Στο μάτι του κυκλώνα έχουν εισέλθει τα κλασικού τύπου προγράμματα ζωής (συνταξιοδοτικά, παιδικά, επενδυτικά), τα οποία παρέχουν ελάχιστες εγγυημένες αποδόσεις, αφού μπορεί μέχρι αυτή την ώρα να είχαν αποτελέσματα για το σύνολο των πελατών, ωστόσο οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν υποστεί τεράστιο πλήγμα σε μια περίοδο πρωτόγνωρα χαμηλών επιτοκίων.
Όπως επισημαίνουν οι παράγοντες του κλάδου, το ύψος των εγγυημένων επιτοκίων δεν θα σημειώσει άνοδο, ενώ παράλληλα ουσιαστικό ρόλο θα διαδραματίσει και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των stress tests που έγιναν σε ασφαλιστικές εταιρείες από ολόκληρη την Ευρώπη όπως και στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβούντες συνιστούν στους πελάτες τους να αγοράσουν άμεσα ανάλογα συμβόλαια, καθώς μετέπειτα οι όροι θα είναι πιο δύσκολοι.
Οι εκτιμήσεις των στελεχών της αγοράς όσον αφορά τα τεστ αντοχής των τραπεζών, διίστανται. Το σίγουρο είναι πως οι επιδόσεις των ελληνικών εταιρειών θεωρήθηκαν άθλος, έπειτα από το κούρεμα των κρατικών ομολόγων το 2012 και μετά τη γενικότερη ύφεση που έπληξε την οικονομία από το 2008 και μετά.
Παρά το γεγονός πως οι ελληνικές εταιρείες δεν βρέθηκαν σε γενικές γραμμές υψηλά στην κατάταξη, το σημαντικό είναι πως κατ’ αρχάς σε ευρωπαϊκό επίπεδο θεωρήθηκε ότι “τα αποτελέσματα καταδεικνύουν σαφώς την ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού ασφαλιστικού κλάδου εν όψει του Solvency II”. Συν τοις άλλοις, τα δεδομένα για τις ελληνικές εταιρείες έχουν αλλάξει προς το καλύτερο από την ημερομηνία αναφοράς των stress tests μέχρι σήμερα, εξαιτίας της ενδιάμεσης κερδοφορίας και κάποιων αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου που μεσολάβησαν. Τέλος, στελέχη του χώρου εκφράζουν την αισιοδοξία τους καθώς δεν υπάρχουν ανάγκες κεφαλαιακής αναπλήρωσης για τις ελληνικές εταιρείες του κλάδου.
Όπως δηλώνει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθήνας, κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, είναι ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών stress tests, καθώς αποδεικνύεται πως το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εταιρειών ανταποκρίθηκε πολύ θετικά, πράγμα ευχάριστο καθώς όλοι επιθυμούμε μια εύρωστη αγορά με ισχυρούς ασφαλιστικούς Ομίλους.
Παρ’ όλα αυτά, πολλοί παράγοντες της αγοράς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου τόσο για τις ευρωπαϊκές όσο και για τις ελληνικές εταιρείες, υποστηρίζοντας πως ο κίνδυνος μπορεί να προκαλέσει ένα παρατεταμένο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, μέσα από την εγγραφή μεγάλων ζημιών στα κλασικού τύπου συμβόλαια του κλάδου ζωής.
“Το σημαντικότερο πρόβλημα δεν είναι ο κλάδος αυτοκινήτου όπως συνέβαινε πριν από κάποια χρόνια”, αναφέρει στέλεχος της ελληνικής αγοράς, συμπληρώνοντας: “Οι δώδεκα επιχειρήσεις που συμμετείχαν στο ελληνικό δείγμα συγκαταλέγονται στις πλέον αξιόπιστες της αγοράς, καθώς περιλαμβάνουν θυγατρικές ξένων πολυεθνικών και ελληνικών τραπεζών, αλλά και γενικότερα ισχυρές επιχειρήσεις. Εκτιμώ ότι επιβαρύνονται όσες εταιρείες έχουν μεγαλύτερη έκθεση στα ζωικά προϊόντα και ειδικότερα σε μακροχρόνια συμβόλαια που εγγυώνται ελάχιστες ετήσιες αποδόσεις από 2,5% έως και 4,5%, όταν σήμερα οι αποδόσεις των δεκαετών κρατικών ομολόγων των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών κυμαίνονται γύρω ή και κάτω από το 1%”.
Τυχαίο εξάλλου δεν μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός πως κάποιες εταιρείες (κυρίως θυγατρικές πολυεθνικών) έχουν ψαλιδίσει σε επίπεδα που ενίοτε υπολείπονται ακόμη και του 1% τις ελάχιστες εγγυημένες αποδόσεις τους στα νέα συμβόλαια και εμμένουν σ’ αυτήν την πολιτική τους, ακόμη και αν κάποιοι από τους πελάτες τους αποτείνονται στον ανταγωνισμό.
Αυτό που σε γενικές γραμμές έχει γίνει αντιληπτό είναι πως εν όψει της υιοθέτησης του Solvency II από την 1η Ιανουαρίου του 2016, αλλά και με δεδομένο ότι τα τραπεζικά επιτόκια των δεσμευμένων καταθέσεων στην Ελλάδα έχουν υποχωρήσει γύρω στο 1% με 1,5% για μεσαία ποσά, σύντομα ολοένα και περισσότερες ασφαλιστικές εταιρείες θα αρχίσουν να ρίχνουν και αυτές την… ταρίφα προς τα κάτω.
Το ερώτημα είναι το κατά πόσον τα συμβόλαια της συγκεκριμένης κατηγορίας θα εξακολουθήσουν να είναι ελκυστικά στους πελάτες. Ωστόσο κύκλοι της αγοράς υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο και πως οι πελάτες θα συνηθίσουν στις χαμηλότερες εγγυημένες αποδόσεις, στο βαθμό που θα βλέπουν και τα επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων να κινούνται προς τα κάτω.