Η οικονομική στρατηγική των ηγετών της ευρωζώνης πρόκειται να δεχθεί νέες πιέσεις την Παρασκευή, με τα στοιχεία για το ΑΕΠ να αναμένονται να δείξουν ότι η περιοχή εξακολουθεί να μην μπορεί να αποτινάξει τον αντίκτυπο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν την Παρασκευή το πρωί αναμένεται να δείξουν ότι η οικονομία της ευρωζώνης αυξήθηκε κατά μόλις 0,1% μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου τριμήνου του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με δημοσκόπηση της -.
Μία ανάπτυξη τόσο πενιχρή θα άφηνε το ΑΕΠ της ευρωζώνης περίπου 2,5% χαμηλότερο από ό,τι πριν την κατάρρευση της Lehman Brothers, το φθινόπωρο του 2008. Εντωμεταξύ, η ανεργία στην ευρωζώνη παραμένει κολλημένη στο 11,5% και ο πληθωρισμός είναι τόσο χαμηλός που έχει φτάσει το 0,4%, πολύ πιο κάτω από τον στόχο της ΕΚΤ για μόλις κάτω από 2%.
Η κατάσταση έχει ανησυχήσει τους αξιωματούχους ολόκληρου του πλανήτη, οι οποίοι φοβούνται πως τα δεινά της περιοχής απειλούν την ανάκαμψη πέρα από τα στενά όρια της ευρωζώνης. Ο Mark Carney, διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, δήλωσε την Τετάρτη ότι το φάντασμα της στασιμότητας «στοιχειώνει τώρα την Ευρώπη».
Αν τα στοιχεία είναι τόσο άσχημα όσο φοβούνται πολλοί, τότε οι ομόλογοι του κ. Carney στην ΕΚΤ θα αντιμετωπίσουν πιέσεις προκειμένου να επεκτείνουν τις αγορές περιουσιακών στοιχείων τους σε εταιρικά και κρατικά ομόλογα.
Μία έρευνα της κεντρικής τράπεζας που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη, έδειξε ότι οι συνθήκες χρηματοδότησης παραμένουν σφιχτές, ιδίως για τις μικρότερες επιχειρήσεις της περιοχής, με το 13% να αναφέρει ως κύριο πρόβλημα την πρόσβαση στη χρηματοδότηση –το ίδιο ποσοστό με πέρυσι. Η ΕΚΤ ελπίζει πως το σχέδιο της για αγορές τίτλων ABS την επόμενη εβδομάδα, θα απαλύνει αυτές τις πιέσεις.
Αλλά, τα δεινά της ευρωζώνης θεωρούνται όλο και πιο έντονα και δύσκολα, που ακόμη και ένα πολιτικά αμφιλεγόμενο πρόγραμμα μαζικής αγοράς κρατικών ομολόγων θα αποτύγχανε να αναζωογονήσει την περιοχή.
Η στασιμότητα στον πυρήνα του μπλοκ έχει προκαλέσει εκκλήσεις προς τους πολιτικούς, ιδίως στο Βερολίνο, να χρησιμοποιήσουν το δημοσιονομικό τους χώρο και να δαπανήσουν περισσότερα. Εντωμεταξύ, το Παρίσι και η Ρώμη παραμένουν υπό επίθεση για τον αργό ρυθμό με τον οποίο έχουν επιδιώξει την οικονομική μεταρρύθμιση.
Ο Mohamed El-Erian, επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος στην Allianz, ο οποίος πιστεύει ότι οι χώρες του πυρήνα όπως η Γερμανία είχαν γίνει υπερβολικά εξαρτημένες από την ταχεία ανάπτυξη που καθοδηγούταν από την χρηματοδότηση στην περιφέρεια κατά την περίοδο πριν από την κρίση, δήλωσε: «Χρειαζόμαστε [κυβερνήσεις] να επενδύσουν στους κινητήριους μοχλούς της αύξησης της παραγωγικότητας: στην επανεκκίνηση της εργασίας, την [ενίσχυση] των υποδομών και την [ψήφιση] εταιρικών φορολογικών μεταρρυθμίσεων.
«Οι άνθρωποι βασίζονται σε αυτό που προσωπικά αποκαλώ ‘άμωμο ανάπτυξη’, μία ανάπτυξη που απλά θα εμφανιστεί από το πουθενά», πρόσθεσε.
Η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, η Γερμανία, δείχνει πως θα αυξηθεί κατά 0,1% μετά από συρρίκνωση 0,2% κατά το τελευταίο τρίμηνο. Η οικονομία της Γαλλίας, προβλέπεται να αυξηθεί κατά περίπου το ίδιο ποσοστό, ενώ προβλέπεται μικρή συρρίκνωση στην Ιταλία, αφήνοντας την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης στην τρίτη συνεχόμενη ύφεσή της από την αρχή της κρίσης.
Τα στοιχεία και για τις τρεις χώρες, καμία εκ των οποίων δεν παρουσίασε ανάπτυξη το προηγούμενο τρίμηνο, ανακοινώνονται επίσημα την Παρασκευή λίγες ώρες πριν από τα δεδομένα της ευρωζώνης.
Το Βερολίνο γνωρίζει καλά ότι η οικονομία του παραπαίει, με το υπουργείο Οικονομίας να δηλώνει σε μία μηνιαία έκθεσή του την Τετάρτη ότι αναμένει από τα στοιχεία της Παρασκευής να δείξουν ότι το ΑΕΠ «σταθεροποιήθηκε» κατά το τρίτο τρίμηνο.
Το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της κυβέρνησης μείωσε επίσης τις προβλέψεις ανάπτυξης του 2014 από 1,9% σε 1,2% και προέβλεψε μία μικρή αύξηση 1% για το επόμενο έτος.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις για αλλαγές στη δημοσιονομική πολιτική, πέρα από τη μέτρια αύξηση των επενδύσεων στις υποδομές, που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, υπουργός Οικονομικών, ξεκαθάρισε ότι το Βερολίνο θα χρηματοδοτήσει το πρόγραμμα €10 δισ. χωρίς να σπάσει την υπόσχεσή του για μηδενικό έλλειμμα του προϋπολογισμού για το 2015. Η επιπλέον χρηματοδότηση –που προέρχεται από τα μεγαλύτερα από το αναμενόμενο φορολογικά έσοδα– θα εξαπλωθεί μεταξύ 2016-2018, αντιστοιχώντας σε μόλις 0,1% του ΑΕΠ ανά έτος.
Η Κριστίν Λαγκάρντ, διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, προχώρησε σε μία συγκαλυμμένη επίθεση ενάντια του σχεδίου την περασμένη εβδομάδα, λέγοντας ότι είναι «ελάχιστο σε σχέση με αυτό που χρειάζεται».
Ο Mujtaba Rahman, διευθυντής της εταιρείας συμβούλων Eurasia Group, δήλωσε ότι οι ανησυχίες σχετικά με την επιβραδυνόμενη ανάπτυξη θα αποτύχουν να πείσουν το Βερολίνο, ακόμη και αν τα στοιχεία του ΑΕΠ της Παρασκευής είναι χειρότερα από το αναμενόμενο. «Δεν υπάρχουν πολλά πολιτικά περιθώρια για να κάνει περισσότερα η Γερμανία. Το ευρύτερο εκλογικό σώμα εκτιμά τη δέσμευση σε έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό».
Το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων δήλωσε την Τετάρτη ότι υπάρχουν «ισχυρά επιχειρήματα» ενάντια στην χρήση οποιωνδήποτε διαθέσιμων πόρων διότι «η αξιοπιστία των δημοσιονομικών κανόνων της ευρωζώνης δεν είναι ακόμη ασφαλής».
Ο Peter Bofinger, ένας κεϋνσιανός οικονομολόγος, ήταν ο μοναδικός εκ των πέντε εμπειρογνωμόνων που διαφώνησε.
«Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα δεν είναι περισσότερη αγορά, αλλά περισσότερο κράτος», δήλωσε.
«Οι [Γερμανοί] πολιτικοί δεν βλέπουν ότι είμαστε μέρος μίας μεγαλύτερης οντότητας –της ευρωζώνης– η οποία δεν θα επιβιώσει αν δεν συμβάλλουμε στην επιβίωσή της», πρόσθεσε ο ίδιος.
Ο Lars Feld, ένα συντηρητικό μέλος της επιτροπής, αντέτεινε το εξής: «Βρισκόμαστε σε καλή θέση, συνεπώς δεν χρειαζόμαστε μεγάλα κίνητρα».