Η πρόσφατη απόφαση της Τράπεζας της Ιαπωνίας να αυξήσει την έκταση της ποσοτικής της χαλάρωσης είναι δείγμα πως ένας νέος κύκλος νομισματικών πολέμων είναι επικείμενος.
Η προσπάθεια της Τράπεζας της Ιαπωνίας να αποδυναμώσει το γεν είναι μια προσέγγιση «ζητιανοποίησης του γείτονα» η οποία προκαλεί αντιδράσεις σε όλη την Ασία και τον κόσμο.
Οι κεντρικές τράπεζες σε Κίνα, Νότιο Κορέα, Ταϊβάν, Σιγκαπούρη και Ταϋλάνδη, φοβούμενες ότι θα χάσουν την ανταγωνιστικότητά τους σε σχέση με την Ιαπωνία, χαλαρώνουν κι εκείνες τις νομισματικές τους πολιτικές – ή θα το κάνουν περισσότερο σύντομα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι κεντρικές τράπεζες της Ελβετίας, της Σουηδίας, της Νορβηγίας, και κάποιων χωρών της Κεντρικής Ευρώπης είναι πιθανό να υιοθετήσουν την τακτική της ποσοτικής χαλάρωσης ή να χρησιμοποιήσουν άλλες αντισυμβατικές πολιτικές για να αποτρέψουν ανατίμηση των νομισμάτων τους.
Όλα αυτά θα οδηγήσουν στην ενίσχυση του αμερικανικού δολαρίου, καθώς η ανάπτυξη στις ΗΠΑ «παίρνει τα πάνω της» και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα έχει δώσει ένδειξη ότι θα ξεκινήσει να αυξάνει τα επιτόκια από τον επόμενο χρόνο. Ωστόσο, εάν η παγκόσμια ανάπτυξη παραμείνει αδύναμη και το δολάριο γίνει ισχυρό, ακόμη και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα μπορεί να αποφασίσει να αναβάλει την αύξηση των επιτοκίων και να την κάνει πιο σταδιακή, για να αποφύγει υπερβολική υπερτίμηση του δολαρίου. Τα αίτια πίσω από την υπάρχουσα νομισματική αναστάτωση είναι ξεκάθαρα: σε ένα περιβάλλον ιδιωτικής και δημόσιας απομόχλευσης μεγάλων χρεών, η νομισματική πολιτική έχει γίνει το μοναδικό διαθέσιμο εργαλείο για να ωθηθεί η ζήτηση και η ανάπτυξη. Η δημοσιονομική αυστηρότητα έχει επιδεινώσει τα αποτελέσματα της απομόχλευσης, δημιουργώντας άμεση και έμμεση επιβράδυνση στην ανάπτυξη. Τα χαμηλότερα δημόσια έξοδα μειώνουν τη συνολική ζήτηση, ενώ οι μειωμένες μεταφορές και οι υψηλότεροι φόροι περιορίζουν τα διαθέσιμα έσοδα και συνεπώς την ιδιωτική κατανάλωση.
Στην ευρωζώνη, μια ξαφνική παύση στη ροή κεφαλαίων προς την περιφέρεια και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που έχουν επιβληθεί, με τη στήριξη της Γερμανίας, από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την ΕΚΤ, έχουν αποτελέσει σημαντικό εμπόδιο για την ανάπτυξη. Στην Ιαπωνία, μια εξαιρετικά εμπροσθοβαρής αύξηση του φόρου κατανάλωσης, «σκότωσε» την ανάκαμψη που επιτεύχθηκε την προηγούμενη χρονιά. Στις ΗΠΑ, ένας περιορισμός προϋπολογισμού και άλλες πολιτικές φορολογίας και εξόδων οδήγησαν έντονη προσαρμογή των φορολογικών συντελεστών κατά την περίοδο 2012-2014. Και στο Ηνωμένο Βασίλειο, η αυτό-επιβεβλημένη δημοσιονομική εξυγίανση αποδυνάμωσε την ανάπτυξη μέχρι φέτος.
Παγκοσμίως, η ασύμμετρη προσαρμογή οικονομιών πιστωτών και δανειζομένων έχει επιδεινώσει αυτήν την υφεσιακή και αποπληθωριστική σπείρα. Χώρες οι οποίες ξοδεύουν υπερβολικά και αποταμιεύουν πολύ λίγα και έχουν ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών έχουν αναγκαστεί από τις αγορές να αποταμιεύουν περισσότερο και να ξοδεύουν λιγότερο. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα ελλείμματά τους μειώνονται. Ωστόσο οι χώρες που αποταμίευαν πάρα πολύ και ξόδευαν πολύ λίγο δεν έχουν σταματήσει να το κάνουν, τα πλεονάσματα των τρεχουσών συναλλαγών τους έχουν αυξηθεί, επιβαρύνοντας την αδυναμία της διεθνούς ζήτησης και συνεπώς υποτιμώντας την ανάπτυξη.
Καθώς η δημοσιονομική αυστηρότητα και η ασύμμετρη προσαρμογή έχουν δείξει τις συνέπειες τους στην οικονομική απόδοση, η νομισματική πολιτική έφερε το βάρος της υποστήριξης της αποδυναμωμένης ανάπτυξης μέσω πιο αδύναμων νομισμάτων και υψηλότερες καθαρές εξαγωγές. Όμως οι προκύπτοντες νομισματικοί πόλεμοι είναι εν μέρει ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος: εάν ένα νόμισμα είναι πιο αδύναμο, ένα άλλο θα πρέπει να είναι πιο ισχυρό, και εάν το εμπορικό μιας χώρας βελτιωθεί, μιας άλλης θα πρέπει να επιδεινωθεί.
Φυσικά, η νομισματική χαλάρωση δεν είναι καθαρά θέμα μηδενικού αθροίσματος. Η χαλάρωση μπορεί να ωθήσει την ανάπτυξη αυξάνοντας τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων (μετοχές και ακίνητη περιουσία), μειώνοντας το κόστος ιδιωτικού και δημόσιου δανεισμού, και περιορίζοντας τον κίνδυνο πρώτης σε πραγματικό και αναμενόμενο πληθωρισμό. Δεδομένης της προσαρμογής των φορολογικών συντελεστών και της ιδιωτικής απομόχλευσης, η απουσία επαρκούς νομισματικής χαλάρωσης κατά τα πρόσφατα χρόνια θα είχε οδηγήσει σε διπλή και τριπλή ύφεση (όπως έγινε για παράδειγμα στην ευρωζώνη).
Αλλά ο γενικός συνδυασμός πολιτικών δεν έχει υπάρξει ο καλύτερος δυνατός, με υπερβολική εμπροσθοβαρή δημοσιονομική εξυγίανση και πολλή αντισυμβατική νομισματική πολιτική (η οποία έχει χάσει την αποτελεσματικότητά της με την πάροδο του χρόνου). Μια καλύτερη προσέγγιση για τις προηγμένες οικονομίες θα συμπεριλάμβανε λιγότερη δημοσιονομική εξυγίανση μεσοπρόθεσμα και περισσότερες επενδύσεις σε παραγωγικές υποδομές, σε συνδυασμό με πιο αξιόπιστες δεσμεύσεις για βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές προσαρμογές και λιγότερο επιθετική νομισματική χαλάρωση.
Μπορείς να οδηγήσεις ένα άλογο στο νερό, αλλά δεν μπορείς να το αναγκάσεις να πιει. Σε έναν κόσμο όπου η αδύναμη συνολική ζήτηση και η αντισυμβατική νομισματική πολιτική καταντάει τράβηγμα του σκοινιού, η υπόθεση της πιο αργής δημοσιονομικής εξυγίανσης και της επένδυσης σε παραγωγική δημόσια υποδομή είναι ακαταμάχητη.
Αυτού του είδους τα έξοδα προσφέρουν επιστροφές που είναι σίγουρα υψηλότερες από τα χαμηλά επιτόκια που αντιμετωπίζουν σήμερα οι πιο αναπτυγμένες οικονομίες, και οι ανάγκες για υποδομές είναι τεράστιες τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες (με εξαίρεση την Κίνα, η οποία έχει κάνει πάρα πολλές επενδύσεις σε υποδομές). Επιπροσθέτως, η δημόσια επένδυση δουλεύει τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και της προσφοράς. Όχι μόνο αυξάνει άμεσα τη συνολική ζήτηση, αλλά και διευρύνει την πιθανή παραγωγή αυξάνοντας το απόθεμα του κεφαλαίου για την ώθηση της παραγωγικότητας.
Δυστυχώς, η πολιτική οικονομία της αυστηρότητας έχει οδηγήσει σε όχι τόσο καλά αποτελέσματα. Σε μια δημοσιονομική κρίση, τα πρώτα έξοδα που κόβονται αφορούν τις παραγωγικές δημόσιες επενδύσεις, καθώς οι κυβερνήσεις προτιμούν να προστατέψουν τα υπάρχοντα έξοδα προς τους εργαζόμενους του δημοσίου τομέα και μεταβιβάζουν τις πληρωμές στον ιδιωτικό τομέα. Σαν αποτέλεσμα, η παγκόσμια ανάκαμψη παραμένει αναιμική στις αναπτυγμένες οικονομίες (με μερική εξαίρεση των ΗΠΑ και τη Ηνωμένου Βασιλείου) και τώρα πλέον και στις σημαντικότερες αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπου η ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί τα τελευταία χρόνια.
Οι σωστές πολιτικές – λιγότερη δημοσιονομική αυστηρότητα μεσοπρόθεσμα, περισσότερες δημόσιες επενδύσεις και λιγότερη στήριξη στη νομισματική χαλάρωση – είναι οι αντίθετες από αυτές που έχουν ακολουθηθεί από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν που η παγκόσμια ανάπτυξη εξακολουθεί να απογοητεύει. Υπό μία έννοια, είμαστε όλοι Ιάπωνες τώρα.