Σε με πρόσφατη έρευνα, η Παγκόσμια Τράπεζα υπολόγισε πως το 2015, περισσότεροι από 700 εκατομμύρια άνθρωποι παρέμειναν καθηλωμένοι στη φτώχεια, ή 9,6% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αυτοί φαίνονται μεγάλοι αριθμοί, μέχρι να τους συγκρίνουμε με αυτούς του 1990, όταν σχεδόν δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν στη φτώχεια – ένα εντυπωσιακό 37% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αυτή η πρόοδος έχει δημιουργήσει μια πραγματική πιθανότητα η ακραία φτώχεια να μπορεί να εξαφανιστεί στο όχι πολύ μακρινό μέλλον.
Αυτή η προοπτική μπορεί τώρα να βρίσκεται σε κίνδυνο. Μετά την ψήφο του Brexit και την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ένας πιο τοξικός οικονομικός εθνικισμός έχει αρχίσει να επεκτείνεται σε κάποιες δυτικές πρωτεύουσες. Σε μία από τις πρώτες του ενέργειες, ο Τραμπ απέσυρε επίσημα τη στήριξη των ΗΠΑ στη Δια-Ειρηνική εμπορική συμφωνία. Εάν φτάσει στα λογικά του άκρα, αυτό το όραμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε άνοδο τις πολιτικές που ανατρέπουν την παγκόσμια μάχη κατά της φτώχειας, με δυνητικά καταστροφικές συνέπειες τόσο για τους πλούσιους όσο και για τους φτωχούς.
Οποιαδήποτε σοβαρή μείωση του παγκόσμιου εμπορίου θα απειλούσε τις ίδιες ακριβώς οικονομικές δυνάμεις που έχουν δημιουργήσει αυτές τις σημαντικές αυξήσεις πλούτου στον αναδυόμενο κόσμο. Η οικονομική ιστορία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει αποδείξει πως ο καλύτερος τρόπος για τις χώρες να μετακινηθούν από τη φτώχεια στην ευημερία είναι να συμμετάσχουν σε ένα παγκόσμιο εμπορικό σύστημα. Οι φτωχότερες χώρες πολύ απλά δεν έχουν το κεφάλαιο και την αγοραστική ικανότητα να αναπτύξουν βιομηχανίες και να ενισχύσουν το κράτος πρόνοιας από μόνες τους. Μόνο εκμεταλλευόμενες τη ζήτηση στις ΗΠΑ και άλλα πλούσια κράτη θα μπορούσαν αυτές οι χώρες να συντηρήσουν τις θέσεις εργασίας και την ανάπτυξη που χρειάζεται για να αυξήσουν τα εισοδήματα.
Για αυτόν τον λόγο οι εξαγωγές έβγαλαν την Κίνα, τη Νότιο Κορέα και άλλες γοργά αναπτυσσόμενες Ασιατικές Τίγρεις από τη φτώχεια. Τώρα, περισσότερες χώρες, από την Ινδία έως την Αιθιοπία, προσπαθούν να μιμηθούν την επιτυχία τους συνδεόμενες πιο στενά με τις ροές του παγκόσμιου εμπορίου και των επενδύσεων.
Οι ελπίδες τους εξαρτώνται από την επιβίωση του ελεύθερου εμπορίου. Εν τέλει, οι ΗΠΑ και άλλες προηγμένες οικονομίες αξίζουν μεγάλο μέρος των ευσήμων για την πρόσφατη άνοδο στην παγκόσμια ευημερία. Ανοίγοντας τις αγορές τους σε εισαγωγές από φτωχότερα κράτη, τα πλουσιότερα έθνη του κόσμου δημιούργησαν δουλειές στα φτωχότερα του κόσμου – δουλειές που έσωσαν εκατομμύρια ζωές από τη δυστυχία. Η ευρύτερη απελευθέρωση του εμπορίου θα επεκτείνει τις προσπάθειες διάσωσης των εκατομμυρίων που εξακολουθούν να ζουν στη φτώχεια. Έρευνα του 2015 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και την Παγκόσμια Τράπεζα κατέληξε πως «μια συνεχής προσπάθεια εμβάθυνσης της οικονομικής ενοποίησης και περαιτέρω μείωσης του εμπορικού κόστους είναι απαραίτητη για να δοθεί τέλος στη φτώχεια».
Κατά ειρωνική συγκυρία, η ίδια επιτυχία που είχαμε στη μείωση της φτώχειας, έχει θέσει σε κίνδυνο την περαιτέρω πρόοδο. Εντάσσοντας τις φτωχότερες χώρες του κόσμου στην παγκόσμια αλυσίδα προμηθειών για smartphones, τζιν και άλλα προϊόντα, ο ανταγωνισμός στο διεθνές εμπόριο έχει γίνει πιο σκληρός ανάμεσα στους χαμηλόμισθους εργαζόμενους στον αναπτυσσόμενο κόσμο και τους υψηλού κόστους εργαζόμενους στον αναπτυγμένο κόσμο για την ίδια δουλειά. Είναι μια διαμάχη που κάποιοι στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ιαπωνία έχουν χάσει, καθώς οι γραμμές παραγωγής μεταφέρθηκαν σε φτηνότερες, αναδυόμενες οικονομίες. Το αποτέλεσμα ήταν η ευρεία οργή σε πολλές πλούσιες χώρες για το ελεύθερο εμπόριο. Όλες αυτές οι δουλειές που έβγαλαν τους φτωχούς κινέζους και μεξικανούς από τη φτώχεια, οι πολίτες τους πιστεύουν πως κλάπηκαν από τους ίδιους.
Ο Τραμπ εκμεταλλεύτηκε επιτυχώς αυτήν την οργή κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, βάζοντάς τα με το ελεύθερο εμπόριο και υποστηρίζοντας πως συμφωνίες όπως το TPP και η Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερων Συναλλαγών είναι καταστροφικές για τους αμερικανούς εργαζομένους και υποσχόμενος να τους προστατέψει από τα δεινά του ξένου ανταγωνισμού. Δε γνωρίζουμε ακόμη τι άλλο θα προσπαθήσει να κάνει, ή πόσο ψηλά μπορεί να είναι τα προστατευτικά εμπόδια που θα βάλει. Η επιχειρηματική κοινότητα συνεχίζει να πιέζει τον Τραμπ να κρατήσει σε κίνηση το ζωτικό εμπόριο.
Όμως έχει ήδη απειλήσει να επιβάλει δασμό 45% στις κινέζικες εισαγωγές, και προειδοποίησε εταιρείες όπως η Carrier και η Toyota πως θα επιβάλει σκληρό συνοριακό φόρο σε οτιδήποτε κατασκευάζεται σε μεξικανικά εργοστάσια για πώληση στις ΗΠΑ. Αυτού του είδους τα βήματα μπορεί γρήγορα να εξελιχθούν σε έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο. Αξιωματούχοι τόσο στην Κίνα όσο και στο Μεξικό έχουν πει πως θα ανταποδώσουν εάν ο Τραμπ εμποδίσει τις εξαγωγές τους.
Αυτές οι πολιτικές θα απέκλειαν τους φτωχότερους πολίτες του κόσμου από τις δουλειές που χρειάζονται για να ξεφύγουν από τη φτώχεια. Και ένας εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις σημαντικότερες οικονομίας θα μείωνε επίσης τη συνολική παγκόσμια ανάπτυξη, φέροντας ένα ακόμη χτύπημα στους άπορους. Η διευθύνουσα σύμβουλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποίησε πέρυσι πως η αργή ανάπτυξη στον αναπτυσσόμενο κόσμο έχει ήδη τίμημα για τους φτωχούς. Τα εισοδήματα στον αναπτυσσόμενο κόσμο συγκλίνουν με αυτά στις αναπτυγμένες χώρες με λιγότερο από δύο τρίτα του ρυθμού που είχε προβλέψει το ΔΝΤ πριν από μία δεκαετία.
Κάποιοι αναγνώστες ίσως θα σκέφτονται: Κρίμα, αλλά είναι ένας σκληρός κόσμος, και οι ΗΠΑ έχουν να ανησυχούν για τα δικά τους, όχι για κάποιες άπορες οικογένειες στο Μπαγκλαντές ή τη Νιγηρία. Αυτός ο τρόπος σκέψης είναι κοντόφθαλμος. Η ανακούφιση της φτώχειας δεν είναι μόνο ηθική ανάγκη, αλλά και οικονομική. Με τις κοινωνίες σε όλον τον αναπτυγμένο κόσμο να γερνούν και πολλές, από την Ιαπωνία ως την Ιταλία, να δυσκολεύονται να αναπτυχθούν, οι αμερικανικές εταιρείες και οι αμερικανοί που απασχολούν θα μπορέσουν να πουλήσουν περισσότερα αεροπλάνα, αυτοκίνητα και πολιτικές ασφάλισης μόνο εάν περισσότεροι φτωχοί από τον αναδυόμενο κόσμο μπουν στην παγκόσμια μεσαία τάξη.
Και εάν δε σας απασχολούν καθόλου οι φτωχοί των άλλων χωρών, τι λέτε για αυτούς της δικής σας; Έρευνα του Εθνικού Ιδρύματος Αμερικανικής Πολιτικής υπολόγισε πως το είδος των δασμών που έχει απειλήσει ο Τραμπ να επιβάλει στην Κίνα και το Μεξικό θα κοστίσει στο φτωχότερο 10% των αμερικανικών νοικοκυριών 18% του εισοδήματός τους μετά τους φόρους, ή περίπου 4.670 δολάρια σε πέντε χρόνια. Αυτή είναι μια επιπλέον επιβάρυνση που κανείς δεν μπορεί να αντέξει.