Για μια ακόμη φορά, η Ελλάδα βρίσκεται σε σημείο βρασμού. Με τα ταμειακά της διαθέσιμα να δέχονται υψηλή πίεση, φαίνεται απίθανο να καταφέρει να πληρώσει τη σωρεία δόσεων χρέους που λήγουν τους επόμενους μήνες. Συνεπώς, βρίσκεται σε εξέλιξη ένας νέος γύρος τεταμένων και παρατεταμένων συζητήσεων με τους πιστωτές – ένας που μπορεί να αποφέρει μια ακόμη προσωρινή λύση. Όμως η αναβολή του προβλήματος δεν είναι η μοναδική επιλογή των διαπραγματευτών. Μάλιστα, είναι η λάθος προσέγγιση.
Όταν αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα πληρωμών, μια χώρα έχει πέντε βασικούς ελιγμούς στη διάθεσή της. Μπορεί, πρώτον, να χρησιμοποιήσει τα νομισματικά αποθέματα και τον πλούτο που έχει συγκεντρώσει σε καλύτερες περιόδους και, δεύτερον, να δανειστεί εξωτερικά για να καλύψει τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις. Τρίτον, μπορεί παράλληλα ή επακόλουθα να πραγματοποιήσει εγχώρια μέτρα λιτότητας (όπως είναι οι υψηλότεροι φόροι ή οι περικοπές δαπανών) που απελευθερώνουν τους πόρους που χρειάζονται για να γίνουν οι πληρωμές του χρέους.
Τέταρτον, μια καταχρεωμένη χώρα μπορεί επίσης να εφαρμόσει στρατηγικές για να κινητοποιήσει την οικονομική ανάπτυξη, δημιουργώντας έτσι σταδιακό εισόδημα που θα μπορέσει να χρησιμοποιηθεί για να καλύψει μέρος των υποχρεώσεων. Και εάν τίποτα από αυτά δε δουλέψει, μπορεί να επιδιώξει την πέμπτη επιλογή: να επιτρέψει στις δυνάμεις της αγοράς να πραγματοποιήσουν το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής, είτε μέσω μεγάλων μετακινήσεων στις τιμές (συμπεριλαμβανομένης της συναλλαγματικής ισοτιμίας) είτε εξαναγκάζοντας σε χρεοκοπία.
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν σε ένα ιδανικό μείγμα και συνέχεια αυτών των ελιγμών. Η λεγόμενη «όμορφη απομόχλευση» ενέχει έναν συνδυασμό εσωτερικών μεταρρυθμίσεων, χρηματοδότηση και μια συνετή χρήση των μηχανισμών αποτίμησης της αγοράς.
Όμως αυτό που φαίνεται καλό στη θεωρία έχει αποδειχτεί δύσκολο να γίνει στην πράξη. Αρχικά, οι πολιτικοί είναι πιο πιθανό να συνεχίσουν την εξάρτηση των χωρών τους από τη χρηματοδότηση, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο των άτακτων προσαρμογών από την αγορά, παρά να εφαρμόσουν δύσκολες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομικές προσαρμογές. Για αυτόν τον λόγο, πολλές χώρες έχουν υπομείνει επώδυνες αναστατώσεις που έχουν επιδεινώσει πιθανώς αποφευκτές πτώσεις στην παραγωγή, έχουν προκαλέσει την εκτόξευση της ανεργίας και, στις χειρότερες περιπτώσεις, καταβάλει την προοπτική της ανάπτυξης.
Σε κάθε περίπτωση, εάν μια χώρα έχει ήδη πολύ μεγάλα χρέη, μπορεί να βρει πως καμία ποσότητα ρεαλιστικής προσαρμογής και χρηματοδότησης δεν είναι αρκετή – η κατάρα αυτού που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «υπερβολικό χρέος». Υπό αυτές τις συνθήκες, η εξάρτηση από τη λιτότητα για να απελευθερωθούν εσωτερικοί πόροι για να εξυπηρετηθεί το χρέος καταπνίγει την οικονομική ανάπτυξη. Οι μεταρρυθμίσεις υπέρ της ανάπτυξης και από την πλευρά της προσφοράς δεν μπορούν να φέρουν αποτελέσματα αρκετά γρήγορα για να αντισταθμίσουν αυτές τις επιπτώσεις.
Οι εξωτερικοί πιστωτές, από την πλευρά τους, κάνουν πίσω μπροστά στην προοπτική παροχής χρηματοδότησης σε μια χώρα που χρειάζεται να ξανασηκωθεί στα πόδια της, με όσους παρείχαν χρηματοδότηση νωρίτερα να είναι συχνά απρόθυμοι να δεχτούν απώλειες. Αυτό αφήνει μόνο μία πραγματική επιλογή: μιαν άτακτη προσαρμογή στην αγορά.
Καθώς μια τέτοια προσαρμογή δεν είναι πολύ πιο ελκυστική για τους πιστωτές απ’ ότι είναι για τους οφειλέτες, και οι δύο πλευρές εμπλέκονται σε χρονοβόρους γύρους διαπραγματεύσεων «παράτασης και προσποίησης», με την ελπίδα να προκύψει μια μαγική λύση. Φυσικά αυτό δε συμβαίνει. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια του χρόνου που χαραμίζουν, το χρέος γίνεται βαρύτερο, επιδεινώνοντας τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές του οφειλέτη, αλλά και αποθαρρύνοντας τις εισροές νέου κεφαλαίου και επενδύσεων που είναι κρίσιμες για τη μελλοντική ανάπτυξη.
Αυτή, εν ολίγοις, είναι η ιστορία της Ελλάδας. Αποφεύγοντας αποφασιστικές κινήσεις για την αντιμετώπιση του υπερβολικού χρέους, η χώρα και οι πιστωτές της έχουν συμβάλει σε μια κατάσταση που είναι απογοητευτική για όλους. Οι ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας δεν έχουν τίποτα ουσιαστικό να δείξουν για τα δισεκατομμύρια ευρώ που έχουν δανείσει στη χώρα. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που έχουν ακολουθήσει την προσέγγιση της παράτασης και της προσποίησης, έχουν θέσει σε κίνδυνο την αξιοπιστία τους.
Όμως οι μεγαλύτερες απώλειες είναι αυτές των ελλήνων πολιτών, οι οποίο υπέφεραν ένα από τα πιο αυστηρά προγράμματα λιτότητας και ακόμη δεν μπορούν να δουν το φως στην άκρη του τούνελ. Αντίθετα, το ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας είναι σήμερα αρκετά υψηλότερο απ’ ότι ήταν όταν ξεκίνησαν οι προσπάθειες λιτότητας. Και η ανεργία στους νέους και η μακροπρόθεσμη ανεργία έχουν παραμείνει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα για ανησυχητικά πολύ καιρό.
Η ισχνή επίδοση της ανάπτυξης της Ελλάδας τα τελευταία οκτώ χρόνια έρχεται σε έντονη αντίθεση με άλλα μέλη της ευρωζώνης που αντιμετώπισαν δύσκολες πιέσεις πληρωμών. Μην έχοντας πέσει τόσο σκληρά όσο η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία έχουν επανέλθει σε θετική ανάπτυξη. Ακόμη και η Κύπρος είχε καλύτερη επίδοση, αποφεύγοντας την οικονομική κατάρρευση και επανακτώντας την ανάπτυξη τα τελευταία δύο χρόνια, τη στιγμή που η Ελλάδα ξαναέπεσε σε ύφεση.
Η επίδοση της ελληνικής οικονομίας φαίνεται αδύναμη και συγκριτικά με την Ισλανδία, μια χώρα που, μη έχοντας την εξωτερική στήριξη που έλαβε η Ελλάδα, άντεξε μια δύσκολη προσαρμογή της αγοράς. Παρ’ ότι γνώρισε μια γενικώς παρόμοια οικονομική συστολή για κάποια χρόνια, η ανάπτυξη έχει επιστρέψει δριμύτερη, και ξεπερνά κατά πολύ αυτήν της Ελλάδας.
Καθώς η Ελλάδα και οι πιστωτές της (πλέον κυρίως κρατικοί δανειστές και πολυμερείς θεσμοί) συζητούν για το πώς θα αντιμετωπίσουν την κρίση ρευστότητας της χώρας που παραμονεύει, θα πρέπει να αναγνωρίσουν αυτές τις διαφορές και να μάθουν από τα λάθη της προηγούμενης προσέγγισης. Όσο περισσότερο αρνούνται την πραγματικότητα, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ζημιά – και τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το κόστος επιδιόρθωσής της.
Η αναβολή του προβλήματος είναι πολιτικά ευκολότερη από την εύρεση μιας ολοκληρωμένης και διαρκούς λύσης. Όμως σπάνια δουλεύει. Η Ελλάδα μπορεί να ξεπεράσει τα οικονομικά της προβλήματα μόνο εάν αλλάξει την προσέγγισή της. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα και οι πιστωτές της θα πρέπει να συμφωνήσουν σε ένα αξιόπιστο πρόγραμμα μείωσης του χρέους που θα στήριζε τις εγχώριες μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για να κινητοποιήσουν τις μηχανές ανάπτυξης της Ελλάδας και να θέσουν τις εσωτερικές υποχρεώσεις της σε συμφωνία με τις δυνατότητές της. Μια τέτοια προσέγγιση, την οποία ήδη στηρίζει το ΔΝΤ, θα ενίσχυε σημαντικά τις μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας.
Εάν η ξεκάθαρη οικονομική λογική δεν παρέχει με κάποιον τρόπο επαρκή κίνητρα στους ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας για να στηρίξουν τη μείωση του χρέους, σίγουρα θα το κάνει ο ρόλος της Ελλάδας στην πρώτη γραμμή της ιστορικής προσφυγικής κρίσης της Ευρώπης. Ύστερα από οκτώ μακρά χρόνια, είναι καιρός η Ελλάδα να λάβει τη βοήθεια που χρειάζεται, υπό τη μορφή μιας σωστής, προσανατολισμένης υπέρ της ανάπτυξης, μείωσης χρέους.