Παρόλο το κόστος των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη ρωσική οικονομία, η Ρωσική σημαία εξακολουθεί να ανεμίζει στην Κριμαία, η Μόσχα παραμένει απτόητη και η κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία κινδυνεύει.
Το χειρότερο απ’ όλα, είναι ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί τη δική της μορφή οικονομικού πολέμου ως ασπίδα και ξίφος.
Η δυτική στρατηγική έχει επικεντρωθεί στο μπλοκάρισμα των μελλοντικών συμφωνιών με τον ρωσικό στρατιωτικό τομέα, περιορίζοντας την πρόσβαση των ρωσικών τραπεζών στα μακροπρόθεσμα κεφάλαια, στερώντας από στοιχεία του ρωσικού πετρελαϊκού τομέα την τεχνολογία που χρειάζονται για τις γεωτρήσεις στην ανοικτή θάλασσα, και παγώνοντας τα διεθνή περιουσιακά στοιχεία ατόμων που έχουν διασυνδέσεις με το Κρεμλίνο.
Ωστόσο, οι περισσότερες υφιστάμενες συμφωνίες μεταξύ δυτικών συμφερόντων και Ρώσων πελάτων, έχουν επιτραπεί να συνεχιστούν. Αντί να επιφέρουν ένα άμεσο χτύπημα, ο στόχος μέχρι στιγμής είναι να στερέψουν σταδιακά τη χώρα από κεφάλαια, σπείροντας αμφιβολίες στους δυτικούς επενδυτές σχετικά με το πόσο σοφό είναι να επενδύσουν στη Ρωσία. Οι συμφωνίες και το κεφάλαιο έχουν εξατμιστεί, η ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί και οι μεγάλες ρωσικές εταιρείες, όπως η Aeroflot δεν έχουν καταφέρει να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες επενδύσεις.
Ωστόσο, υπάρχει και ένα όριο στο πόσο χρηματοοικονομικό «πόνο» μπορεί να προκαλέσει η Δύση σε μία τεράστια οικονομία η οποία διατηρεί ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς με την Ευρώπη και τον υπόλοιπο πλανήτη. Οι εμπλοκές της Ρωσίας είναι μεν τρωτά σημεία, αλλά επιτρέπουν επίσης στη Ρωσία να ανταποδώσει και αυτή με τον τρόπο της.
Οι επιχειρήσεις που υπόκεινται σε δυτικές κυρώσεις κάνουν ήδη κινήσεις για να παρακάμψουν τους περιορισμούς. Η ρωσική εταιρεία πετρελαίων Rosneft πρόκειται να αγοράσει το 30 τοις εκατό της North Atlantic Drilling της Νορβηγίας, επιτρέποντας της έτσι να έχει πρόσβαση σε υπεράκτιες γεωτρήσεις στον Αρκτικό Κύκλο, παρά τους οικονομικούς περιορισμούς και τους περιορισμούς περί εξαγωγής τεχνολογίας.
Εντωμεταξύ, οι Ρώσοι επενδυτές εμβαθύνουν τα οικονομικά τους συμφέροντα στο Λονδίνο, την Φρανκφούρτη και τη Νέα Υόρκη. Επιπλέον, το ρωσικό κρατικό επενδυτικό ταμείο θα αξιοποιηθεί σε ύψος δισ. δολαρίων προκειμένου να στηρίξει τις απαραίτητες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις τράπεζες που έχουν πληγεί από τις κυρώσεις.
Η Μόσχα αντεπιτίθεται. Τον Ιούνιο, σταμάτησε τις ροές πετρελαίου και φυσικού αερίου προς την Ουκρανία, και περιορίζει τις εξαγωγές προς τους υπόλοιπους Ευρωπαίους πελάτες της καθώς πλησιάζει ο χειμώνας. Το Κρεμλίνο έχει απαγορεύσει τις εισαγωγές γεωργικών προϊόντων από χώρες που έχουν συμμετάσχει στην επιβολή των κυρώσεων. Έχει κλείσει τέσσερα McDonalds, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα υγειονομικούς ελέγχους, και «φλερτάρει» με ένα εθνικό σύστημα πληρωμών που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τη Visa και τη MasterCard. Οι δυτικές αεροπορικές εταιρείες μπορεί ξαφνικά να μην μπορούν να πετούν πάνω από τη Σιβηρία, αναγκάζοντας τις πτήσεις από και προς Ασία να κάνουν τεράστιες παρακάμψεις. Μπορεί επίσης να απαγορευτεί στις αμερικανικές εταιρείες συμβούλων να δραστηριοποιούνται στη Ρωσία.
Η Ρωσία έχει πολλούς άσους στο μανίκι της. Θα μπορούσε να διακόψει τις προμήθειες για το διαστημικό πρόγραμμα των ΗΠΑ. Είναι επίσης μεγάλος εξαγωγέας τιτανίου και άλλων πρώτων υλών που είναι απαραίτητες για τις δυτικές εταιρείες. Η Μόσχα θα μπορούσε να αναδυθεί ως η χώρα που θα διακόψει τις οικονομικές κυρώσεις προς μία χώρα όπως το Ιράν, στο αποκορύφωμα των διαπραγματεύσεων για τα πυρηνικά. Το Κρεμλίνο θα μπορούσε επίσης να επιστρατεύσει εγκληματικά δίκτυα για να επιτεθούν στα συστήματα πληροφορικής των δυτικών στόχων, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων τραπεζών.
Η Δύση χρειάζεται μια ολοκληρωμένη στρατηγική που θα εντείνει τις οικονομικές πιέσεις προς τη Μόσχα, ενώ παράλληλα θα αποτρέπει τη ρωσική κλιμάκωση. Οι κυρώσεις δεν θα πρέπει πλέον να συνδέονται με διπλωματικά ορόσημα. Αντ’ αυτού, θα πρέπει να είναι μία συνεχής εκστρατεία που να αφήνει τον κ. Πούτιν και τις αγορές με την απορία του τι πρόκειται να ακολουθήσει. Η στρατηγική αυτή έχει αποδειχθεί πολύ αποτελεσματική στο Ιράν.
Οι νέες ρωσικές επενδύσεις στη Δύση θα πρέπει να εξετάζονται εκτενώς και οι δυτικές εμπορικές επαφές με ύποπτα άτομα και εταιρείες να περιοριστούν περαιτέρω. Η Ευρώπη πρέπει να εξασφαλίσει εναλλακτικές πηγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, αν και αυτό θα πάρει πολύ χρόνο. Οι υπόλοιπες χώρες, επίσης, θα πρέπει να αναζητήσουν εφεδρικούς πόρους από αυτούς που προμηθεύονται από τη Ρωσία.
Εκτός και αν η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες είναι διατεθειμένες να υποστούν τον απαραίτητο οικονομικό «πόνο», τότε η καμπάνια των κυρώσεών τους δεν θα είναι αποτελεσματική. Θα πρέπει να είναι προετοιμασμένες για μία παγωμένη σύγκρουση στην οποία η Μόσχα θα είναι πρόθυμη να χρησιμοποιήσει και τα δικά της οικονομικά όπλα.