Κατά τους τελευταίους μήνες, πολλή προσοχή έχει δοθεί στη μεταβλητότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Ωστόσο, όσο τρομακτικές και αν μπορούν να είναι οι άνοδοι και οι πτώσεις των τιμών των μετοχών, είναι αφρός στο κύμα σε σχέση με την πραγματική απειλή για την παγκόσμια οικονομία: το τεράστιο τσουνάμι χρέους που επιβαρύνει τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις, τις τράπεζες και τις κυβερνήσεις. Εάν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ προχωρήσει με την αύξηση των επιτοκίων της στο τέλος του έτους, όπως έχει υποσχεθεί, η παγκόσμια οικονομία – και ιδιαίτερα οι αναδυόμενες αγορές – μπορεί να βρεθούν με σοβαρά προβλήματα.
Το παγκόσμιο χρέος έχει αυξηθεί κατά περίπου 57 τρισεκατομμύρια δολάρια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008, φτάνοντας στο δυσβάσταχτο ποσό των 199 τρισεκατομμυρίων δολαρίων το 2014, περισσότερο από 2,5 φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Ινστιτούτο McKinsey. Η εξυπηρέτηση αυτών των χρεών θα γίνει πιθανότατα όλο και πιο δύσκολη τα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα εάν η ανάπτυξη παραμείνει στάσιμη, τα επιτόκια ξεκινήσουν να αυξάνονται, οι ευκαιρίες εξαγωγών παραμείνουν περιορισμένες, και η κατάρρευση στις τιμές των προϊόντων επιμείνει.
Πολλές από τις ανησυχίες για το χρέος έχουν εστιάσει στις πιθανότητες για χρεοκοπίες στην ευρωζώνη. Όμως οι βαθιά χρεωμένες επιχειρήσεις στις αναδυόμενες αγορές μπορεί να αποτελούν έναν ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο. Το εταιρικό χρέος στον αναπτυσσόμενο κόσμο υπολογίζεται να έχει φτάσει περισσότερα από 18 τρισεκατομμύρια δολάρια, με μέχρι και 2 τρις να είναι σε ξένα συναλλάγματα. Ο κίνδυνος είναι πως – όπως στη Λατινική Αμερική το ’80 και στην Ασία το ’90 – οι χρεοκοπίες του ιδιωτικού τομέα θα έχουν επιπτώσεις στους ισολογισμούς του δημόσιου τομέα.
Αυτή η πιθανότητα είναι, αν μη τι άλλο, μεγαλύτερη σήμερα από ότι ήταν στο παρελθόν. Η όλο και πιο ανοιχτές χρηματοπιστωτικές αγορές επιτρέπουν σε ξένες τράπεζες και διαχειριστές κεφαλαίων να ξεφορτωθούν χρέη γρήγορα, συχνά για λόγους που έχουν ελάχιστη σχέση με τα θεμελιώδη οικονομικά μέτρα. Όταν συνοδεύονται από υποτιμήσεις νομισμάτων, τα αποτελέσματα μπορούν να είναι βίαια – όπως μαθαίνει με τον δύσκολο τρόπο η Ουκρανία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι ιδιωτικές απώλειες μετατρέπονται σε δαπανηρή δημόσια ανησυχία, με τη νευρικότητα στην αγορά να μεταδίδεται γρήγορα πέρα από τα σύνορα, καθώς οι κυβερνήσεις διασώζουν τους πιστωτές για να αποτρέψουν την οικονομική κατάρρευση.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως οι χρεωμένες κυβερνήσεις είναι την ίδια στιγμή περισσότερο και λιγότερο ευάλωτες από ιδιώτες οφειλέτες. Οι δημόσιοι οφειλέτες μπορούν να ζητήσουν την προστασία των νόμων περί χρεοκοπίας για να καθυστερήσουν και να αναδιαρθρώσουν τις πληρωμές, την ίδια στιγμή, οι πιστωτές τους δεν μπορούν να κατασχέσουν μη εμπορικά δημόσια περιουσιακά στοιχεία ως αποζημίωση για απλήρωτα χρέη. Όταν μια κυβέρνηση δεν μπορεί να πληρώσει, η μόνη λύση είναι άμεσες διαπραγματεύσεις. Όμως το υπάρχον σύστημα για αναδιάρθρωση χρέους είναι αναποτελεσματικό, αποσπασματικό και άδικο.
Η αδυναμία των δημόσιων οφειλετών να πληρώσουν τα χρέη τους συνηθίζει να αντιμετωπίζεται πολύ αργά και αναποτελεσματικά. Οι κυβερνήσεις διστάζουν να αναγνωρίσουν προβλήματα φερεγγυότητας, φοβούμενες πως θα προκαλέσουν εκροές κεφαλαίων, χρηματοπιστωτικούς πανικούς και οικονομικές κρίσεις. Την ίδια στιγμή, οι ιδιώτες πιστωτές, προσπαθώντας να αποφύγουν το κούρεμα, συχνά θα αναβάλουν μιαν διευθέτηση, ελπίζοντας πως η κατάσταση θα αλλάξει. Όταν το πρόβλημα αναγνωρίζεται τελικά, είναι ήδη συνήθως επείγον, και οι προσπάθειες διάσωσης πολύ συχνά εστιάζουν στην ενίσχυση των ανεύθυνων δανειστών και όχι στη διευκόλυνση της οικονομικής ανάκαμψης.
Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, όταν επιτυγχάνεται συμβιβασμός, το βάρος πέφτει δυσανάλογα στον οφειλέτη, υπό τη μορφή επιβεβλημένης λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που κάνουν το εναπομένον χρέος ακόμη λιγότερο βιώσιμο. Επιπλέον, η πρόσφατη ενίσχυση των δικαιωμάτων των πιστωτών και η ανάπτυξη της χρηματοδότησης των ομολόγων έχει κάνει την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους εξαιρετικά περίπλοκη και ευάλωτη σε καταχρήσεις από εξαιρετικά κερδοσκόπους επενδυτές.
Καθώς δημιουργείται μια συναίνεση σε ότι αφορά την ανάγκη για καλύτερους τρόπους αναδιάρθρωσης χρέους, έχουν προκύψει τρεις επιλογές. Η πρώτη θα ενίσχυε τα νομικά θεμέλια των αγορών των ομολόγων, εισάγοντας ρήτρες συλλογικής ενέργειας σε συμβόλαια, ξεκαθαρίζοντας την πρόβλεψη για ίση μεταχείριση, καθώς και προωθώντας τη χρήση μετατρέψιμα ή ομόλογα συνδεδεμένα με το ΑΕΠ. Αυτή η προσέγγιση θα ήταν εθελοντική και συναινετική, όμως θα έχανε μεγάλα τμήματα της αγοράς χρέους και δε θα έκανε πολλά για τη στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης ή την επιστροφή στη βιώσιμη ανάπτυξη.
Μια δεύτερη προσέγγιση θα εστίαζε στη δημιουργία συναίνεσης γύρω από αρχές μη δεσμευτικής νομοθεσίας για να καθοδηγήσουν τις προσπάθειες αναδιάρθρωσης. Οι θεμελιώδεις αρχές – αυτές που συζητούνται συμπεριλαμβάνουν την κυριαρχία, τη νομιμότητα, την αμεροληψία, τη διαφάνεια, την καλή πίστη και τη βιωσιμότητα – θα χρησιμοποιούνταν σε όλα τα εργαλεία χρέους και θα μπορούσαν να παρέχουν μεγαλύτερο συντονισμό σε σχέση με προσεγγίσεις που βασίζονται στις αγορές. Όμως, παρ’ ότι αυτή η προσπάθεια έχει το πλεονέκτημα της οικειότητας, θα ήταν μη δεσμευτική, χωρίς εγγύηση πως ένας κρίσιμος αριθμός μερών θα τη δεχόταν.
Η τρίτη επιλογή θα προσπαθούσε να λύσει αυτό το πρόβλημα του συντονισμού μέσω ενός πακέτου κανόνων και προτύπων, συμφωνημένων εκ των προτέρων ως μέρος ενός διεθνούς μηχανισμού διευθέτησης χρέους, που θα ήταν παρόμοιος με τους κανόνες περί χρεοκοπίας σε εθνικό επίπεδο. Ο σκοπός του θα ήταν να αποτρέψει χρηματοπιστωτικές καταρρεύσεις σε χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του εξωτερικού τους χρέους και να οδηγήσει τις οικονομίες τους προς μια βιώσιμη ανάπτυξη.
Ο μηχανισμός θα συμπεριλάμβανε προβλέψεις που θα επέτρεπαν μιαν προσωρινή στάση σε όλες τις ληξιπρόθεσμες πληρωμές, είτε ιδιωτικές είτε δημόσιες, προσωρινό επιτόκιο και κεφαλαιακούς ελέγχους, την πρόβλεψη για ενδιάμεση χρηματοδότηση για τις απαραίτητες τρέχουσες συναλλαγές και, τελικά, αναδιάρθρωση χρέους και ελάφρυνση.
Οι ενδείξεις από την Γκάνα, την Ελλάδα, το Πουέρτο Ρίκο, την Ουκρανία και πολλές άλλες χώρες αναδεικνύουν την οικονομική και κοινωνική ζημιά που μπορεί να προκαλέσει το μη βιώσιμο χρέος όταν δεν αντιμετωπίζεται σωστά. Τον Σεπτέμβριο, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε μια σειρά αρχών για να καθοδηγήσουν την αναδιάρθρωση των δημόσιων χρεών. Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα μπροστά, όμως πολλά μένουν να γίνουν για να αποτρέψουν πολλά προβλήματα, καθώς η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει ένα τεράστιο βουνό χρέους.