Σκηνικό χρηματοδοτικού… στραγγαλισμού της χώρας, λίγες ημέρες πριν τις εκλογές, στήνουν ναυτιλιακές εταιρείες και πολυεθνικές, που αποσύρουν καταθέσεις, αλλά και οι ξένες τράπεζες, που αρνούνται να ανανεώσουν συμφωνίες χορήγησης ρευστότητας σε ελληνικές.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες υποχρεώθηκαν να προσφύγουν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στην Τράπεζα της Ελλάδος, για ένα πρόσθετο «μαξιλάρι» ρευστότητας της τάξεως των 9,5 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με πληροφορίες που μετέδωσαν οι “FinancialTimes” και οι οποίες συνάδουν απόλυτα με τις εκτιμήσεις τραπεζικών κύκλων, τον Ιανουάριο καταγράφονται σημαντικές εκροές καταθέσεων ναυτιλιακών εταιρειών και πολυεθνικών ομίλων, με αποτέλεσμα να επιταχύνονται οι ρυθμοί απώλειας ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, σε σχέση με τον Ιανουάριο.
Είναι ενδιαφέρον ότι οι μικροί και μεσαίοι Έλληνες καταθέτες έχουν παραμείνει ψύχραιμοι, παρά τον καταιγισμό δηλώσεων και σεναρίων για επικείμενη χρεοκοπία της χώρας και έξοδο από το ευρώ, που υποδαυλίζονται από τη Νέα Δημοκρατία, στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας. Οι μετακινήσεις κεφαλαίων γίνονται από τους κατ’ εξοχήν «κινητικούς» επιχειρηματικούς παίκτες, εφοπλιστές και πολυεθνικές, και, όπως λέγεται στους τραπεζικούς κύκλους, αποτελούν μια μορφή άμυνας, ενόψει πιθανής εκλογής μιας «ανεπιθύμητης» κυβέρνησης.
Σύμφωνα με πληροφορίες που μετέδωσε το “-”, επικαλούμενο μη κατονομαζόμενο κυβερνητικό αξιωματούχο, ενώ τον Δεκέμβριο οι εκροές καταθέσεων έφθασαν τα 3 δισ. ευρώ, στο τέλος του πρώτου δεκαπενθημέρου του Ιανουαρίου είχαν ξεπεράσει τα 7 δισ. ευρώ. Δηλαδή, σε μισό μήνα καταγράφονται εκροές αρκετά υψηλότερες από αυτές που σημειώθηκαν όλο τον Δεκέμβριο.
Η χρηματοδοτική ασφυξία επιτείνεται από δύο ακόμη σημαντικούς παράγοντες, αναφέρουν τραπεζικά στελέχη: οι ξένοι επενδυτές αποσύρθηκαν από τις δημοπρασίες εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, που καλύπτονται κατ’ αποκλειστικότητα από τις ελληνικές τράπεζες, ενώ οι ξένες τράπεζες, που είχαν δανείσει με reposελληνικές, αρνήθηκαν να τα ανανεώσουν, επικαλούμενες τους αυξημένους κινδύνους των ελληνικών κρατικών τίτλων.
Οι εξελίξεις αυτές οδηγούν τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας σε προληπτικά μέτρα τόνωσης της διαθέσιμης ρευστότητάς τους.
Η Alpha και η Eurobank έχουν εξαντλήσει τα ενέχυρα που μπορεί να κάνει δεκτά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να τους προσφέρει ρευστότητα και υπέβαλαν αίτηση για πιστωτική γραμμή συνολικού ύψους 5 δισ. ευρώ από το μηχανισμό έκτακτης παροχής ρευστότητας της Τράπεζας της Ελλάδος (Emergency Liquidity Assistance – ELA).
Το δανεισμό μέσω του ELA θα πρέπει να εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, αλλά η διαδικασία αυτή θεωρείται τυπική, εφόσον οι τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες και η Ελλάδα παραμένει στο πρόγραμμα του μνημονίου μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου. Η απόφαση απαγόρευσης χρήσης του εθνικού μηχανισμού χρηματοδότησης, που αποτελεί πολύ σοβαρή απόφαση, επειδή ισοδυναμεί με εξώθηση μιας χώρας εκτός ευρωζώνης, απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία 2/3 στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ.
Σημειώνεται ότι πρακτικά η χορήγηση ρευστότητας από την ΤτΕ δεν έχει κάποια σοβαρή διαφορά από τη χορήγηση απευθείας από την ΕΚΤ, πλην του ότι ο δανεισμός είναι ακριβότερος (1,55% έναντι 0,05%). Όταν χορηγείται ρευστότητα μέσω του ELA το βάρος του πιστωτικού κινδύνου πέφτει στην εθνική κεντρική τράπεζα, δηλαδή στην Τράπεζα της Ελλάδος, και όχι στην ΕΚΤ.
Η Εθνική και η Τράπεζα Πειραιώς ζητούν, επίσης, πρόσθετη ρευστότητα, αλλά απευθύνουν το σχετικό αίτημα στην ΕΚΤ και όχι στην Τράπεζα της Ελλάδος. Οι δύο αυτές τράπεζες έχουν ακόμη στα χαρτοφυλάκιά τους ομόλογα του Δημοσίου, που είχαν δοθεί επί ημερών Γ. Αλογοσκούφη ως ενίσχυση ρευστότητας, τα οποία δεν έχουν δεσμεύσει στην ΕΚΤ για να δανειστούν και θα το κάνουν τώρα, για να αντιμετωπίσουν τις έκτακτες ανάγκες της περιόδου ως τον Μάρτιο, οπότε και θα πάψουν αυτοί οι τίτλοι, σύμφωνα με παλαιότερη απόφαση της ΕΚΤ, να γίνονται δεκτοί ως ενέχυρα.
Συνολικά, Εθνική και Τράπεζα Πειραιώς μπορούν να αντλήσουν έως και 4,5 δισ. ευρώ με αυτό τον τρόπο, δηλαδή το πρόσθετο χρηματοδοτικό «μαξιλάρι» των τεσσάρων συστημικών τραπεζών για τη δύσκολη συγκυρία μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου μπορεί να φθάσει τα 9,5 δισ. ευρώ, ποσό που θεωρείται από τραπεζικούς παράγοντες ως επαρκές, εάν δεν υπάρξει κάποια απρόβλεπτη επιτάχυνση της εκροής καταθέσεων.