Οι τιμές του πετρελαίου βρίσκονται και πάλι σε πτώση, με το βαρέλι αργού πετρελαίου των ΗΠΑ να έχει πέσει κάτω από τα 42 δολάρια – το χαμηλότερο επίπεδο από τον Μάρτιο του 2009, το ναδίρ της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Και, ενώ η απότομη πτώση των τιμών το περασμένο έτος επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από δύο μεγάλες κρίσεις προσφοράς, η παρούσα μείωση εμπεριέχει και μια σημαντική διάσταση ζήτησης.
Την ίδια στιγμή, οι πετρελαιαγορές ανακαλύπτουν πώς είναι να λειτουργούν υπό το καθεστώς ενός νέου μονοπωλιακού παραγωγού: των Ηνωμένων Πολιτειών. Ως αποτέλεσμα, η διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής είναι σήμερα πολύ πιο αδέξια, με πολύ μεγαλύτερες καθυστερήσεις στην προσαρμογή.
Οι δυναμικές των αγορών ενέργειας άλλαξαν αισθητά καθώς η παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου έγινε ευρεία σε βαθμό που μετάλλαξε την αγορά το 2013-2014. Με τη νέα πηγή να καλύπτει μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης ενέργειας, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, οι χρήστες ενέργειες δεν εξαρτιόνταν πλέον τόσο από τον OPEC και άλλους παραγωγούς πετρελαίου. Σε αυτή τη διαδικασία, έγιναν και λιγότερο ευάλωτοι στα γεωπολιτικά ζητήματα.
Στις αλλαγές στην πλευρά της προσφοράς προστέθηκε και η επακόλουθη ιστορική ανακοίνωση της Σαουδικής Αραβίας πως δε θα ηγούταν πλέον του OPEC στον ρόλο του μονοπωλιακού παραγωγού. Δε θα μείωνε πλέον την παραγωγή όταν οι τιμές πέφτουν απότομα, ούτε θα αύξανε το προϊόν σε απάντηση στις μεγάλες αυξήσεις των τιμών.
Η απόφαση ήταν κατανοητή και λογική. Ο ρόλος του μονοπωλιακού παραγωγού επέφερε ένα αυξανόμενο κόστος τόσο στις σημερινές όσο και στις μελλοντικές γενιές των πολιτών της Σαουδικής Αραβίας. Οι μη παραδοσιακοί προμηθευτές είχαν αυξήσει την επιρροή τους στις αγορές, οι παραγωγοί εκτός OPEC συνέχιζαν να σχεδιάζουν υψηλή παραγωγή και κάποια μέλη του OPEC αποτύγχαναν να ανταποκριθούν στους στόχους παραγωγής. Δεδομένων όλων αυτών, δεν μπορούσε να περιμένει κανείς από τη Σαουδική Αραβία να συνεχίσει να επιβαρύνεται με τα βραχυπρόθεσμα και τα μακροπρόθεσμα κόστη του να είναι η εξισορροπητική δύναμη της αγοράς, όπως ήταν επί δεκαετίες.
Τόσο θεμελιώδεις αλλαγές στην πλευρά της προσφοράς της αγοράς ήταν φυσικό να οδηγήσουν σε μείωση των τιμών – μεγάλη μείωση. Οι τιμές έπεσαν κατακόρυφα σε λιγότερο από το μισό σε μια περίοδο μόλις λίγων μηνών το περασμένο έτος, εκπλήσσοντας πολλούς εμπόρους πετρελαίου και πολλούς αναλυτές.
Οι τιμές του πετρελαίου ισορρόπησαν ύστερα από μια μάλλον προσωρινή υπέρβαση, με αυξανόμενες συναλλαγές ύστερα από δύο συμβατικές αντιδράσεις της αγοράς. Πρώτον, η μεγάλη πτώση των τιμών δημιούργησε μαζική καταστροφή στην προμήθεια, καθώς κάποιοι παραγωγοί ενέργειας, τόσο από τους παραδοσιακούς όσο και από τους μη παραδοσιακούς τομείς, σταμάτησαν να έχουν κέρδος. Δεύτερον, καθώς οι καταναλωτές αντιδρούσαν στις χαμηλότερες τιμές ενέργειας, η ζήτηση προσαρμόστηκε μόνο σταδιακά.
Όμως ένας νέος παράγοντας διατάραξε αυτή τη σχετική ισορροπία, ρίχνοντας ακόμη χαμηλότερα τις τιμές του πετρελαίου: ενδείξεις πως η παγκόσμια οικονομία αποδυναμωνόταν, και πως μεγάλο μέρος αυτής της αποδυνάμωσης πραγματοποιούταν σε σχετικά ενεργοβόρες χώρες, όπως η Κίνα και η Βραζιλία, καθώς και η Ρωσία (η ίδια παραγωγός ενέργειας).
Σήμερα, ενδείξεις της παγκόσμιας επιβράδυνσης φαίνονται παντού – από τα απογοητευτικά στοιχεία του της λιανικής και του εμπορίου μέχρι τις απρόσμενες πολιτικές αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένης της ανέλπιστης υποτίμησης νομίσματος της Κίνας (η οποία συμπίπτει με τη δέσμευση των ηγετών της για μια μακροπρόθεσμη μεταβολή προς ένα καθεστώς συναλλαγματικής ισοτιμίας που θα βασίζεται περισσότερο στις αγορές).
Οι συνέπειες δεν περιορίζονται στην οικονομική απόδοση και στις κινήσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η πιο αργή παγκόσμια ανάπτυξη διευρύνει επίσης τις πολιτικές πιέσεις και, σε κάποιες χώρες, προστίθεται στις κοινωνικές εντάσεις – και τα δύο αυτά τείνουν να περιορίζουν τις πολιτικές αντιδράσεις.
Είναι δύσκολο να δούμε πώς η παρούσα διαμόρφωση της ζήτησης και της προσφοράς στην παγκόσμια αγορά του πετρελαίου θα αλλάξει κάποια στιγμή σύντομα. Όσο για τον νέο μονοπωλιακό παραγωγό, οι ΗΠΑ έχουν μια πολύ πιο αργή λειτουργία αντίδρασης σε σχέση με αυτήν της Σαουδικής Αραβίας και του OPEC.
Τους επόμενους μήνες, οι ΗΠΑ θα αλλάξουν τις συνθήκες προσφοράς και ζήτησης με έναν τρόπο που θα θέσει κατώτατο όριο στις τιμές του πετρελαίου και θα βοηθήσει τη σταδιακή ανάκαμψη της αγοράς. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον προηγούμενο μονοπωλιακό παραγωγό, αυτό θα προέλθει από τις παραδοσιακές δυνάμεις τις αγοράς και όχι από αποφάσεις πολιτικής.
Πράγματι, θα πρέπει να περιμένουν ακόμη μεγαλύτερη μείωση στην ενεργειακή παραγωγή των ΗΠΑ καθώς οι επίμονα χαμηλές τιμές αυξάνουν την πίεση στους εγχώριους παραγωγούς. Από το κλείσιμο των παραδοσιακών διυλιστηρίων ως την περικοπή των νέων επενδύσεων στην εκμετάλλευση των σχιστολιθικών πόρων, οι ΗΠΑ πιθανώς θα γνωρίσουν μια πτώση στην ενεργειακή τους παραγωγή, καθώς και στο μερίδιό τους στην παγκόσμια παραγωγή.
Ωστόσο, ενώ η ζήτηση θα αυξάνεται, αυτό δε θα έχει μεγάλη άμεση επίδραση στις τιμές του πετρελαίου. Ναι, οι καταναλωτές των ΗΠΑ θα μπουν στον πειρασμό να αγοράσουν περισσότερα φορτηγά και μεγαλύτερα αυτοκίνητα, να οδηγήσουν περισσότερα χιλιόμετρα και να πετάξουν περισσότερα αεροπλάνα. Όμως η δημιουργία αυτής της ζήτησης θα είναι πολύ σταδιακή, ιδιαίτερα με δεδομένες όλες τις διαρροές στη μεταβίβαση του χαμηλότερου κόστους της παραγωγής ενέργειας στις καταναλωτικές τιμές του καυσίμου.
Εν τέλει, κανείς μονοπωλιακός παραγωγός δεν ελέγχει την τύχη των τιμών του πετρελαίου σήμερα. Μια βιώσιμη ανάκαμψη των τιμών προϋποθέτει μιαν πιο υγιή παγκόσμια οικονομία που θα συνδυάζει ταχύτερη συνολική ανάπτυξη και μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Και αυτά δε θα συμβούν γρήγορα, ιδιαίτερα με δεδομένες τις πολιτικές ελλείψεις τόσο στις προηγμένες όσο και στις αναδυόμενες χώρες.