Το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια γρήγορη ανάκαμψη για τη χώρα, με δεδομένο, φυσικά, πως οι βιαστικά προγραμματισμένες εκλογές του Σεπτεμβρίου δε θα εκτροχιάσουν για μια ακόμη φορά το πρόγραμμα. Ενώ το πακέτο της διάσωσης και των μεταρρυθμίσεων περνάει, η συζήτηση για ξεκάθαρη περικοπή χρέους αναθερμαίνεται.
Η γερμανική κυβέρνηση απορρίπτει την προκαταβολική αναδιάρθρωση του χρέους, για να συνεχίσει την πίεση για τις μεταρρυθμίσεις. Υπάρχουν αρκετοί καλοί λόγοι για το Βερολίνο να επιμείνει σε αυτή τη στάση.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει υψηλού κύρους υποστήριξη για το αίτημά της για περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρέους. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επιμένει σε συγχώρεση δημόσιου χρέους ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στο τρίτο πρόγραμμα διάσωσης. Πολλοί σημαντικοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως η ελληνική οικονομία είναι τόσο αδύναμη που θα καταρρεύσει κάτω από το βάρος των 300 δισεκατομμυρίων ευρώ δημόσιου χρέους.
Η Ελλάδα πολύ απλά δε θα μπορέσει να ξεπληρώσει αυτά τα ποσά, υποστηρίζει αυτή η λογική. Η προσπάθειά της να το κάνει αυτό θα επιβάλει μεγάλους δημοσιονομικούς περιορισμούς, ενώ ταυτόχρονα θα αφήσει τους πιθανούς επενδυτές αβέβαιους για το οικονομικό μέλλον της χώρας. Μόνο η μεγάλη ελάφρυνση χρέους μπορεί να αναζωογονήσει την οικονομική ανάπτυξη, η οποία, με τη σειρά της, θα πρέπει να επιτρέψει στην Ελλάδα να εξυπηρετήσει ένα πιο μέτριο επίπεδο χρέους. Κάποιοι από τους υποστηρικτές της ελάφρυνσης του χρέους προσθέτουν και ένα ηθικό επιχείρημα: τα περισσότερα από τα χρήματα της διάσωσης χρησιμοποιήθηκαν για να σωθούν οι τράπεζες στον πλουσιότερο πυρήνα της Ευρώπης. Γιατί θα πρέπει τώρα να υποφέρει ο φτωχός πληθυσμός της Ελλάδας για να τα ξεπληρώσει;
Αυτή η επιχειρηματολογική γραμμή είναι λάθος σε αρκετά μέτωπα. Πρώτον, η Ελλάδα έχει ήδη λάβει μαζική ελάφρυνση χρέους. Το 2012, 107 δισεκατομμύρια ευρώ από τα χρήματα που η ελληνική κυβέρνηση χρωστούσε στον ιδιωτικό τομέα διαγράφηκαν. Δεύτερον, η Ελλάδα δεν πληρώνει κανέναν τόκο για το μεγαλύτερο μέρος του εναπομένοντος χρέους, ούτε και χρειάζεται να ξεπληρώσει κάποια ονομαστική αξία μέχρι το 2020. Σε οικονομικούς όρους, συνεπώς, πολύ απλά δεν είναι αλήθεια πως το βάρος του χρέους είναι «ασήκωτο». Το νέο πρόγραμμα διάσωσης περιέχει επιπλέον ενεργή μείωση χρέους χρησιμοποιώντας 50 δισεκατομμύρια ευρώ για την αναχρηματοδότηση του υπάρχοντος χρέους μέσω δανείων με μεγαλύτερες προθεσμίες – πιθανώς 32,5 έτη κατά μέσο όρο – με πολύ χαμηλά επιτόκια και με σημαντικές περιόδους χάριτος πριν από τις πρώτες δόσεις.
Τέλος, δεν είναι αλήθεια πως τα περισσότερα χρήματα που η Ελλάδα έχει δανειστεί από το 2010 έχουν χρησιμοποιηθεί για τη διάσωση ξένων τραπεζών. Στο ξεκίνημα της κρίσης, ιδιαίτερα πριν από το κούρεμα του 2012, οι ξένες και οι ελληνικές τράπεζες επωφελήθηκαν από τις διεθνείς διασώσεις που επέτρεψαν στην ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει να εξυπηρετεί το χρέος της. Από τότε, τα περισσότερα χρήματα έχουν χρησιμοποιηθεί για να στηρίξουν την ίδια την Ελλάδα.
Περίπου 50 δισεκατομμύρια ευρώ έχουν πάει απευθείας στον προϋπολογισμό της Ελλάδας από το 2010. Χωρίς αυτά τα χρήματα, η κυβέρνηση θα χρειαζόταν να περικόψει τις επενδύσεις και τις δημόσιες δαπάνες ακόμη περισσότερο, ή να αυξήσει δραστικά τους φόρους. Άλλα 37 δισεκατομμύρια ευρώ χρησιμοποιήθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών το 2012. Αυτά τα χρήματα είχαν πρωτεύοντα στόχο να προστατέψουν τις ντόπιες αποταμιευτικές καταθέσεις καθώς έως τότε η έκθεση των ξένων τραπεζών στις τράπεζες της Ελλάδας είχε γίνει ελάχιστη.
Επιπροσθέτως, τα χρήματα που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει δανείσει στην Ελλάδα, περίπου 108 δισεκατομμύρια ευρώ έως σήμερα, έχουν επίσης βοηθήσει τον ελληνικό λαό. Η βοήθεια ρευστότητας της ΕΚΤ έχει επιτρέψει στους έλληνες να συνεχίσουν να επενδύουν στο εξωτερικό και να εισάγουν αγαθά, παρά την όλο και πιο επισφαλή φερεγγυότητα των ελληνικών τραπεζών. Στην πράξη, η ΕΚΤ στήριξε την εκροή των κεφαλαίων μέσω των δανείων ρευστότητας. Όσο αμφισβητήσιμο κι αν είναι αυτό από μακροοικονομική άποψη, ήταν μεγάλη βοήθεια για τον καθένα ξεχωριστά από τους έλληνες.
Οι υποστηρικτές της ελάφρυνσης χρέους είναι υπερβολικά απαισιόδοξοι για το πιο σημαντικό καθοριστικό στοιχείο της βιωσιμότητας του χρέους: την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό που θα καθορίσει το επίπεδο του χρέους που μπορεί να αντέξει η Ελλάδα δεν είναι η απόλυτη αξία του χρέους, αλλά οι προοπτικές της οικονομικής ανάπτυξης. Η περικοπή ενός χρέους για το οποία η Ελλάδα αυτή τη στιγμή δεν πληρώνει ούτε τόκους ούτε ονομαστική αξία, δε θα έχει μεγάλη επίδραση στην οικονομία.
Αντ’ αυτού, οι οικονομικές προοπτικές εξαρτώνται από την προθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να βελτιώσει τις επιχειρηματικές συνθήκες και να κάνει τον δημόσιο τομέα πιο αποτελεσματικό. Συνεπώς, η γερμανική κυβέρνηση έχει δίκιο να παραμένει σκεπτική για την άμεση ελάφρυνση του χρέους. Εάν το χρέος περικοπεί τώρα – χωρίς ακόμη οι πιστωτές να έχουν αποδείξεις πως αυτή τη φορά η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει σοβαρά τις μεταρρυθμίσεις – η πίεση στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να εκπληρώσει τις μεταρρυθμίσεις θα εξαφανιστεί. Για τον ελληνικό λαό κάτι τέτοιο θα ήταν τραγωδία.
Εάν, ωστόσο, η Ελλάδα προχωρήσει με τις υποσχέσεις που έχει δώσει για να αποκτήσει το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης, οι πιθανότητες της οικονομικής αναζωογόνησης και ανάπτυξης είναι καλές. Άλλες χώρες της ευρωζώνης, όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, που υιοθέτησαν της μεταρρυθμίσεις και αναπτύσσονται υγιώς ως αποτέλεσμα, παρέχουν μιαν ευρεία απόδειξη για αυτό.