Εξαιρετικά φειδωλές στις χορηγήσεις δανείων θα παραμείνουν οι τράπεζες, παρότι η σχετική επιτυχία τους στα ευρωπαϊκά τεστ έχει δημιουργήσει προσδοκίες ότι θα τροφοδοτήσουν εκ νέου με ρευστότητα την οικονομία.
Τραπεζικά στελέχη τονίζουν ότι η πρώτη προτεραιότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων θα είναι η αντιμετώπιση των «κόκκινων δανείων», ενώ τα νέα δάνεια θα συνεχίσουν να χορηγούνται με… σταγονόμετρο.
Στις δηλώσεις του (στην «Καθημερινή»), μετά την ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών ελέγχων, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αφιέρωσε περισσότερα λόγια στη διαχείριση κινδύνων και την αντιμετώπιση των προβληματικών δανείων, παρά στη χορήγηση νέας ρευστότητας σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
«Τα καλά αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων επ’ ουδενί δεν πρέπει να οδηγήσουν σε εφησυχασμό», τόνισε, «ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ποιότητα των χαρτοφυλακίων δανείων και την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Διότι αν δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η μεγάλη πρόκληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τότε αυτά θα συνεχίσουν να δημιουργούν κεφαλαιακές ανάγκες στο μέλλον».
Μετά τα τεστ, οι τράπεζες θα αφοσιωθούν πρωτίστως στη διαχείριση του «προβληματικού» ενεργητικού τους, που, όπως έδειξε και ο έλεγχος ποιότητας ενεργητικού από την ΕΚΤ, είναι ακόμη χειρότερο από όσο κατέγραφαν οι ίδιες οι τράπεζες στους ισολογισμούς τους.
Το 2015, λένε τραπεζικά στελέχη, θα είναι έτος αφιερωμένο στην προσπάθεια εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων, που επισπεύδεται και με πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, όπως είναι το νέο θεσμικό πλαίσιο για ρυθμίσεις «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων, ακόμη και με μερική διαγραφή έως 50%. Επιπλέον, η κυβέρνηση αναμένεται να ανοίξει το δρόμο και για την απελευθέρωση των πλειστηριασμών, με ελάχιστες εξαιρέσεις, φέρνοντας τις τράπεζες μπροστά σε δύσκολες επιλογές, σχετικά με τα ενυπόθηκα δάνεια.
Το σημαντικότερο, ενόψει αυτής της προσπάθειας, είναι ότι οι τραπεζίτες στην πραγματικότητα κινούνται σε πολύ θολό τοπίο, σχετικά με το βαθμό ανάκτησης προβληματικών δανείων και, συνεπώς, δυσκολεύονται να υπολογίσουν τα κεφάλαια που τελικά θα χαθούν από αυτή την πρωτοφανή, σε παγκόσμιο επίπεδο, κρίση μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ δύσκολο να κάνουν προβλέψεις για την εξέλιξη της κεφαλαιακής επάρκειας, που ήδη αναμένεται να επηρεασθεί καταλυτικά στην τρέχουσα χρήση από τα αποτελέσματα του ελέγχου ποιότητας ενεργητικού (AQR) από την ΕΚΤ, καθώς οι τράπεζες θα υποχρεωθούν να αναπροσαρμόσουν τα στοιχεία του ισολογισμού τους, ώστε να βρίσκονται κοντά στα ευρήματα του AQR. Σε αντίθετη περίπτωση, οι ισολογισμοί τους θα έχουν μειωμένη αξιοπιστία στο επενδυτικό κοινό.
Πέρα από το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι τράπεζες υποχρεώνονται να είναι εξαιρετικά φειδωλές σε νέες χορηγήσεις και από τρεις ακόμη παράγοντες:
1. Η κρίση έχει καταστήσει ιδιαίτερα συντηρητικές τις τράπεζες στη διαχείριση κινδύνων, πολύ περισσότερο όταν καλούνται να κινηθούν στις συνθήκες μιας οικονομίας που μόλις περνά στην ανάπτυξη, εμφανίζοντας αρνητικό πληθωρισμό.
2. Η ζήτηση δανείων, ακριβώς επειδή η οικονομία παραμένει σε κακή κατάσταση μετά από έξι χρόνια ύφεσης, παραμένει υποτονική, καθώς μάλιστα τα επιτόκια των ελληνικών τραπεζών, ιδιαίτερα στα επιχειρηματικά δάνεια, είναι πολύ υψηλότερα σε σχέση με το μέσο όρο της ευρωζώνης.
3. Οι τράπεζες, αν και θεωρητικά έχουν πλέον καλή κεφαλαιακή επάρκεια, δεν διαθέτουν ακόμη επαρκή ρευστότητα, αφού παραμένουν αποκλεισμένες από τη διατραπεζική αγορά, ενώ οι καταθέσεις αυξάνονται με πολύ αργούς ρυθμούς και το σύστημα υποστηρίζεται τεχνητά με τη ρευστότητα από την ΕΚΤ.
Με αυτά τα δεδομένα, τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι υγιείς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης δεν αναμένονται πριν από τα τέλη του 2015. Μέχρι τότε, δυστυχώς, η χρηματοδοτική ασφυξία θα συνεχισθεί.