Οι επενδυτές αρχίζουν να ανησυχούν όχι μόνο για την πτώση των κερδών στις μεγαλύτερες τράπεζες. Όλο και περισσότερο αρχίζουν να ανησυχούν για την ικανότητά της να ξεπληρώσουν τα χρέη τους.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μπορούμε να το βρούμε στη Deutsche Bank, η οποία πασχίζει μπροστά στην πτώση των κερδών των συναλλαγών χρέους και σε μια ασαφή στρατηγική για την αύξηση των εσόδων. Και οι επενδυτές έχουν έναν ακόμη λόγο να ανησυχούν: η πτώση των τιμών της ενέργειας αποτελούν κίνδυνο σημαντικών απωλειών.
Η Deutsche Bank μπορεί να έχει «σημαντική» ενεργειακή έκθεση «η οποία δεν είναι επενδυτικού βαθμού και δεν είναι καλά ασφαλισμένη» έγραψαν οι Amit Goel και Jag Yogarajah, αναλυτές της Exane BNP Paribas, σε σημείωμά τους την περασμένη Τετάρτη. Προέβλεψαν μιαν αύξηση στις διατάξεις δανειακών απωλειών μεγαλύτερη από το μέσο της επικρατούσας άποψης των αναλυτών, οι οποίο προέβλεπαν αύξηση 19%, στα 1,14 δισεκατομμύρια ευρώ φέτος.
Την Πέμπτη, το κατώτερο χρέος μειωμένης εξασφάλισης της Deutsche Bank, μετατρέψιμα ομόλογα 6%, έπεσαν στα 76,5 λεπτά του ευρώ από τα 93,2 που ήταν στο τέλος του προηγούμενου έτους. Το χαμηλόβαθμο, εκφρασμένο σε ευρώ, χρέος της έχει χάσει 3,5% έως τώρα φέτος, μία από τις μεγαλύτερες απώλειες μεταξύ των μεγαλύτερων εκδοτών αυτού του είδους του χρέους, σύμφωνα με στοιχεία της Bank of America Merrill Lynch.
Μια παρόμοια τάση παρατηρήθηκε στην ανταλλαγή χρέους που προστατεύει τους επενδυτές από απώλειες από τραπεζικά χρέη μειωμένης εξασφάλισης.
Η Deutsche Bank δεν είναι η μόνη. Οι έμποροι παραγώγων απαιτούν σχεδόν τις μέγιστες πληρωμές για να προστατευθούν από απώλειες από το χρέος μειωμένης εξασφάλισης της HSBC από το 2012 και μετά, και τις μέγιστες από το 2009 για να ασφαλιστούν έναντι απωλειών από το χρέος μειωμένης εξασφάλισης της Standard Chartered.
Η HSBC και η Standard Chartered έχουν έναν σημαντικό αριθμό επιχειρήσεων στην Κίνα, η οποία αναπτύσσεται με τον αργότερο ρυθμό του τελευταίου τετάρτου του αιώνα. Είναι σαφές ότι οι επενδυτές ανησυχούν για την έκθεσή τους σε εταιρικά δάνεια σε αυτήν την περιοχή, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που κάποιοι αναλυτές προβλέπουν τρισεκατομμύρια δολάρια σε απώλειες μετά την επιδείνωση του κινεζικού χρέους.
Αυτή η επιδείνωση στην αντιληπτή πιστοληπτική ικανότητα είναι διαφορετική απ’ ότι συμβαίνει στις χρηματιστηριακές αγορές, όπου οι χρηματοπιστωτικές μετοχές βυθίζονται. Οι μετοχές της Credit Suisse για παράδειγμα, οι οποίες ανέφεραν ιδιαίτερα απογοητευτικά κέρδη την Πέμπτη, έπεσαν στο χαμηλότερο επίπεδό τους εδώ και περισσότερο από δύο δεκαετίες, ενώ οι ανταλλαγές που συνδέονται με το εκφρασμένο σε ευρώ χρέος μειωμένης εξασφάλισής της δεν αυξήθηκαν αμέσως δραστικά.
Αυτή η εστίαση στον πιθανό πιστωτικό κίνδυνο σε κάποιες από τις μεγαλύτερες τράπεζες αποτελεί μετάβαση από τα τελευταία χρόνια, όταν έμοιαζαν ανθεκτικές από την άποψη της πίστωσης, ακόμη κι όταν οι αναλυτές εξέφραζαν αμφιβολίες για τα μελλοντικά τους κέρδη. Άλλωστε, οι ρυθμίσεις που τις οδήγησαν να περικόψουν τα κόστη και να μειώσουν την ανάληψη ρίσκου θα έπρεπε να τις κάνουν περισσότερο ικανές να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις χρέους τους, τουλάχιστον στη θεωρία.
Ωστόσο, η θεωρία δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την αγορά χρηματοπιστωτικού χρέους μειωμένης εξασφάλισης που θα μπορούσε να εξαφανιστεί σε ένα χείριστο σενάριο. Οι επενδυτές φαίνονται να πωλούν γρήγορα τα πιο χαμηλόβαθμα τραπεζικά χρεόγραφα, ιδιαίτερα εκείνα που συνδέονται με ευρωπαϊκές εταιρείες με σημαντική έκθεση σε εταιρείες προϊόντων και δανειολήπτες στην Κίνα.
Οι επενδυτές δεν έχουν πραγματική αίσθηση του πόσο μπορεί να υποφέρουν οι τράπεζες από την πτώση των τιμών της ενέργειας και την επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης. Πολλοί από αυτούς δεν περιμένουν να το μάθουν.