Με το τρίτο δανειακό πρόγραμμα της Ελλάδας να είναι σχεδόν σε ισχύ, είναι καιρός για τους ευρωπαίους ηγέτες να αρχίσουν να σκέφτονται το μέλλον. Αυτό δε σημαίνει να εστιάσουν στο πρόγραμμα εξυπηρέτησης χρέους της Ελλάδας για τους επόμενους μήνες.
Αντίθετα, σημαίνει να ξεκινήσουν ένα ευρύ πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων, που συνδυάζει μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την ανάπτυξη από την πλευρά της προσφοράς και προσπάθειες στην πλευρά της ζήτησης, στηρίζοντας τις επενδύσεις και τη δημιουργία απασχόλησης.
Οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου, μια πιο ανταγωνιστική συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, και η συνετή χρήση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ολόκληρης της φαρέτρα των πολιτικών νομισματικής σταθεροποίησης – χωρίς να αναφέρουμε το γεγονός πως η απειλή του Grexit έχει ανατραπεί, τουλάχιστον προς το παρόν – παρέχουν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τόσο φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις. Ακόμη και το πολιτικό περιβάλλον μπορεί να μην είναι τόσο δυσοίωνο όσο θεωρείται συχνά: παρά την ανησυχητική άνοδο του αντιευρωπαϊκού αισθήματος σε πολλές χώρες – ιδιαίτερα αυτές που χτυπήθηκαν περισσότερο από την κρίση – υπάρχει μια αισθητή επιθυμία στους ευρωπαίους να ξεφύγουν από το εξουθενωτικό, οικονομικό τέλμα της ηπείρου.
Πράγματι, μια πρόσφατη έρευνα αποκάλυψε πως οι ευρωπαίοι δεν ελπίζουν μόνο σε μια πιο ζωντανή οικονομία, υψηλότερους μισθούς και καλύτερης δημόσιες υπηρεσίες (ιδιαίτερα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και παιδεία), αλλά είναι και έτοιμοι να δεχτούν παραχωρήσεις, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων ωρών εργασίας και μειωμένης κοινωνικής ασφάλισης, για να το πετύχουν. Ένα εντυπωσιακό 91% από τους 16.000 ερωτηθέντες είπαν πως στηρίζουν αλλαγές στο status quo, ακόμη κι αν απαιτηθούν κάποιες θυσίες.
Και το status quo είναι σε επείγουσα ανάγκη αλλαγής. Όπως έχουν τα πράγματα, η ευρωπαϊκή οικονομική παραγωγή ανά κεφαλήν παραμένει πολύ χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2008. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, το ακαθάριστο δημόσιο χρέος ξεπερνά το όριο (60% του ΑΕΠ) που τέθηκε από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Οι αμετακίνητοι περιορισμοί προσαρμογής έχουν οδηγήσει οκτώ χώρες να γνωρίσουν ονομαστικό αποπληθωρισμό μισθών για τουλάχιστον δύο χρόνια από το 2008. Και η ανεργία παραμένει πεισματικά υψηλή.
Με τις επιχειρήσεις να φυλούν τα μετρητά τους, τις κυβερνήσεις να προσπαθούν να θέσουν υπό έλεγχο τα ελλείμματά τους περικόπτοντας δαπάνες και αυξάνοντας φόρους, και τα νοικοκυριά να σπαταλούν λιγότερο για κατασκευές κατοικίας, η ζήτηση είναι χαμηλή και η αβεβαιότητα υψηλή. Όπως είναι αναμενόμενο, οι επενδύσεις και δημιουργία θέσεων εργασίας υποφέρουν.
Πιο μακροπρόθεσμα, η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει σοβαρές δημογραφικές προκλήσεις. Μέχρι το 2050, η εργατική δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσε να συρρικνωθεί κατά 12%, ή περίπου 42 εκατομμύρια εργαζομένων. Αυτό θα μετρίαζε αισθητά την προοπτική ανάπτυξης της ΕΕ, εκτός και αν αντισταθμιστεί από μια ουσιαστική ώθηση στην παραγωγικότητα, την παρατεταμένη συμμετοχή στην εργατική δύναμη, ή τα υψηλότερα επίπεδα μετανάστευσης.
Το Ινστιτούτο McKinsey έχει εντοπίσει 11 πακέτα μέτρων που, εάν εφαρμοστούν σε όλη την Ευρώπη, θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα, θα κινητοποιήσουν την εργατική δύναμη, και θα κάνει τις επενδύσεις – στοιχήματα για το μέλλον – και πάλι ελκυστικές. Αυτές οι συστάσεις δε βασίζονται σε θεωρητικές, ακαδημαϊκές φαντασιώσεις, αλλά σε πολιτικές που ήδη αποδεικνύουν την αξία τους σε τουλάχιστον μία ευρωπαϊκή χώρα.
Φυσικά, μπορεί να είναι δύσκολο να πραγματοποιήσει κανείς βαθιές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες μπορούν να είναι πολιτικά μη δημοφιλείς. Όμως η απουσία ελκυστικών εναλλακτικών θα πρέπει να είναι αρκετή για να πείσει τις χώρες-μέλη της ΕΕ – όχι μόνο αυτές που έλαβαν βοήθεια από το ξεκίνημα της κρίσης – να κάνουν αλλαγές.
Για παράδειγμα, παρ’ ότι το προσδόκιμο ζωής στην Ευρώπη έχει αυξηθεί κατά εννέα χρόνια από τη δεκαετία του 1970, οι ηλικίες συνταξιοδότησης έχουν πέσει κατά έξι χρόνια, αφήνοντας μόνο 35% των ατόμων ηλικιών 33-74 ετών να συμμετέχουν στην εργατική δύναμη. Η Σουηδία – η οποία συσχετίζει τα όρια συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής, δημιουργώντας έτσι, μιαν παραγωγική «ασημένια» εργατική δύναμη – δείχνει τον δρόμο. Και πράγματι, η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης ήταν από τα στοιχεία των πακέτων διάσωσης της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας.
Παρομοίως, η περιοχή Flanders του Βελγίου και η Σκανδιναβία δείχνουν πώς οι κυβερνήσεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις δραστηριότητες προμήθειας πιο έξυπνα, προσανατολίζοντας την έρευνα και την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα προς την τεχνολογική καινοτομία. Και η Δανία και η Γερμανία παρέχουν καλά μοντέλα για την εξασφάλιση μιας πιο ομαλής μετάβασης από την παιδεία στην εργασία.
Από την πλευρά της ζήτησης, είναι καιρός να σπάσει το αδιέξοδο στις συζητήσεις για το εάν και πώς θα παρέχεται κίνητρο. Μία επιλογή που έχουμε εντοπίσει είναι να καταγράφονται οι δημόσιες επενδύσεις κατά την απόσβεση, και όχι κατά τον σχηματισμό κεφαλαίου, ξεκλειδώνοντας έτσι μέχρι 140 δισεκατομμύρια ετησίως. Αυτό δεν είναι τέχνασμα, είναι μια λογική διαφοροποίηση μεταξύ των τρεχόντων και των κεφαλαιακών λογαριασμών, βασική για τα δημόσια οικονομικά.
Πραγματοποιημένο σε όλη την ΕΕ, το ολοκληρωμένο πρόγραμμα που προτείνεται εδώ θα μπορούσε να καλύψει το κενό παραγωγής και να επαναφέρει την ήπειρο σε ένα βιώσιμο ποσοστό ετήσιας ανάπτυξης, στην περιοχή του 2-3%, για την επόμενη δεκαετία, προωθώντας επενδύσεις 250 έως 550 δισεκατομμυρίων ευρώ ανά έτος, και δημιουργώντας περισσότερες από 20 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας. Αυτοί δεν είναι φανταστικοί αριθμοί. Τρία τέταρτα των κινήτρων για την ανάπτυξη προσφοράς του προγράμματος βρίσκονται εντός της δικαιοδοσίας των εθνικών κυβερνήσεων. Όλες οι προτάσεις είναι εφικτές υπό την παρούσα σύσταση της ΕΕ.
Το κλειδί είναι η πραγματοποίηση και των δύο ειδών μέτρων παράλληλα. Η στήριξη της ζήτησης χωρίς την προσαρμογή των σχετικών δομών μπορεί να προχωρήσει μόνο ως ένα σημείο. Και, όπως έχουμε δει στην Ελλάδα, η πραγματοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεις χωρίς τη στήριξη των τάσεων ζήτησης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποπληθωριστικό αδιέξοδο, ή ακόμη χειρότερα, να υπονομεύσει με αυτόν τον τρόπο την προθυμία των πολιτών να προχωρήσουν στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων.
Παρ’ όλη την απαισιοδοξία των τελευταίων ετών, η Ευρώπη είναι πολύ μακριά από το να γίνει μια εξαντλημένη δύναμη. Ακόμη παράγει το 25% του παγκοσμίου ΑΕΠ, και αποτελεί το σπίτι παγκοσμίων ηγετών σε σημαντικά κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα – αναλογιστείτε την εμπορική ανταγωνιστικότητα του Baden-Wurttemberg, τη δύναμη του Λονδίνου στις υπηρεσίες, την παγκοσμίας τάξης υποδομή μεταφορών του Rhône-Alpes, και την ενεργειακή αυτάρκεια της Δανίας.
Παρ’ όλα αυτά η Ευρώπη αντιμετωπίζει δυσκολίες εδώ και χρόνια, τη στιγμή που άλλες οικονομίες έχουν δημιουργήσει ανάκαμψη. Εάν είναι να ξανακερδίσει την επιρροή της, και να διατηρήσει την πολύτιμη κοινωνική και πολιτική συνοχή της, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τα μακροπρόθεσμα ζητήματα της επένδυσης, της ανάπτυξης και της απασχόλησης.
Οι παρούσες οικονομικές συνθήκες παρέχουν μιαν πολιτική ευκαιρία για να δημιουργηθεί ένα πιο ευδόκιμο μέλλον. Οι πολιτικοί της Ευρώπης πρέπει να την εκμεταλλευτούν.