Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι οι διακυμάνσεις της περασμένης εβδομάδας στις παγκόσμιες αγορές σηματοδοτούν την επιστροφή της κρίσης χρέους της ευρωζώνης. Τα spreads των ομολόγων στην ευρωζώνη δεν άλλαξαν ιδιαίτερα, με εξαίρεση την Ελλάδα.
Αυτό που συνέβη την περασμένη εβδομάδα είναι μάλλον κάτι εντελώς διαφορετικό. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές εξετάζουν πλέον ρεαλιστικά την πιθανότητα μίας οικονομικής ύφεσης σε ολόκληρη την ευρωζώνη, με πολύ χαμηλό πληθωρισμό για επόμενα 10 με 20 χρόνια. Αυτό μας δείχνει η πτώση σε διάφορα μεγέθη των πληθωριστικών προσδοκιών. Οι επενδυτές δεν ανησυχούν σχετικά με τη φερεγγυότητα κάποιου κράτους-μέλους. Η κατάσταση ήταν σαφώς διαφορετική πριν από δύο χρόνια.
Ωστόσο, το παρόν σενάριο είναι εξίσου ανησυχητικό. Οι συνέπειες για όσους ζουν σε αυτό το «εύφλεκτο» από οικονομικής άποψης περιβάλλον, είναι ήδη ορατές: υψηλή ανεργία, αυξανόμενη φτώχεια, στασιμότητα των πραγματικών και των ονομαστικών μισθών, επιβάρυνση χρέους που δεν πρόκειται να μειωθεί σε πραγματικούς όρους, ελάττωση των υπηρεσιών του δημόσιου τομέα, και μείωση των δημόσιων επενδύσεων. Ένα συγκλονιστικό παράδειγμα είναι η εξαθλιωμένη κατάσταση των γερμανικών στρατιωτικών εξοπλισμών. Από τα 254 μαχητικά αεροσκάφη της Luftwaffe, τα 150 δεν είναι σε θέση να πετάξουν.
Η στασιμότητα της ευρωζώνης θα επηρεάσει τον υπόλοιπο πλανήτη σε διαφορετικούς βαθμούς. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να ξεφύγει από μία παρόμοια μοίρα, αλλά η οικονομία της ευρωζώνης είναι αρκετά μεγάλη για να το παρασύρει μαζί της. Το χειρότερο πλήγμα θα το δεχθούν οι χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης που δεν χρησιμοποιούν το ευρώ. Έχουν εγκλωβιστεί μεταξύ της Ρωσίας (που είναι έτοιμη να εκραγεί) και της στάσιμης Ευρώπης. Είναι αδύνατο να φανταστούμε τις τιμές του πετρελαίου να ανακάμπτουν μέσα σε ένα περιβάλλον μόνιμης χαμηλής ανάπτυξης. Και, είναι ακόμη δυσκολότερο να φανταστούμε την Ρωσία να επιβιώνει με μία μόνιμη μείωση των τιμών του πετρελαίου.
Η κοσμική στασιμότητα –η ιδέα ότι η χρόνια έλλειψη επενδύσεων μπορεί να οδηγήσει σε μία μακρά περίοδο υποτονικής ζήτησης– έχει επίσης ανησυχητικές επιπτώσεις για τους χρηματοοικονομικούς επενδυτές. Οι πρόσφατες υψηλές τιμές των μετοχών ήταν βασισμένες στο καλύτερο δυνατό σενάριο: ότι οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας θα επανέρχονταν στους ιστορικούς μέσους όρους τους, και ότι το επίπεδο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος θα μπορούσε ενδεχομένως να καλύψει τη διαφορά με τα προ-κρίσης επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης. Οι επενδυτές έχουν πλέον αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι τίποτε από αυτά δεν πρόκειται να συμβεί. Το ΑΕΠ είναι ακόμη κοντά στα επίπεδα του 2007 και η ανάπτυξη είναι εξαιρετικά αργή.
Επιπλέον, το μερίδιο του ΑΕΠ που αντιστοιχεί σε κέρδη δεν μπορεί ούτε κι αυτό να πάει σε πολύ υψηλότερα επίπεδα. Συνεπώς, αν η ανάπτυξη της παραγωγικότητας παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα, είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς οι επενδύσεις σε μετοχές μπορούν να αποφέρουν μεγάλες πραγματικές αποδόσεις. Η νομισματική πολιτική μπορεί να ενισχύσει τις αγορές βραχυπρόθεσμα, αλλά δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι αποδόσεις των τίτλων που δεν εμπεριέχουν κίνδυνο, θα είναι χαμηλές.
Με την κοσμική στασιμότητα, ακολουθεί και μία μόνιμη πτώση του πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω από τον στόχο του 2 τοις εκατό. Συνεπώς, η πραγματική αξία του χρέους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα δεν θα μειωθεί όσο γρήγορα όσο θα έπρεπε. Αυτό με τη σειρά του, θα καταστήσει δυσκολότερη τη μείωση του χρέους για τις κυβερνήσεις, τις εταιρείες και τους ιδιώτες. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, αναμένουμε ότι τα ποσοστά αθέτησης θα είναι υψηλά. Τα γερμανικά κρατικά ομόλογα γίνονται το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο στην ευρωζώνη, το οποίο θεωρείται λίγο-πολύ χωρίς ρίσκο από τους επενδυτές.
Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι ένα τέτοιο σενάριο θα παρήγαγε αντισταθμιστικές δυνάμεις, για παράδειγμα μια ασθενέστερη συναλλαγματική ισοτιμία. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η ευρωζώνη έχει φέτος ένα πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, κοντά στο 3 % του ΑΕΠ. Θα περίμενε κανείς ότι θα ήταν ισχυρό το νόμισμα μίας οικονομίας που παρουσιάζει μόνιμο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών. Σε κάθε περίπτωση, η συναλλαγματική ισοτιμία έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για τις μικρότερες και τις μεσαίες οικονομίες από ό,τι για τις μεγάλες όπως είναι οι ΗΠΑ και η ευρωζώνη, διότι το μερίδιο του εμπορίου σε ΑΕΠ τείνει να είναι μικρότερο για τις μεγάλες οικονομίες από ό,τι για τις μικρές.
Η ευρωζώνη είναι μία μεγάλη ημι-κλειστή οικονομία, η οποία συναλλάσει την πλειοψηφία των αγαθών και των υπηρεσιών της εσωτερικά, σε ευρώ. Ότι κι αν τελικά σώσει την ευρωζώνη, δεν πρόκειται να είναι η συναλλαγματική ισοτιμία, εκτός και αν το ευρώ υποτιμηθεί σε ακραίο βαθμό.
Η κοσμική στασιμότητα είναι λοιπόν πολύ πιο δραματική από ό,τι η κρίση χρέους. Με μία τέτοια απειλή να κρέμεται από πάνω μας, θα περίμενε κανείς ότι κάθε λογικός διαμορφωτής πολιτικής θα ήθελε να αποφύγει μια τέτοια συμφορά. Έτσι θα γινόταν πράγματι, αν όλα αυτά λάμβαναν χώρα σε μία φυσιολογική χώρα. Αλλά, στην περίπτωση της νομισματικής ένωσης, όπου η πολιτική δεν είναι συντονισμένη και όπου οι φορείς χάραξης πολιτικής έχουν εθνικά συμφέροντα, ο κίνδυνος της κοσμικής στασιμότητας παραμένει τεράστιος. Ακόμη και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο μοναδικός θεσμός με αρμοδιότητες σε ολόκληρη την ευρωζώνη, αντιμετωπίζει νομικούς περιορισμούς. Αυτό μπορεί να εξηγεί την απροθυμία της να προχωρήσει στην ποσοτική χαλάρωση (QE). Ακόμη και ως υποστηρικτής του QE, δε μπορώ να αρνηθώ το γεγονός ότι βαδίζουμε σε μία μια νομικά γκρίζα περιοχή.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ευρωζώνης είναι αντιμέτωποι με τρεις επιλογές. Πρώτον, μπορούν να μετατρέψουν την ευρωζώνη σε πολιτική ένωση, και να κάνουν ό,τι χρειαστεί: ευρωομόλογα, μια μικρή δημοσιονομική ένωση, μηχανισμούς μεταβίβασης και μία τραπεζική ένωση, άξια του ονόματός της. Δεύτερον, θα μπορούσαν να αποδεχθούν την κοσμική στασιμότητα. Η τελευταία επιλογή είναι η διάλυση της ευρωζώνης. Η δεύτερη και η τρίτη επιλογή δεν αποκλείουν η μία την άλλη. Καθώς έχουμε πλέον αποκλείσει την επιλογή της πολιτικής ένωσης, η μόνη επιλογή που μας μένει είναι αυτή μεταξύ της ύφεσης και της αποτυχίας –ή και των δύο διαδοχικά.