Η δημοκρατία έχει να κάνει με πραγματικές επιλογές. Ωστόσο, καθ’ όλη την κρίση της χώρας του, ο ελληνικός λαός τις έχει στερηθεί. Για αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαίτερο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, φέρουν μεγάλη ευθύνη.
Στην Ελλάδα προσφέρθηκαν δύο σκληρές επιλογές: να αφήσει την ευρωζώνη χωρίς χρηματοδότηση, ή να παραμείνει και να λάβει βοήθεια με κόστος ακόμη περισσότερη λιτότητα. Θα έπρεπε, ωστόσο, να έχει δοθεί μία τρίτη επιλογή στην Ελλάδα: να αφήσει το ευρώ, αλλά με γενναιόδωρη χρηματοδότηση.
Αυτή η επιλογή θα έπρεπε να τεθεί στο τραπέζι, αναγνωρίζοντας πως η Ελλάδα έχει ευρύτερους πολιτικούς λόγους για να παραμείνει εντός της ευρωζώνης. Παρ’ ότι η έξοδος από τη νομισματική ένωση θα είχε αποφέρει αρκετά κέρδη, το Grexit θα επέφερε επίσης και μεγάλο κόστος.
Τα πλεονεκτήματα θα συμπεριλάμβαναν μια ογκώδη υποτίμηση, η οποία θα επανέφερε κάποιον από τον δυναμισμό μιας οικονομίας που αναπτυσσόταν κάποτε με γοργούς ρυθμούς. Όμως το κόστος ήταν τρομακτικό. Η κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να χρεοκοπήσει, οι τράπεζες θα καταστρέφονταν και κι οι δύο θα πάλευαν για χρόνια για να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών. Ως αποτέλεσμα, τα επιτόκια θα παρέμεναν υψηλά για πολύ καιρό, παρεμποδίζοντας της προσπάθειες της επαναφοράς της ανάπτυξης. Υπάρχει κανείς που αναρωτιέται γιατί η ελληνική κυβέρνηση έκανε πίσω από αυτόν τον εφιάλτη και διάλεξε την «ασφαλή» επιλογή της λιτότητας;
Αυτή η επιλογή, ωστόσο, μπορεί να μην είναι καθόλου ασφαλής. Στην πραγματικότητα, είναι αυτή η, όπως το είπε ο T.S. Eliot, «φοβερή τόλμη σε μια στιγμή παράδοσης» και εξαιτίας αυτής η Ελλάδα θα πρέπει να παλέψει με τη λιτότητα, ελπίζοντας σε μια «εσωτερική υποτίμηση» σε κάποιο μακρινό μέλλον – δηλαδή, αποπληθωρισμό μισθών και τιμών – που θα βοηθήσει στην αναζωπύρωση της ανάκαμψης.
Μόνον το ΔΝΤ θα μπορούσε να είχε προτείνει την τρίτη επιλογή μιας τακτικής εξόδου. Θα έπρεπε να ειπωθεί στην Ελλάδα πως θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τα πλεονεκτήματα της υποτίμησης, ενώ η διεθνής κοινότητα θα ενεργούσε για να ελαχιστοποιήσει τα επακόλουθα κόστη. Οι επακριβείς όροι του Grexit – συμφωνημένοι από την τρόικα (το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Κομισιόν και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) και τις ελληνικές αρχές – σίγουρα θα συμπεριλάμβαναν μία διαπραγματευμένη μείωση στα χρέη της Ελλάδας, καθώς και μία στρατηγική ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος με σκοπό την ελαχιστοποίηση της αβεβαιότητας, της δυστυχίας και της αποδιοργάνωσης.
Ακόμη και έτσι, τα κόστη θα ήταν ογκώδη, με αποτέλεσμα το ΔΝΤ να χρειαστεί να προσφέρει γενναιόδωρη χρηματοδότηση, καλύπτοντας τις ανάγκες σε εισαγωγές της χώρας για, ας πούμε, δύο χρόνια, ενώ θα παρέχει τη ρευστότητα που χρειάζεται για τη μεταβίβαση σε ένα νέο νόμισμα. Φυσικά, αυτό θα είχε αυξήσει την ήδη μεγάλη έκθεση του ΔΝΤ στην Ελλάδα, αλλά θα ήταν και μία αξιόλογη συναλλαγή, καθώς θα εξυπηρετούσε μια στρατηγική που θα είχε πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας.
Υπάρχει, ωστόσο, οποιαδήποτε στρατηγική που θα μπορούσε να πετύχει στην επαναφορά της ελληνικής οικονομίας; Άλλωστε, σε κάθε σενάριο, η Ελλάδα θα πρέπει να παρουσιάσει πρωτογενές πλεόνασμα και να προβεί σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να μεταμορφώσει την οικονομία της. Και πολλοί επιμένουν πως αυτό δε θα συμβεί, επειδή η Ελλάδα απλά αρνείται να αλλάξει.
Ωστόσο, αυτές οι αξιολογήσεις παραβλέπουν τα στοιχεία των τελευταίων ετών, κατά τα οποία διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν προχωρήσει σε αρκετά ριζοσπαστικά μέτρα για να ενισχύσουν τη δημοσιονομική θέση της Ελλάδας και να περιορίσουν τα δημόσια έξοδα. Επιπλέον, οι σκεπτικιστές παραβλέπουν το γεγονός πως τα κίνητρα για την πραγματοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι εν μέρει ενδογενή. Άλλωστε, χωρίς υποτίμηση και προοπτική ελάφρυνσης χρέους, οι μεταρρυθμίσεις σημαίνουν απλά περισσότερη βραχυπρόθεσμη δυστυχία, και όχι λιγότερη.
Ο λόγος που το υποβοηθούμενο Grexit δεν προτάθηκε ποτέ μοιάζει προφανής: οι ευρωπαίοι πιστωτές της Ελλάδας ήταν κάθετα εναντίον της ιδέας. Δεν είναι όμως ξεκάθαρο πως το ΔΝΤ θα έπρεπε να ασκήσει μεγάλη πίεση για αυτά τα ζητήματα.
Πίσω στο 2010, οι χώρες-πιστωτές ανησυχούσαν για τη μετάδοση στην υπόλοιπη ευρωζώνη. Εάν το Grexit είχε επιτύχει, ολόκληρη η νομισματική ένωση θα βρισκόταν υπό απειλή, καθώς οι επενδυτές θα αναρωτιόνταν εάν κάποια από τις βαθιά χρεωμένες χώρες της ευρωζώνης θα ακολουθούσαν το παράδειγμα της Ελλάδας.
Όμως αυτός ο κίνδυνος είναι στην πραγματικότητα ένα ακόμη επιχείρημα υπέρ της παροχής της επιλογής της εξόδου στην Ελλάδα. Υπάρχει κάτι βαθιά αποκρουστικό στο να κρατάς χώρες μαζί όταν η αποχώρηση είναι πιο επωφελής.
Πιο πρόσφατα, οι χώρες-πιστωτές ανησυχούσαν για το οικονομικό κόστος για τις κυβερνήσεις των μελών που έχουν δανείσει στην Ελλάδα. Ωστόσο, η Λατινική Αμερική απέδειξε τη δεκαετία του 1980 πως οι χώρες-πιστωτές έχουν καλύτερες πιθανότητες να πάρουν πίσω τα χρήματά τους (σε όρους αναμενόμενης αξίας) όταν οι χώρες-οφειλέτες έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν.
Εν συντομία, το ΔΝΤ δε θα έπρεπε να επιτρέψει στις ανησυχίες της Ευρώπης, για τη μετάδοση και την αποπληρωμή των χρεών, να παίξουν αποφασιστικό ρόλο κατά τη λήψη των αποφάσεών του. Αντ’ αυτού, θα έπρεπε να έχει πιέσει δημόσια για την τρίτη επιλογή, κάτι που θα αποτελούσε σημείο καμπής, καθώς θα έδειχνε πως το ΔΝΤ δε θα ακολουθήσει τα ισχυρά μέλη του στην εφαρμογή κακών πολιτικών. Πράγματι, θα έδινε την ευκαιρία στο Ταμείο να εξιλεωθεί για τη συμμετοχή του στην, επιβεβλημένη από τους πιστωτές και συνυφασμένη με τη λιτότητα, δυστυχία στην οποία υποβλήθηκαν οι έλληνες τα τελευταία πέντε χρόνια.
Πάνω απ’ όλα, θα είχε δώσει τη δυνατότητα στο ΔΝΤ να σταματήσει να αποτελεί εργαλείο των ισχυρών δυνάμεων – των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης. Και από ασιατική σκοπιά, αψηφώντας τους ευρωπαίους μετόχους του, το ΔΝΤ θα έκανε ένα σημαντικό βήμα προς την ανάδυση ενός νέου θεσμού: ενός πραγματικά Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στη θέση του σημερινού, Ευρατλαντικού Νομισματικού Ταμείου.
Δεν έχουν χαθεί όλα. Εάν η παρούσα στρατηγική αποτύχει, η τρίτη επιλογή – του υποβοηθούμενου Grexit – παραμένει διαθέσιμη. Το ΔΝΤ θα πρέπει να κάνει σχέδια για αυτήν. Ο ελληνικός λαός αξίζει πραγματικές επιλογές στο κοντινό μέλλον.