Ύστερα από χρόνια συζητήσεων και μιας-δυο εβδομάδων κωμικής όπερας, ο Καναδάς και η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέπνιξαν την αντίσταση της Βαλονίας – της γαλλόφωνης περιοχής του Βελγίου – και υπέγραψαν τη Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία τους. Ήταν ένα καλό αποτέλεσμα, αν και με ανησυχητικές προεκτάσεις.
Η CETA είναι ένα νέο είδος συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου. Ξεπερνώντας κατά πολύ την κατάρριψη των περισσότερων δασμών στα προϊόντα, καταρρίπτει και μη χρηματικά εμπόδια, και στοχεύει να ενθαρρύνει το εμπόριο στις υπηρεσίες και να αυξήσει τις ροές των ξένων επενδύσεων. Σκεφτείτε τη σαν μιας μικρότερης κλίμακας εκδοχή της Διατλαντικής Εμπορικής και Επενδυτικής Εταιρικής Σχέσης που ελπίζουν να εξασφαλίσουν οι ΗΠΑ με την ΕΕ. Παρ’ ότι οι αντιρρήσεις της Βαλονίας για τη CETA αντιμετωπίστηκαν, το επεισόδιο δημιουργεί ελάχιστη εμπιστοσύνη στις προοπτικές του TTIP.
Η CETA θα προχωρήσει πλέον σε δύο στάδια. Οι μειώσεις δασμών και άλλα συμβατικά εμπορικά μέτρα θα γίνουν «προληπτικά», ξεκινώντας τον επόμενο χρόνο, όμως κάποιες από τις μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να περιμένουν έγκριση, η οποία μπορεί να χρειαστεί χρόνια. Δεν είναι ακόμη αδύνατον η συμφωνία να καταρρεύσει.
Ένα τοπικό κοινοβούλιο σε μία χώρα της ΕΕ παρά λίγο να σφραγίσει την τύχη της CETA επειδή η Ευρώπη είχε θεωρήσει τη συμφωνία ως λεγόμενη μεικτή συμφωνία, και όχι ως συνηθισμένη εμπορική συμφωνία. Οι εμπορικές συμφωνίες της ΕΕ δεν απαιτούν κοινοβουλευτική έγκριση, οι μεικτές συμφωνίες τη χρειάζονται. Εάν η ΕΕ θέλει να πετύχει περισσότερες συμφωνίες σαν τη CETA, αυτό το προηγούμενο ήταν λάθος. Η εξασφάλιση της συμφωνίας όλων των εθνικών (και κάποιων τοπικών) κοινοβουλίων της ΕΕ δε θα είναι ποτέ εύκολη.
Το ότι η CETA παρά λίγο να αποτύχει είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό, καθώς η αντιμετώπιση της ρύθμισης των επιχειρήσεων και των επενδύσεων από τον Καναδά δε διαφέρει ιδιαίτερα από της Ευρώπης. Εάν το TTIP βρεθεί ποτέ στα κοινοβούλια της ΕΕ, η αντίθεση θα είναι ισχυρότερη, πυροδοτούμενη από την αντιπάθεια για τον αμερικανικού τύπου καπιταλισμό. Οι ενισχυμένες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με άλλες χώρες – συμπεριλαμβανομένης ίσως της Βρετανίας, μετά το Brexit – θα μπορούσαν επίσης να ολοκληρωθούν πιο δύσκολα.
Θα ήταν τόσο κακό να μην προχωρήσουν αυτές οι συμφωνίες; Πράγματι θα ήταν, καθώς η προώθηση διεθνούς ανταγωνισμού στις υπηρεσίες και τις επενδύσεις ενισχύει την ανάπτυξη και βοηθά τους καταναλωτές παντού, χαμηλώνοντας τα κόστη και αυξάνοντας το συνολικό βιοτικό επίπεδο. Συμπληρωματικές πολιτικές (όπως η στήριξη εισοδήματος και η βοήθεια στην επανεκπαίδευση) είναι επίσης απαραίτητες, για να βοηθηθούν εργαζόμενοι που μπορεί να υποφέρουν από τον ισχυρότερο ανταγωνισμό. Όμως το χειρότερο αποτέλεσμα θα είναι εάν οι κυβερνήσεις δεν τα καταφέρουν σε αυτούς τους τομείς και κάνουν πίσω στο εμπόριο, κάτι που αποτελεί την τάση που προκύπτει. Θα ήταν εξίσου ανόητο με την απάντηση των αρνητικών επιδράσεων της τεχνολογικής προόδου στην αγορά εργασίας καταπνίγονταν την καινοτομία.
Σε κάποιες περιοχές, ομολογουμένως, η τακτική ευελιξία μπορεί να είναι λογική. Υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ της υποχώρησης σε επουσιώδεις προβλέψεις που δημιουργούν ιδιαίτερες αντιδράσεις. Οι συμφωνίες για την επίλυση διαφορών μεταξύ ξένων επενδυτών και κυβερνήσεων των χωρών υποδοχής αποδεικνύονται ιδιαίτερα δύσκολες. Παρ’ ότι τα παράπονα είναι σε μεγάλο βαθμό παραπλανημένα, τα μέτρα διεθνούς διαμεσολάβησης μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερος κόπος απ’ ότι αξίζει, ιδιαίτερα για συμφωνίες ανάμεσα σε χώρες με λειτουργικά νομικά συστήματα.
Η μεγαλύτερη πρόκληση για τις χώρες που εμπλέκονται, ωστόσο, είναι να πείσουν για το εμπόριο και τον ανταγωνισμό. Θα πρέπει να προχωρήσουν με τη CETA, το TTIP, τη Δια-Ειρηνική Συνεργασία – όμως δεν μπορούν να περιμένουν να πετύχουν εάν δεν αντιμετωπίσουν τις απόψεις κατά της παγκοσμιοποίησης κατά μέτωπον. Έως τώρα, αυτό είναι κάτι που εμφανώς δεν έχουν καταφέρει.