Στις 14 Οκτωβρίου, και ενώ συγκεντρώθηκαν τα σύννεφα μίας ακόμη οικονομικής θύελλας πάνω από την Ευρώπη, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) συγκλήθηκε στο Λουξεμβούργο.
Κατά τους προσεχείς μήνες, το ΔΕΚ θα αξιολογήσει την απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου που λέει ότι είναι παράνομο το πρόγραμμα «οριστικών νομισματικών συναλλαγών» (OMT) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας –το πρόγραμμα που επιτρέπει στην ΕΚΤ να αγοράζει τα κρατικά ομόλογα των πιο αδύναμων χωρών της ευρωζώνης.
Η ανακοίνωση και μόνο του προγράμματος OMT –του πιο ισχυρού εργαλείου διαχείρισης κρίσεων της ευρωζώνης– καθησύχασε αμέσως τις πανικόβλητες αγορές το καλοκαίρι του 2012, δικαιολογώντας την περιγραφή του προγράμματος από τον πρόεδρο της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ως «το πιο επιτυχημένο μέτρο νομισματικής πολιτικής των τελευταίων χρόνων». Για αυτό τον λόγο, η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου νωρίτερα φέτος που θέλει το πρόγραμμα OMT να παραβιάζει τα όρια της εξουσίας της ΕΚΤ βάσει της Συνθήκης της Λισαβόνας, αντιμετωπίστηκε με κατάπληξη.
Το γερμανικό δικαστήριο έκανε ωστόσο μία παύση προκειμένου να ζητήσει τη γνώμη του «φιλικού προς την Ευρώπη» ΔΕΚ –του τελικού κριτή του ευρωπαϊκού δικαίου. Και, όταν υποχώρησε ο πανικός των χρηματοπιστωτικών αγορών του 2012, φαινόταν πιθανό ότι το πρόγραμμα OMT μπορεί να είχε εξυπηρετήσει τον σκοπό του, δίχως να χρειαστεί να χρησιμοποιηθεί ποτέ.
Στη συνέχεια, νωρίτερα αυτό τον μήνα, εν μέσω επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης, οι γερμανικοί οικονομικοί δείκτες υποχώρησαν, το ασφάλιστρο κινδύνου για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα εκτοξεύτηκε στα ύψη, και τα στατιστικά στοιχεία της ΕΚΤ έδειξαν ότι οι επενδυτές άρχισαν να αποχωρούν από την Ιταλία. Η Ευρώπη ενδέχεται να είναι αντιμέτωπη με μία ακόμη κρίσιμη στιγμή, και τα πιθανά σενάρια είναι όλα δυσοίωνα. Ξαφνικά, οι συνεδριάσεις του ΔΕΚ έχουν καταστεί πολύ πιο σημαντικές.
Φυσικά, αυτή η θύελλα μπορεί απλά να περάσει. Αλλά, το σίγουρο είναι ότι θα ακολουθήσουν άλλες. Η οικονομία της ευρωζώνης είναι αντιμέτωπη με μία προοπτική πιο ζοφερή από οποιαδήποτε στιγμή μετά την αρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008. Οι προοπτικές ανάπτυξης έχουν υποβαθμιστεί σε σταθερή βάση. Τα ποσοστά δημόσιου χρέους/ΑΕΠ έχουν αυξηθεί δραματικά παρά το γεγονός –ή εξαιτίας, όπως θα υποστήριζαν κάποιοι– της αδυσώπητης δημοσιονομικής λιτότητας. Η δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών δε λέει να μειωθεί και ο φαύλος κύκλος του αυξανόμενου χρέους και των πτωτικών τιμών της Ιταλίας υπαγορεύει τη μοίρα των υπόλοιπων προβληματικών οικονομιών της ευρωζώνης.
Επιπλέον, όλες οι εφικτές επιλογές πολιτικής για την αναζωογόνηση της ανάπτυξης –συμπεριλαμβανομένων ενός τολμηρού πακέτου φορολογικών κινήτρων που να καλύπτει όλη την ευρωζώνη (και όχι μόνο τη Γερμανία) και της διεθνώς συντονισμένης υποτίμησης του ευρώ– έχουν αποκλειστεί. Για να το θέσουμε πιο απλά, η ευρωζώνη είναι ευάλωτη, και δεν διαθέτει ένα αξιόπιστο δίχτυ ασφαλείας.
Το πρόγραμμα OMT θα μπορούσε να προσφέρει αυτό το δίχτυ ασφαλείας. Αλλά, η υπόθεση του γερμανικού δικαστηρίου εναντίον του προγράμματος είναι ισχυρή. Πράγματι, είναι βασισμένη στην απόφαση της ίδιας της ΕΚΤ σχετικά με την επικύρωση του ΕΜΣ (της υφιστάμενης προσπάθειας της ευρωζώνης για τη δημιουργία ενός τείχους προστασίας ενάντια στις οικονομικές κρίσεις).
Το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο και το ΔΕΚ συμφωνούν ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας απαγορεύει στην ΕΚΤ να αναλάβει δράση για να στηρίξει ένα κράτος που βρίσκεται στα πρόθυρα της πτώχευσης. Το ζήτημα αυτό είναι πολιτικό και δημοσιονομικό. Η βέλτιστη πρακτική της κεντρικής τράπεζας ακολουθεί την ίδια άποψη. Το επιχείρημα της ΕΚΤ ότι ο κύριος στόχος του προγράμματος OMT είναι να αποφευχθεί η διάλυση της ευρωζώνης δεν είναι αρκετά πειστικό για το γερμανικό δικαστήριο, διότι μόνο ένα σχεδόν αφερέγγυο κράτος θα διακινδύνευε τη διάλυση της ευρωζώνης.
Το ΔΕΚ μπορεί να ζητήσει από την ΕΚΤ να μετριάσει την υπόσχεση που έχει δώσει σχετικά με το πρόγραμμα OMT. Ακόμη και ο Jörg Asmussen, πρώην μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ, παραδέχθηκε στο γερμανικό δικαστήριο ότι η υπόσχεση για «απεριόριστες» αγορές έρχεται σε αντίθεση με τη συνθήκη και, κατά συνέπεια, θα πρέπει να περιοριστεί. Εξάλλου, αφότου ξεκινήσουν οι αγορές ομολόγων, το πιθανότερο είναι πως η αγορά θα δοκιμάσει την ΕΚΤ προκειμένου να μάθει μέχρι που ακριβώς είναι διατεθειμένη να φτάσει.
Το χειρότερο είναι ότι η ΕΚΤ έχει δώσει τη διφορούμενη υπόσχεση να μοιραστεί τις απώλειες με τους ιδιώτες πιστωτές, στην περίπτωση που ένα προβληματικό κράτος δεν αποπληρώσει τελικά τα χρέη του. Αν το ΔΕΚ αντιστρέψει αυτή τη διάταξη, τότε είναι σχεδόν απίθανο να επιβιώσει το πρόγραμμα OMT.
Αν, αντ’ αυτού, το ΔΕΚ εντοπίσει ένα νομικό επιχείρημα για να επικυρώσει το πρόγραμμα –και το γερμανικό δικαστήριο, το οποίο είναι ευαίσθητο στις τρέχουσες οικονομικές αβεβαιότητες, συναινέσει– τότε οι αμφιβολίες θα πρέπει να παραμεριστούν και να αντιμετωπιστούν αργότερα. Μία απώλεια από μέρους της ΕΚΤ σε επιχείρηση του προγράμματος OMT θα δημιουργούσε δημοσιονομική ευθύνη για τη Γερμανία (και για άλλους), η οποία θα είχε εκτεταμένες πολιτικές συνέπειες. (Τα πρόσφατα πρακτικά του ΔΣ της ΕΚΤ που διέρρευσαν, υπογραμμίζουν τις διαφορές μεταξύ των απόψεων του Ντράγκι και του προέδρου της Bundesbank, Jens Weidmann, προσθέτοντας τις λειτουργικές ανησυχίες σχετικά με το πρόγραμμα OMT.)
Το πρόβλημα είναι ότι καμία από αυτές τις συζητήσεις δεν αντιμετωπίζει το θεμελιώδες ελάττωμα στη δομή της ευρωζώνης: πρόκειται για μία ατελή νομισματική ένωση. Οι χώρες της ευρωζώνης παρέδωσαν τη νομισματική τους κυριαρχία, αλλά παραμένουν απρόθυμες να πληρώσουν η μία για τα (δημοσιονομικά) λάθη της άλλης.
Μη όντας πρόθυμες να αντιμετωπίσουν αυτό το ζήτημα, οι αρχές της ευρωζώνης καταναλώνονται με ασήμαντες μικροαλλαγές, όπως για παράδειγμα με τον βαθμό της «ευελιξίας» των δημοσιονομικών κανόνων και το αμφίβολο σχέδιο της ΕΚΤ να αγοράσει τίτλους ABS. Εντωμεταξύ, συνεχίζουν να βασίζονται στο μότο της Σκάρλετ Ο Χάρα: «Αύριο είναι μια άλλη μέρα».
Μια χρηματοοικονομική εγγύηση όπως το πρόγραμμα ΟΜΤ, θα μπορούσε να κάνει θαύματα για να αμβλύνει τους φόβους της αγοράς και να μετριάσει τις πιέσεις. Αλλά, αυτό μπορεί να το πετύχει μόνο αν είναι αξιόπιστο. Αν δεν είναι, τότε το πιθανότερο είναι ότι θα αποτύχει θεαματικά.
Προκειμένου να αποφύγουν μια τέτοια έκβαση, οι ηγέτες της Ευρώπης θα πρέπει να συμφωνήσουν να μοιραστούν, με πλήρη διαφάνεια, οποιεσδήποτε απώλειες δεχθεί η ΕΚΤ από τις επιχειρήσεις του προγράμματος OMT, δίνοντας έτσι στο πρόγραμμα OMT την πολιτική νομιμότητα που χρειάζεται για να χρησιμεύσει ως αποτελεσματικό δίχτυ ασφαλείας για την ευρωζώνη. Μία τέτοια συμφωνία, θα μπορούσε ωστόσο να οδηγήσει σε δημοψήφισμα στη Γερμανία. Στην περίπτωση αυτή, όλα τα ενδεχόμενα θα είναι και πάλι ανοικτά.
Όποια κι αν είναι τα ελαττώματά του, το πρόγραμμα OMT είναι το κοντινότερο πράγμα σε δίχτυ ασφαλείας στην ευρωζώνη. Οι αρχές έχουν ξελασπώσει την ευρωζώνη στο παρελθόν. Είναι άραγε πολύ αργά να το ξανακάνουν;