Σήμερα, το συμβούλιο ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών έχει περισσότερα καθεστώτα κυρώσεων σε ισχύ από οποιαδήποτε άλλη περίοδο στην ιστορία. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, το μέγιστο ήταν οκτώ, το 2000 ο μέγιστος αριθμός έφτασε στο 12, σήμερα είναι 16.
Και αυτά τα σύνολα δε συμπεριλαμβάνουν τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Κρίνοντας από αυτήν την κλιμάκωση, μπορεί κανείς να συμπεράνει πως οι κυρώσεις έχουν αποδειχθεί ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό εργαλείο για την προώθηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας. Δυστυχώς, αυτό είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα.
Στην πραγματικότητα, ακαδημαϊκές έρευνες υποδεικνύουν πως οι κυρώσεις έχουν περιορισμένη επιτυχία. Ο ThomasBiersteker του Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Γενεύης εκτιμά πως οι κυρώσεις είναι αποτελεσματικές σε μόλις 20% από τις περιπτώσεις. Σύμφωνα με τον AdamRoberts του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, «υπάρχουν ελάχιστες περιπτώσεις όπου μπορεί κανείς να εντοπίσει με βεβαιότητα πως οι κυρώσεις έχουν επιτυχία, με κάποιες εξαιρέσεις όπου υπάρχει συνδυασμός με άλλους παράγοντες». Για παράδειγμα, ενώ οι κυρώσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ στη Μιανμάρ μπορεί να έχουν συμβάλει στην απόφαση της χώρας να ανοίξει την οικονομία της και να προχωρήσει σε σταδιακές πολιτικές μεταρρυθμίσεις, ο φόβος υπερβολικής εξάρτησης από την Κίνα μπορεί να έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο.
Ωστόσο, τα πιθανά προβλήματα των καθεστώτων κυρώσεων εκτείνονται πολύ περισσότερο από την αναποτελεσματικότητα. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις πως οι κυρώσεις μπορούν να γίνουν αντιπαραγωγικές, όπως σε περιπτώσεις όπου τα στοχευμένα καθεστώτα εμπλουτίζονται ελέγχοντας μαύρες αγορές απαγορευμένων προϊόντων. Στην Αϊτή, για να θέσουμε ένα παράδειγμα, το στρατιωτικό καθεστώς διευκόλυνε το εμπόριο του πετρελαίου μαύρης αγοράς με τη Δομινικανή Δημοκρατία κατά τη διάρκεια του εμπάργκο του πετρελαίου στη χώρα το 1993 και το 1994.
Ο κίνδυνος εντείνεται όταν η στοχευμένη χώρα είναι σε ισχυρή θέση να ανταποδώσει, καθώς οι επηρεασμένες εκλογικές περιφέρεις μπορούν να στραφούν κατά των ηγετών τους που επέβαλαν τις κυρώσεις. Όταν οι ΗΠΑ και η ΕΕ επέβαλαν κυρώσεις στη Ρωσία ως απάντηση στην προσάρτηση της Κριμαίας, η Ρωσία ανταπέδωσε απαγορεύοντας τις εισαγωγές τροφίμων από τη δυτική Ευρώπη, οδηγώντας τους αγρότες στις Βρυξέλλες και αλλού σε διαμαρτυρίες για την πτώση των τιμών.
Ακόμη κι όταν οι κυρώσεις δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, ωστόσο, συχνά παραμένουν σε ισχύ. Ένας λόγος είναι πως, από τη στιγμή που υιοθετούνται οι κυρώσεις, τα πέντε μόνιμα μέλη του συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ μπορούν να ασκήσουν «αντίστροφο βέτο» στις προσπάθειες άρσης τους. Κατά συνέπεια, παρ’ ότι τα καθεστώτα κυρώσεων υποβάλλονται σε περιοδική αξιολόγηση, αυτό δε σημαίνει πολλά εφόσον τουλάχιστον ένα μόνιμο μέλος είναι αποφασισμένο να τις τηρήσει.
Αυτό συνέβη με τις κυρώσεις με τη στήριξη των ΗΠΑ που επιβλήθηκαν στο Ιράκ τη δεκαετία του 1990. Οι κυρώσεις είχαν σοβαρές συνέπειες όχι μόνο για τον Σαντάμ Χουσέιν και το καθεστώς τους, κατά των οποίων είχαν επιστρατευτεί, αλλά επίσης – και πιο σημαντικό – για έναν τεράστιο αριθμό αθώων ανθρώπων. Ο Joy Gordon του Πανεπιστημίου Loyola του Σικάγο εκτιμά πως οι κυρώσεις οδήγησαν σε 670.000-880.000 επιπλέον θανάτους παιδιών.
Αδιαμφισβήτητα, η διεθνής κοινότητα, αναγνωρίζοντας τη δυστυχία που προκάλεσαν οι κυρώσεις στο Ιράκ, έχει κινηθεί προς στοχευμένες ή «έξυπνες» κυρώσεις. Όμως παραμένει ασαφές εάν οι σημερινές στοχευμένες κυρώσεις είναι στην πραγματικότητα πιο αποτελεσματικές από τις γενικές κυρώσεις του παρελθόντος. Όπως επισημαίνει ο Gordon, το εμπόριο στη μαύρη αγορά μπορεί ακόμη να υπονομεύσει τα εμπάργκο όπλων και πετρελαίου. Επιπλέον, οι κυρώσεις που στοχεύουν συγκεκριμένες βιομηχανίες μπορούν να επηρεάσουν την ευρύτερη οικονομία με τρόπους που επιδεινώνει τη ζωή και την ευημερία των απλών πολιτών, παρ’ ότι αυτές οι συνέπειες συχνά παραβλέπονται.
Οι κυρώσεις που στοχεύουν συγκεκριμένα άτομα, όπως το πάγωμα της περιουσίας ή η απαγόρευση ταξιδίων, καταφέρνουν καλύτερα να αποφύγουν αυτές τις ευρείες παράπλευρες απώλειες. Ωστόσο, αθώοι άνθρωποι μπορούν να βρεθούν ακούσια σε αυτές τις λίστες, παρ’ ότι η διαδικασία εντοπισμού των στόχων έχει βελτιωθεί ως απάντηση στους δικαστικούς αγώνες αυτών που έχουν επηρεαστεί.
Φυσικά, οι κυρώσεις εξυπηρετούν κάποιον σκοπό. Όπως το θέτει ο Michael Doyle του Πανεπιστημίου της Κολούμπια, «Οι κυρώσεις μπορούν να δικαιολογηθούν εάν οι εναλλακτικές της απραξίας και της ένοπλης δύναμης είναι χειρότερες, κάτι που μερικές φορές ισχύει. Η απραξία μπορεί να συμπεριλαμβάνει την ανοχή σε κατάχρηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή τη χρήση αποκλειστικά προφορικής κριτικής. Η ένοπλη δύναμη είναι ταυτόχρονα δυσανάλογη για κάποιες καταχρήσεις και συχνά έχουν μεγαλύτερο κόστος σε ανθρώπινους και υλικούς όρους».
Το πρόβλημα προκύπτει όταν οι ηγέτες εξαρτώνται υπερβολικά από τις κυρώσεις. Ο John Ruggie του Χάρβαρντ περιγράφει το ζήτημα ευκρινώς: «Οι κυρώσεις αποτελούν εργαλείο πιεστικής διπλωματίας – μόνο που οι πολιτικοί παράγοντες έχουν ξεχάσει το κομμάτι της διπλωματίας». Πράγματι, φαίνεται συχνά πως οι ηγέτες, απρόθυμοι ή ανίκανοι να καταβάλουν τον χρόνο που χρειάζεται για να επιδιώξουν μια γνήσια πολιτική σχέση, χρησιμοποιούν τις κυρώσεις ως είδος παράκαμψης.
Όπως έχει επισημάνει ο Kenneth Rogoff του Χάρβαρντ, «Τα αποτελέσματα των κυρώσεων είναι συχνά αρκετά απογοητευτικά – τόσο πολύ που πολλοί ακαδημαϊκοί έχουν καταλήξει πως αυτού του είδους τα μέτρα συχνά επιβάλλονται ώστε οι κυβερνήσεις να μπορούν να δείξουν στο εγχώριο κοινό τους πως ‘κάνουν κάτι’». Αυτό ήταν σίγουρα αληθές με τις αυστηρές κυρώσεις που επέβαλαν οι ΗΠΑ στην Κούβα, οι οποίες ήταν εξίσου φτηνές και αναποτελεσματικές (στην πραγματικότητα, μπορεί να καθυστέρησαν τις μεταρρυθμίσεις).
Δυστυχώς, η σωστή επιλογή των κυρώσεων είναι γενικών λιγότερο πιεστικός στόχος από την υιοθέτηση των κυρώσεων. Ωστόσο, με δεδομένη την αβέβαιη επίδραση των κυρώσεων, είναι απαραίτητη μια νέα προσέγγιση. Άλλωστε, η δημόσια πολιτική θα πρέπει να βασίζεται σε στοιχεία, όχι σε διαισθήσεις και συναισθήματα. Και τα στοιχεία υποδεικνύουν πως, για να εξασφαλιστεί η επιτυχία και να αποφευχθούν οι απρόβλεπτες συνέπειες, θα πρέπει να βρεθούν προσεκτικά επιλεγμένες κυρώσεις, παράλληλα με τον πολιτικό διάλογο.
Η επιβολή των κυρώσεων μπορεί να έχει καλή αίσθηση. Όμως για να έχει και καλά αποτελέσματα θα πρέπει να βελτιώσουμε τον τρόπο που χρησιμοποιείται.