Νωρίτερα φέτος, οι χρηματοπιστωτικές αγορές σε όλον τον κόσμο αναγκάστηκαν να περάσουν μέσα από μια τέτοια καταιγίδα – μια βίαια αναστάτωση που πυροδοτήθηκε από μια ασυνήθιστη συγχώνευση μικρότερων ταραχών. Αυξήθηκε η χρηματοπιστωτική μεταβλητότητα, ανησυχώντας τους επενδυτές, οι μετοχές βρέθηκαν σε τρενάκι του τρόμου, καταλήγοντας σημαντικά χαμηλότερα, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων βούλιαξαν και οι τράπεζες βρέθηκαν στην ασυνήθιστη θέση να χρειάζεται να πληρώνουν για τη δυνατότητα να κατέχουν ακόμη περισσότερο κρατικό χρέος (σχεδόν το ένα τρίτο του συνόλου).
Όσο περισσότερο επέμειναν αυτές οι ταραχές, τόσο μεγαλύτερη η απειλή για μια παγκόσμια οικονομία που ήδη δοκιμάζεται από δομικές αδυναμίες, ανισότητα εισοδήματος και πλούτου, συγκέντρωση μεγάλων χρεών, ελλειμματική συνολική ζήτηση και ανεπαρκή πολιτικό συντονισμό. Και παρ’ ότι έχει επιστρέψει μια σχετική ηρεμία στις χρηματοπιστωτικές αγορές, τα τρία αίτια της μεταβλητότητας δεν έχουν ακόμη διαλυθεί με τρόπο που να έχει σημασία.
Πρώτον, τα αυξανόμενα δείγματα οικονομικής αδυναμίας στην Κίνα και μια σειρά ασυνήθιστων πολιτικών παραπατημάτων εκεί, συνεχίζουν να δημιουργούν ανησυχίες για τη συνολική υγεία της παγκόσμιας οικονομίας. Με δεδομένο πως η Κίνα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, δε χρειάστηκε πολύς χρόνος μέχρι οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι να μειώσουν τις δικές τους προβλέψεις ανάπτυξης, και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προσδοκίες του για την παγκόσμια ανάπτυξη.
Δεύτερον, υπάρχουν ακόμη βάσιμες αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των κεντρικών τραπεζών, την ομάδα των θεσμών χάραξης πολιτικής που έχει ασχοληθεί ενεργά με τη στήριξη μιας βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι αμφιβολίες εστιάζουν στην προθυμία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας να παραμείνει «μη συμβατική». Αλλού, ωστόσο, οι αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα αφορούν την ικανότητα των κεντρικών τραπεζών να διαμορφώνουν, να εξηγούν και να εφαρμόζουν τις πολιτικές αποφάσεις. Για παράδειγμα, αντί να δουν τον ακτιβισμό των νομισματικών αρχών ως ενθαρρυντικό σημάδι πολιτικής αποτελεσματικότητας, οι αγορές αναστατώθηκαν με την απόφαση της Τράπεζας της Ιαπωνίας να ακολουθήσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, φτάνοντας τα επιτόκια ακόμη βαθύτερα στα αρνητικά πεδία.
Τρίτον, το σύστημα έχει απολέσει κάποιος μοχλούς ασφαλείας, τους οποίους δεν έχει ακόμη αποκαταστήσει. Υπάρχουν λιγότερες πηγές «υπομονετικού κεφαλαίου» να παίρνουν θέσει όταν οι πιο φοβισμένοι επενδυτές σπεύδουν προς την έξοδο. Στην αγορά του πετρελαίου, το άλλοτε ισχυρό καρτέλ του OPEC έχει αποχωρήσει από τον ρόλο του παραγωγού μεταβολών – περικόπτοντας δηλαδή την παραγωγή για να εμποδίσει την άτακτη πτώση των τιμών.
Κάθε ένας από τους τρεις αυτούς παράγοντες από μόνος του θα είχε τραβήξει την προσοχή των εμπόρων και των επενδυτών σε όλον τον κόσμο. Προκύπτοντας ταυτόχρονα, έχουν αποσταθεροποιήσει τις αγορές. Η ενδοσυνεδριακή μεταβλητότητα αυξήθηκε ουσιαστικά σε κάθε τομέα των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών. Η δυσμενής μετάδοση των τιμών έγινε πιο συχνή καθώς τα πιο ευάλωτα στοιχεία μόλυναν τα πιο ισχυρά, και οι συσχετίσεις των αγορών των περιουσιακών στοιχείων έγιναν λιγότερο σταθερές.
Όλα αυτά έγιναν σε ένα περιβάλλον με μια αμερικανική οικονομία που συνεχίζει να είναι μια ισχυρή μηχανή δημιουργίας θέσεων εργασίας. Όμως οι αγορές δεν ψήφιζαν για τις πιο πρόσφατες οικονομικές εξελίξεις στις ΗΠΑ. Αντίθετα, αναγκάζονταν να κρίνουν τη βιωσιμότητα των τιμών των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες, ενισχυμένες από τη ρευστότητα, είχαν εμφανώς αποσυνδεθεί από τα υπάρχοντα οικονομικά θεμελιώδη στοιχεία.
Ύστερα από αυτήν τη μεταβλητότητα, οι αγορές έχουν πρόσφατα επανακτήσει ένα πιο σταθερό πάτημα. Ωστόσο, η θεμελιώδης μακροπρόθεσμη πρόκληση του να μπορούν οι αγορές να επανεκτιμούν τα περιουσιακά στοιχεία σε σχέση με τα θεμελιώδη στοιχεία με έναν σχετικά τακτικό τρόπο – και, το πιο κρίσιμο, χωρίς να προκαλούν οικονομική ζημιά που θα οδηγούσε σε ακόμη πιο ασταθείς οικονομικές συνθήκες – παραμένει.
Πράγματι, όσο πιο συχνά τα φαινόμενα χρηματοπιστωτικής μεταβλητότητας τους επόμενους μήνες, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος πως θα οδηγήσουν τους καταναλωτές να γίνουν πιο προσεκτικοί με τις δαπάνες τους και θα κάνουν τις επιχειρήσεις να αναβάλουν ακόμη περισσότερο τις επενδύσεις τους σε νέες υποδομές και εξοπλισμό. Και, εάν αυτά επιμείνουν και εξαπλωθούν, ακόμη και οι ΗΠΑ – μια σχετικά υγιής οικονομία – πιθανώς να αναγκαστούν να αναθεωρήσουν προς τα κάτω τις προσδοκίες τους για την οικονομική ανάπτυξη και τα εταιρικά κέρδη.
Η ανθεκτική σταθεροποίηση των σημερινών αγορών είναι σημαντική, ιδιαίτερα για ένα σύστημα που έχει ήδη αναλάβει υπερβολικό χρηματοπιστωτικό ρίσκο. Χρειάζεται μια πολιτική μεταβίβαση υποκινούμενη από μια πιο υπεύθυνη συμπεριφορά από την πλευρά των πολιτικών και στις δύο άκρες του Ατλαντικού – μία που θα πραγματοποιήσει την απαραίτητα μετάβαση από την υπερβολική εξάρτηση από τις κεντρικές τράπεζες σε μια πιο ολοκληρωμένη πολιτική προσέγγιση που θα διαχειρίζεται τον συνδυασμό των δομικών προκλήσεων και των εμποδίων ζήτησης και χρέους της οικονομίας (και θα το κάνει αυτό σε ένα περιβάλλον ευρύτερου συντονισμού παγκόσμιας πολιτικής).
Εάν συμβεί αυτή η μεταβίβαση, οι θετικές τις επιπτώσεις σε όρους παροχής μιας χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης και πραγματικής παγκόσμιας σταθερότητας θα υπερτροφοδοτούνταν από την παραγωγική χρήση του ρευστού που κάθετε στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, και εμπνέοντας τεχνολογικές καινοτομίες που ξεκίνησαν ως αποκλειστικές του τομέα όμως έχουν πλέον επίδραση σε ολόκληρη την οικονομία. Εάν η μεταβίβαση αποτύχει, η χρηματοπιστωτική μεταβλητότητα που γνωρίσαμε νωρίτερα φέτος όχι μόνο θα επιστρέψει, αλλά μπορεί και να αποδειχθεί απλά και μόνο πρόλογος ενός σημαντικού κινδύνου ύφεσης, μεγαλύτερης ανισότητας και ανθεκτικής χρηματοπιστωτικής αστάθειας.