Η φήμη που κυκλοφορεί στον ευρωπαϊκό Τύπο είναι πως οι ηγέτες της ΕΕ ετοιμάζονται να εκδιώξουν την Ελλάδα από τη συνθήκη του Σένγκεν εκτός και αν δεχτεί το σχέδιό τους για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης και μιαν επιχείρηση από τη συνοριακή υπηρεσία της Ευρώπης, τη Frontex, για να ελέγχει τα σύνορά της.
Εάν δεχτούμε τα λεγόμενα των Financial Times, αρκετοί ευρωπαίοι υπουργοί και ανώτεροι αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες είναι εξοργισμένοι με την ανικανότητα της Αθήνας να αντιμετωπίσει τις «σοβαρές ελλείψεις» στον συνοριακό της έλεγχο και την άρνησή της να δεχτεί τις προσφορές βοήθειας της ΕΕ. Στην επόμενη σύνοδο κορυφής της ΕΕ, στα μέσα του Δεκεμβρίου, σχεδιάζουν να παρουσιάσουν στην Ελλάδα την επιλογή είτε να δεχτεί το νέο καθεστώς συνοριακών ελέγχων της ΕΕ είτε να βρεθεί αντιμέτωπη με περιορισμό των δικαιωμάτων ελεύθερης μετακίνησης των πολιτών της εντός της ΕΕ.
Ας δούμε πιο αναλυτικά τι είναι ακριβώς αυτό για το οποίο η Ελλάδα κατηγορείται πως έχει αποτύχει. Σύμφωνα με διάφορους γερμανούς, ούγγρους, σλοβάκους, πολωνούς και άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους της ΕΕ, η Ελλάδα αρνήθηκε ανοιχτά αυτό το καλοκαίρι την ευθύνη της να φυλά τα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης. Η Ελλάδα κατηγορείται πως έχει αποτύχει στην καταγραφή των ανθρώπων, στην έγκαιρη προετοιμασία σημείων ελέγχου των προσφύγων και των παράνομων μεταναστών στα λεγόμενα hotspots, και στη μεταφορά όσων προσφύγων είχε υποσχεθεί.
Η κατηγορία μιας αδύναμης ελληνικής κυβέρνησης, ωστόσο, είναι ένας εύκολος και δημοφιλής τρόπος για να αποφύγει κανείς την ευθύνη που μπορεί να βρίσκεται πολύ πιο κοντά. Ο υπουργός μετανάστευσης στην Αθήνα παρουσιάζει μια διαφορετική ιστορία: υποστηρίζει πως περιμένει εις μάτην τα μηχανήματα Eurodac που χρειάζονται για τη συλλογή δακτυλικών αποτυπωμάτων, με ελάχιστα από τα υποσχεθέντα να έχουν φτάσει στην Ελλάδα. Και παρ’ όλα αυτά, μεταξύ 25ης Οκτωβρίου και 25ης Νοεμβρίου, από τα 45.000 άτομα που έφτασαν στις περιοχές των hotspots, 43.500 έδωσαν δακτυλικά αποτυπώματα – κυρίως σε αξιωματικούς της εθνικής αστυνομίας που εργάζονταν ασταμάτητα.
Η ΕΕ επί μήνες καθυστερεί την παροχή στήριξης στο καταπονημένο συνοριακό προσωπικό της Ελλάδας. Στις 2 Οκτωβρίου, η Frontex ζήτησε 775 συνοριακούς φύλακες από τα κράτη μέλη της ΕΕ και τις χώρες του Σένγκεν, σε μεγάλο βαθμό για να βοηθήσουν την Ελλάδα και την Ιταλία να διαχειριστούν τους πρωτοφανείς αριθμούς μεταναστών στα σύνορά τους. Μέχρι τις 20 Οκτωβρίου, οι εταίροι στην ΕΕ είχαν συμβάλει με μόλις 291. Μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου, 133 είχαν αποσταλεί στα ελληνικά νησιά και η Frontex συνέχιζε ακόμη να υποβάλει απελπισμένες αιτήσεις προς τις χώρες της ΕΕ να προσφέρουν περισσότερους αξιωματικούς για να βοηθήσουν με τον έλεγχο και την καταγραφή.
Η κριτική για την αποτυχία της Ελλάδας να ανταποκριθεί στις προθεσμίες των hotspots είναι επίσης κενές. Σίγουρα οι ηγέτες της ΕΕ γνώριζαν για αρκετό καιρό πόσο δύσκολο θα ήταν να τηρηθούν αυτές οι προθεσμίες – στις 25 Οκτωβρίου πίεζαν τον έλληνα υπουργού μετανάστευσης να ολοκληρώσει τη δημιουργία των hotspots στο τέλος του Νοεμβρίου.
Η κατηγορία της Ελλάδας για την αναποτελεσματικότητά της στη μετεγκατάσταση των προσφύγων είναι επίσης πολύ πιο εύκολο από το να παραδεχτούν πως ολόκληρο το σύστημα έχει καταρρεύσει προτού σταθεί πραγματικά στα πόδια του – κάτι που ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ παραδέχτηκε εμμέσως όταν υπολόγισε πως με τον σημερινό ρυθμό, η μετεγκατάσταση των ανθρώπων από την Ελλάδα και την Ιταλία θα ολοκληρωθεί γύρω στο 2101. Η Ελλάδα έχει έως τώρα μεταφέρει 20 ανθρώπους στο Λουξεμβούργο, η Ιταλία άλλους 130 σε άλλες χώρες της ΕΕ. Την προηγούμενη εβδομάδα μόνο ένας άνθρωπος μεταφέρθηκε από την Ιταλία στη Σουηδία. Άλλοι 150 στην Ελλάδα έχουν ελεγχθεί και περιμένουν να φύγουν.
Η Ελλάδα μπορεί να χρονοτριβεί, όμως μέρος του προβλήματος είναι ότι οι βόρειες και ανατολικές χώρες της ΕΕ έχουν αποτύχει να προσφέρουν μέρη. Οι ειδικές αιτήσεις με πολιτικά κίνητρα – για «μη μουσουλμάνους πρόσφυγες» ή πλήρεις οικογένειες – έχουν περιπλέξει ακόμη περισσότερο τη διαδικασία.
Για πολλούς αξιωματούχους της ΕΕ, η Ελλάδα ξεπέρασε τα όρια όταν αρνήθηκε να αφήσει τη Frontex να αναλάβει τον έλεγχο των συνόρων της προς τα Βαλκάνια την περασμένη εβδομάδα. Στην πραγματικότητα, δεν έγινε έτσι: το μόνο που έκανε η Ελλάδα ήταν να αμφισβητήσει τους παράλογους όρους που έθεσε η Frontex.
Η Frontex πρότεινε ένα σχέδιο δράσης που θα αναπαρήγαγε μια πολιτική που εφαρμόζεται από τις δυτικές βαλκανικές χώρες, φιλτράροντας τις αφίξεις στα σημεία συνοριακού ελέγχου κατά εθνικότητα – κάτι που είναι παράνομο σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά και τα διεθνή πρότυπα.
Υποθέτει επίσης πως οι άνθρωποι που δε θα γίνονται δεκτοί στα σύνορα θα μεταφέρονται σε «κέντρα υποδοχής» – χωρίς να προσφέρει λεπτομέρειες για το τι σημαίνει αυτό. Σημαίνει αυτό πως οι ελληνικές αρχές θα βοηθούσαν τη Frontex να ελέγχει τις εθνικότητες στα βόρεια σύνορα και στη συνέχεια να θέτει υπό κράτηση δεκάδες χιλιάδων που δε θα έχουν το σωστό προφίλ;
Στην Αθήνα, η εντύπωση είναι όλο και περισσότερο πως οι ευρωπαίοι ηγέτες ψάχνουν για δικαιολογία για να μετατρέψουν την Ελλάδα σε ενός είδους «πληθυσμιακού φίλτρου», του είδους που δημιουργείται παντού από τα δυτικά βαλκάνια μέχρι την Τουρκία.
Όποιος κατανοεί τις προσφυγικές ροές και το σύστημα του Σένγκεν θα πρέπει να βλέπει πως η απομάκρυνση της Ελλάδας από τη συνθήκη της ελεύθερης μετακίνησης δε θα ανακουφίσει άμεσα την προσφυγική ροή προς την κεντρική Ευρώπη. Από τη στιγμή που οι πρόσφυγες ελάχιστες φορές χρησιμοποιούν αερογραμμές ή διεθνείς ακτοπλοϊκές γραμμές, η κύρια επίπτωση της επαναφοράς των ελέγχων των διαβατηρίων θα ήταν να μείνουν έξω οι τουρίστες που έχουν ζωτική σημασία για την ελληνική οικονομία.