Ζαραζόβ, Πολωνία – η Κριστίνα Τρζίνσκα, 68 ετών, καλλιεργεί ένα κομμάτι γης σε αυτή τη γωνία της ανατολικής Πολωνίας για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες. Στη σύνταξη πλέον, καλλιεργεί τριφύλλι ανάμεσα σε τακτικές σειρές θάμνων σμέουρων, για να ταΐζει τα κουνέλια της. Τα κουνέλια τα τρώει εκείνη, τα μούρα τα πουλά.
Τα μούρα της αποφέρουν το αντίστοιχο περίπου 1.300 δολαρίων τον χρόνο. Για να επιζήσουν, εκείνη και ο άντρας της βασίζονται στη σύνταξη που τους προσφέρει η πολωνική κυβέρνηση.
Οι χρηματοδοτούμενες από το κράτος συντάξεις βρίσκονται στην καρδιά του μοντέλου κοινωνικής πρόνοιας της Ευρώπης, προστατεύοντας τους ανθρώπους από την ακραία φτώχια σε μεγάλες ηλικίες. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν αφήσει στην άκρη σχεδόν τίποτα για να πληρώσουν αυτά τα επιδόματα, απλά χρηματοδοτώντας τα κάθε χρόνο από τα φορολογικά έσοδα. Τώρα, οι ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν ένα δημογραφικό τσουνάμι, υπό τη μορφή της αυξανόμενης δυσαναλογίας μεταξύ των χαμηλών ποσοστών γεννήσεων και την υψηλή μακροζωία, για την οποία λίγες είναι προετοιμασμένες.
Ο πληθυσμός των συνταξιούχων της Ευρώπης, ήδη ο μεγαλύτερος στον κόσμο, συνεχίζει να μεγαλώνει. Αναζητώντας ευρωπαίους 65 ετών και μεγαλύτερους, που δεν εργάζονται, βρίσκει κανείς 42 για κάθε 100 εργαζόμενους, και αυτή η αναλογία θα φτάσει στο 65 ανά 100 μέχρι το 2060, σύμφωνα με την υπηρεσία δεδομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως μέτρο σύγκρισης, οι ΗΠΑ έχουν 24 μη εργαζόμενους ανθρώπους άνω των 65 ετών για κάθε 100 εργαζόμενους, σύμφωνα με το γραφείο εργασιακών στατιστικών, το οποίο δεν έχει πρόβλεψη για το 2060.
Παρ’ ότι το πρόβλημα αυξάνεται εδώ και καιρό, αποκτά φύση εκτάκτου ανάγκης καθώς τα προβλήματα χρέους των ευρωπαϊκών χωρών, που προέκυψαν από την κρίση του 2008, πιέζουν τις κυβερνήσεις να επανεξετάσουν τις προτεραιότητές τους. Η Ελλάδα, που βρίσκεται στη χειρότερη κατάσταση, έχει αναγκαστεί να μειώσει τη γενναιοδωρία του ασφαλιστικού της συστήματος επανειλημμένα. Παρ’ ότι η κατάστασή της είναι εξαιρετικά σοβαρή, η Ελλάδα δεν είναι το μόνο ευρωπαϊκό κράτος που υποχρεώθηκε να παραδεχτεί πως έδωσε ασφαλιστικές υποσχέσεις που δεν μπορούσε να κρατήσει.
«Οι κυβερνήσεις της δυτικής Ευρώπης βρίσκονται κοντά σε χρεοκοπία λόγω της ωρολογιακής βόμβας των συντάξεων» είπε ο Ρόι Στόκελ, επικεφαλής διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στην Ernst & Young. «Έχουμε τόσους πολλούς της μεταπολεμικής γενιάς που βγαίνουν στη σύνταξη με την ελπίδα πως το κράτος θα παρέχει για αυτούς.»
Ακόμη και οι ΗΠΑ, με ένα ταμείο κοινωνικής ασφάλισης 2,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αντιμετωπίζει κριτική για υποσχέσεις μεγαλύτερες από αυτές που μπορεί να τηρήσει. Αυτό συμβαίνει επειδή το ταμείο – το οποίο έχει κυρίως μορφή IOUs από το υπουργείο Οικονομικών – αναμένεται να μην μπορέσει να καλύψει τα ποσά που χρειάζονται για όλα τα επιδόματα σε περίπου μία δεκαετία, και να στερεύσει το 20135. Η κατάσταση της Ευρώπης είναι πολύ χειρότερη.
Η δημογραφική πίεση θα μπορούσε να χαλαρώσει από την εισροή περισσότερων από ένα εκατομμύριο μεταναστών πέρυσι. Εάν πολλοί από αυτούς εισχωρήσουν τελικά στον πληθυσμό των εργαζομένων, το αποτέλεσμα θα ήταν αύξηση των φορολογικών εσόδων που θα συντηρήσουν το ασφαλιστικό μοντέλο. Προτού οι μετανάστες λάβουν το δικαίωμα να εργαστούν, ωστόσο, χρειάζονται στέγαση, φαγητό, παιδεία και ιατροφαρμακευτική φροντίδα. Η άφιξή τους θα έχει επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά που οι αξιωματούχοι έχουν μόλις ξεκινήσει να αξιολογούν.
Η πίεση του ασφαλιστικού δεν ακολουθεί τις γνωστές οδούς της κρίσης της ευρωζώνης, η οποία θέτει τον πιο ευδόκιμο βορά εναντίον του σπάταλου, υπερχρεωμένου νότου. Κάποιες από τις κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δημογραφικές προκλήσεις, όπως η Αυστρία και η Σλοβενία, ήταν μεταξύ αυτών που άσκησαν την πιο δριμεία κριτική στην Ελλάδα.
Η Γερμανία, την ίδια στιγμή, «προωθεί τους δημοσιονομικούς κανόνες στην Ισπανία και άλλες χώρες, όμως χαλαρώνει τους ασφαλιστικούς κανόνες» στο εσωτερικό, ανέφερε ο Κρίστοφ Μίλερ, γερμανός ακαδημαϊκός που συμβουλεύει την ΕΕ για τις στατιστικές των συντάξεων. Υπέδειξε μια πρόσφατη αλλαγή που επιτρέπει σε κάποιους εργαζόμενους να λάβουν επιδόματα δύο χρόνια νωρίτερα, στα 63. Εκπρόσωπος του υπουργείου Εργασίας της Γερμανίας το αποκάλεσε «πολύ περιορισμένο μέτρο».
Τα μοντέλα των κρατικών συντάξεων της Ευρώπης είναι γεμάτα ειδικές παροχές. Στη Γερμανία, οι υπάλληλοι του κράτους δεν πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι συνταξιούχοι λαμβάνουν επιπλέον πληρωμή τον χειμώνα για τη θέρμανση. Στη Γαλλία, οι χειρώνακτες ή οι εργαζόμενοι με νυχτερινές βάρδιες, όπως οι φουρνάρηδες, μπορούν να λάβουν νωρίτερα τα επιδόματά τους χωρίς ποινές.
Ενώ κάποιες χώρες – όπως η Νορβηγία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ολλανδία – έχουν σημαντικές αποταμιεύσεις σε δημόσια ταμεία ή ασφαλιστικά ταμεία με χρηματοδότηση του εργοδότη, πολλές άλλες έχουν ελάχιστες. Τα ετήσια κόστη των κρατών για τις δημόσιες συντάξεις αντιστοιχούν σε ένα δέκατο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Αυτό το ποσοστό του ΑΕΠ θα πρέπει να παραμείνει σταθερό τις επόμενες δεκαετίες, υπολογίζει η Eurostat, παρ’ ότι η πρόβλεψή της εξαρτάται από έναν αριθμό οικονομικών υποθέσεων.
Σε όλη την Ευρώπη, ο ρυθμός των γεννήσεων έχει μειωθεί κατά 40% από τη δεκαετία του 1960, σε περίπου 1,5 παιδί ανά γυναίκα, σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Σε αυτό το διάστημα, το προσδόκιμο ζωής έχει φτάσει περίπου στα 80 έτη από τα 69.
Στην Πολωνία, τα ποσοστά γεννήσεων είναι ακόμη χαμηλότερα, και εδώ η δημογραφική δυσαναλογία επιδεινώνεται από τη μετανάστευση. Εκμεταλλευόμενοι την ελεύθερη μετακίνηση στην Ευρώπη, πολλοί νέοι πολωνοί, σε ηλικία εργασίας, σπεύδουν στη Δύση, ιδιαιτέρως στο Λονδίνο, σε αναζήτηση υψηλότερων μισθών. Εργασία που δημοσιεύτηκε από την κεντρική τράπεζα της χώρας υπολογίζει πως μέχρι το 2030, ένα τέταρτο των γυναικών και ένα πέμπτο των αντρών της Πολωνίας θα είναι 70 ετών ή μεγαλύτεροι.
Το 2012, η πολωνική κυβέρνηση ξεκίνησε μια σειρά αλλαγών στο βασικό της σχέδιο για τις εθνικές συντάξεις για να τις κάνει πιο βιώσιμες. Μία από αυτές ήταν η σταδιακή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης. Αναμένεται να φτάσει στα 67 έτη μέχρι το 2040, σημειώνοντας μιαν αύξηση 12 ετών για τις γυναίκες και 7 για τους άντρες. Οι αλλαγές σημαίνουν πως το βασικό ασφαλιστικό σχέδιο είναι πλέον οικονομικά βιώσιμο, είπε ο Γιάτσεκ Ροστόβσκι, πρώην υπουργός Οικονομικών και αρχιτέκτονας της μεταρρύθμισης.
Το κόμμα που εφάρμοσε τις αλλαγές έχασε σε εκλογές τον Οκτώβριο, ωστόσο, και η βασική υπόσχεση του κόμματος που κέρδισε είναι να τις ανατρέψει. Προσφάτως, ο πρόεδρος της Πολωνίας παρουσίασε νομοσχέδιο για την ανατροπή των μέτρων.
«Πρέπει να φροντίσουμε τους ανθρώπους, την αξιοπρέπειά τους, όχι τα οικονομικά» είπε ο Κρίστοφ Γιούργκιελ, υπουργός γεωργίας της παρούσας κυβέρνησης του κόμματος Νόμου και Δικαιοσύνης.
Η κυρία Τρζίνσκα, η συνταξιούχα που καλλιεργεί μούρα και κουνέλια, δεν παρακολουθεί πολύ στενά την πολιτική. Αλλάζει κανάλι όταν εμφανίζονται πολιτικές συζητήσεις, όπως αυτή για τις συντάξεις, στην τηλεόρασή της. «Όλοι φωνάζουν ο ένας στον άλλον, δεν το καταλαβαίνω, είναι δυσάρεστο» λέει.
Όταν ήταν νέα και ζούσε υπό κομμουνιστικό καθεστώς, θυμάται, η οικογένειά της δούλευε τα χωράφια με άροτρα με άλογα και σπάνια έφευγε από το χωριό. Θυμάται χειμώνες τόσο κρύους που ένα ποτήρι ζεστού τσάι τοποθετημένο στο παράθυρο πάγωνε. Επί δεκαετίες η κυρία Τρζίνσκα όργωνε ένα μικρό χωράφι 17 εκταρίων μαζί με τον άντρα της Γιόζεφ, βγαίνοντας στη σύνταξη στα 55, την τότε ηλικία συνταξιοδότησης για τις γυναίκες. Εν τέλει, έδωσαν το μεγαλύτερο κομμάτι της γης τους στον γιο και στις δύο κόρες τους.
Για τα περισσότερα από τα χρόνια που εργάστηκε, η κυρία Τρζίνσκα δεν πλήρωσε εισφορές στο ειδικό ασφαλιστικό ταμείο της Πολωνίας για τους αγρότες. Όσο μικρές κι αν είναι οι πληρωμές του – λαμβάνει σε ζλότι το αντίστοιχο 225 δολαρίων κάθε μήνα – μόλις το ένα δέκατο των επιδομάτων του ταμείο καλύπτεται από τις εισφορές των σημερινών αγροτών. Το κρατικός υπολογισμός καλύπτει το κενό.
Επειδή ο άντρας της εργαζόταν σε κατάσταση επιπλέον της καλλιέργειας, λαμβάνει τη σύνταξή του από το βασικό εθνικό ασφαλιστικό ταμείο. Μετά τους φόρους, αυτή αντιστοιχεί σε περίπου 200 δολάρια κάθε μήνα. Μετά τις πωλήσεις των μούρων, οι δύο τους έχουν ένα συνολικό, μετά τους φόρους, εισόδημα 6.400 δολαρίων, περίπου το 60% του μέσου της Πολωνίας για δύο ανθρώπους.
«Δεν ανησυχώ για εμένα» είπε η κυρία Τρζίνσκα. «Έχουν ήδη αποφασίσει για τη σύνταξή μου. Όμως μερικές φορές βλέπω το debate και ανησυχώ πως θα είναι οι συντάξεις των παιδιών μου.»
Η μεγαλύτερη κόρη της, η 46χρονη Άννα Μαζουρέκ, μένει στον απέναντι δρόμο στο Ζαραζόβ. Διδάσκει στο σχολείο – λαμβάνοντας περίπου 1.375 δολάρια τον μήνα – φροντίζει δύο παιδιά και δαπανά πολλές ώρες φροντίζοντας το κατάστημα που δημιούργησε μαζί με τον άντρα της. Και εκείνος εργάζεται εκεί, ενώ παράλληλα καλλιεργεί σιτάρι, κριθάρι και βρώμη στο δικό τους κομμάτι του χωραφιού. «Για να ζήσεις στην εξοχή, πρέπει να έχεις πέντε δουλειές» είπε η κυρία Μαζουρέκ.
Κάθε χρόνο, το ασφαλιστικό ταμείο της στέλνει έναν υπολογισμό των επιδομάτων της όταν βγει στη σύνταξη. Ο πιο πρόσφατος ήταν στα 138 δολάρια τον μήνα. Εκπρόσωπος του ταμείου είπε πως θα παρέχει τουλάχιστον 224 δολάρια, πριν τους φόρους, ένα νόμιμο ελάχιστον που δε λαμβάνει υπόψη ο υπολογισμός.
Μια ώρα μακριά από το Λούμπλιν, μια γραφική μεσαιωνική πόλη κοντά στα ουκρανικά σύνορα, η αδερφή της, Μαλγκοραζάτα Ολετσόβσκα, εργάζεται ως υπεύθυνη γραφείο σε μια μη κερδοσκοπική εταιρεία με χρηματοδότηση της ΕΕ, για περίπου 1.600 δολάρια τον μήνα. Πληρώνει τουλάχιστον ένα τρίτο του εισοδήματός τους σε φόρους, μεταξύ αυτών 9,76% που πηγαίνει στο ασφαλιστικό ταμείο. Ο εργοδότης της συμβάλει με ένα αντίστοιχο ποσό. Η κυβέρνηση τα πληρώνει αυτά απευθείας στους σημερινούς συνταξιούχους, αντικαθιστώντας τα με νέα φορολογικά έσοδα.
Το σύστημα είναι μια «μυστηριώδης μηχανή» είπε η κυρία Ολετσόβσκα. Εκείνη αισθάνεται σαν να «υπάρχει μια τεράστια μαύρη τρύπα, και τα χρήματά μας πέφτουν μέσα χωρίς να παίρνουμε τίποτα.»
Αυτό που καταλαβαίνουν και οι δύο αδερφές είναι πως θα χρειαστεί να δουλέψουν πολύ περισσότερα χρόνια μετά την ηλικία που σταμάτησαν οι γονείς τους, να πληρώσουν μεγαλύτερες εισφορές και πιθανώς να συνταξιοδοτηθούν με μια λιγότερο γενναιόδωρη σύνταξη.
Μπορεί, ωστόσο, να είναι μια πιο εξασφαλισμένη, χάρη στην επιδιόρθωση του 2012 που έκανε το ταμείο οικονομικά πιο βιώσιμο. Οι αλλαγές σημαίνουν πως οι εισφορές από τους σημερινούς εργαζόμενους και τους εργοδότες τους καλύπτουν το 84% των επιδομάτων που παρέχει το σύστημα εθνικής κοινωνικής ασφάλισης της Πολωνίας, τα οποία συμπεριλαμβάνουν όχι μόνο τις συντάξεις, αλλά και τα επιδόματα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και αναπηρίας.
Η κυρία Ολετσόβσκα, 41, έχει σκεφτεί να επενδύσει σε ακίνητη περιουσία για να συμβάλει στη χρηματοδότηση της σύνταξής της, όμως δεν έχει δράσει. Η μεγαλύτερη αδερφή της, κυρία Μαζουρέκ, αμφιβάλει πως θα μπορεί να διαχειρίζεται παιδιά σχολικής ηλικίας στα 60 της και δεν είναι σίγουρη τι να κάνει για αυτό. Όταν η κυβέρνηση αύξησε την ηλικία συνταξιοδότησης, είπε: «Δε θύμωσα, όμως αισθάνθηκα ανήμπορη».
Η ΕΕ έχει πιέσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να είναι πιο ξεκάθαρες με τα ασφαλιστικά τους κόστη. Απαιτείται να δημοσιεύουν προβλέψεις για τις πληρωμές συντάξεων κάθε έτους. Ελάχιστες μόνο χώρες υπολογίζουν το συνολικό βάρος του χρέους των ασφαλιστικών υποσχέσεων που έχουν δώσει. Σε πολιτικές συζητήσεις, οι περισσότερες κυβερνήσεις το αντιμετωπίζουν σαν είδος χρέους χωρίς κόστους, που παρακρατείται από τους δημόσιους ισολογισμούς.
Ξεκινώντας από το 2017, οι κανόνες της ΕΕ θα απαιτούν από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να υπολογίζουν το συνολικό ποσό που θα πρέπει να πληρώνουν σε υπάρχοντες και μελλοντικούς συνταξιούχους. Κάνοντας αυτήν την υποχρέωση πιο ορατή, μπορεί να πειστούν να τη διαχειριστούν, είπε ο Χανς Χόγκερφορστ, επικεφαλής του Συμβουλίου Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και πρώην υπουργός Οικονομικός της Ολλανδίας. «Θα γίνει ξεκάθαρο πως η παρούσα κατάσταση δεν είναι βιώσιμη.»
Η συνειδητοποίηση μπορεί να πυροδοτήσει κάποιες δύσκολες αποφάσεις. Ο Μόριτς Κράμερ, επικεφαλής βαθμολόγησης κρατών για τη Standard & Poor’s, είπε πως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα πρέπει να παραδεχτούν κάποια στιγμή πως οι σημερινού εργαζόμενοι δε θα λάβουν τα ίδια ποσά από τα δημόσια ασφαλιστικά ταμεία.
Ο κύριος Στόκελ της Ernst & Young’s ανέφερε πως ρωτά τακτικά τον γιο του, στα 20 του, πόσα αποταμιεύει για τη συνταξιοδότησή του. Η απάντηση είναι τίποτα. Ο κύριος Στόκελ, στα 57 του, λέει πως και ο ίδιος δεν έχει αποταμιεύσει αρκετά. «Η προσδοκία μου ήταν πως η εταιρεία για την οποία εργαζόμουν θα παρείχε για εμένα» είπε.