές υποθέσεις των εθνικών οικονομιών, καθώς και για να αυξηθεί η δομική ευελιξία τους. Η ΕΚΤ δεν μπορεί να τα κάνει όλα μόνη της.
Από δημοσιονομικής πλευράς, τα επίπεδα κρατικού χρέους είναι υπερβολικά υψηλά και εξακολουθούν να ανεβαίνουν. Αλλά, η μεγαλύτερη πρόκληση είναι οι μη χρηματοδοτούμενες υποχρεώσεις προς τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Αυτές υπολογίζονται σε τέσσερις φορές το μέγεθος του δημόσιου χρέους. Είναι σαφές ότι χρειάζεται να εφαρμοστούν αξιόπιστα σχέδια προκειμένου να διακοπεί η περαιτέρω μεγέθυνση των εν λόγω υποχρεώσεων.
Ωστόσο, οι υποχρεώσεις αυτές πρέπει επίσης να μειωθούν, διότι λειτουργούν ήδη ως συντριπτική φορολογική επιβάρυνση, κυρίως λόγω της ταχείας γήρανσης του πληθυσμού, με την αύξηση της μακροζωίας να παίζει σημαντικό ρόλο. Οι ΗΠΑ έχουν ένα παρόμοιο, αν και πιο απομακρυσμένο, πρόβλημα. Μία πρόσφατη ανάλυση για τις ΗΠΑ, δείχνει ότι οι υποχρεώσεις των προγραμμάτων παροχών θα «χτυπήσουν» τους δημόσιους προϋπολογισμούς σε περίπου δέκα χρόνια. Αντιθέτως, στην Ιταλία, για παράδειγμα, η οποία έχει λιγότερο ευνοϊκά δημογραφικά στοιχεία, έχουν ήδη χτυπήσει.
Η ανάπτυξη θα μπορούσε να μειώσει αυτό το βάρος, αλλά η ανάπτυξη σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα είναι εξαιρετικά προβληματική. Ο πληθωρισμός θα μείωνε την πραγματική αξία τόσο του χρέους όσο και των υπόλοιπων υποχρεώσεων. Αλλά, έχει αποκλειστεί ακόμη και το ενδεχόμενο του ελεγχόμενου πληθωρισμού σε υψηλότερα επίπεδα. Και πάλι, ο τρέχον κίνδυνος είναι ο αποπληθωρισμός.
Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να αυξήσουν τους φόρους για να καλύψουν ένα μεγαλύτερο μέρος των απαιτούμενων δαπανών. Αλλά, αυτό δεν είναι πιθανό να βοηθήσει την ανάπτυξη, και επιβάλλει ακόμη μεγαλύτερο βάρος στο εργατικό δυναμικό και στους νέους που προσπαθούν να εισέλθουν στην απασχόληση, ένα πολύτιμο υποσύνολο των οποίων θα μπορούσαν απλά να αποχωρήσουν. Ομοίως, η έκδοση περισσότερου χρέους προκειμένου να καλυφθεί μεγαλύτερο μέρος των υποχρεώσεων, απλά θα μετατόπιζε τη σύνθεση των υποχρεώσεων χωρίς να τις μειώσει.
Η μόνη εναλλακτική λύση είναι η άμεση αναγωγή (direct reduction). Για το δημόσιο χρέος, αυτό σημαίνει χρεοκοπία, κάτι που θα συμβεί μόνο σε ακραίες περιπτώσεις. Για τις υποχρεώσεις μη χρέους, αυτό σημαίνει αλλαγή στις συστημικές παραμέτρους –για παράδειγμα, αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης– κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο από πολιτική άποψη.
Το τρίτο συστατικό που λείπει είναι η διαρθρωτική ευελιξία, η οποία είναι απαραίτητη για δύο λόγους. Πρώτον, οι περισσότερες προηγμένες οικονομίες έχουν διατηρήσει τις ασύμμετρες μορφές ανάπτυξης που οδήγησαν στην οικονομική κρίση του 2008. Η αποκατάσταση της ανάπτυξης απαιτεί διαρθρωτικές αλλαγές.
Στις ΗΠΑ, αν και η ανάπτυξη παραμένει πολύ κάτω από τα δυνητικά υψηλά επίπεδα, τα στοιχεία δείχνουν ότι περίπου η μισή ανάκαμψη της ανάπτυξης έχει προέλθει από μία μετατόπιση κεφαλαίου και εργασίας προς την εμπορεύσιμη πλευρά της οικονομίας, με το σχιστολιθικό φυσικό αέριο να προσφέρει μία μεγάλη ώθηση. Αντίστοιχα στις οικονομίες της νότιας Ευρώπης, αυτό δε συμβαίνει καθόλου, ή συμβαίνει με υπερβολικά αργούς ρυθμούς. Εκεί, χρειάζεται να αντιμετωπιστούν οι διαρθρωτικές ακαμψίες στις αγορές εργασίας και υπηρεσιών. Η εξαίρεση είναι η Ισπανία, η οποία εισήγαγε μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας στα τέλη του 2012. Ίσως, καθώς θα γίνεται πιο εμφανής ο αντίκτυπος αυτών των μεταρρυθμίσεων, να αρχίσει να αυξάνεται και ο ρυθμός στις υπόλοιπες χώρες.
Ακόμη και χωρίς τις ανισορροπίες που σχετίζονται με την κρίση, η διαρθρωτική ευελιξία σε όλες τις οικονομίες είναι απαραίτητη προκειμένου να προσαρμοστούν στις αλλαγές που προκαλούνται από την παγκοσμιοποίηση και τις τεχνολογικές εξελίξεις που οδηγούν σε μείωση του εργατικού δυναμικού. Οι εξελίξεις αυτές έχουν επίσης να κάνουν με την αύξηση της ζήτησης ειδικευμένου προσωπικού, καθώς και με την αυξανόμενη αξία του ψηφιακού κεφαλαίου. Τα τελευταία 30 χρόνια, η παγκόσμια οικονομία πρόσθεσε 1,5 δισ. νέους συνδεδεμένους εργαζομένους στις αναπτυσσόμενες χώρες, εν όψει τριών δισ. νέων καταναλωτών.
Οι ψηφιακές τεχνολογίες έχουν εξαλείψει εκατομμύρια δουλειές εργατών και υπαλλήλων. Εισερχόμαστε γρήγορα στο νέο χώρο της γνωσιακής εργασίας. Προκειμένου να καταφέρει το ανθρώπινο κεφάλαιο να συμβαδίσει με τη νέα σύνθεση της απασχόλησης, απαιτείται διαρθρωτική ευελιξία.
Η Ευρώπη έχει μία πραγματική ευκαιρία να συνάψει μία καλή συμφωνία: να αναγκάσει τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, με αντάλλαγμα τη βραχυπρόθεσμη χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών –όχι για την αύξηση των υποχρεώσεων, αλλά για να επικεντρωθούν σε επενδύσεις προσανατολισμένες στην ανάπτυξη, ώστε να πάρει μπρος η βιώσιμη ανάκαμψη. Οι ιδιώτες επενδυτές θα το έπαιρναν αμέσως χαμπάρι, γεγονός που θα επιτάχυνε περαιτέρω την διαδικασία ανάκαμψης. Το ερώτημα τώρα, όπως πάντα, είναι αν θα αδράξει η Ευρώπη αυτή την ευκαιρία.