Αυτό είναι το συμπέρασμα που μπορεί να βγάλει κανείς από τη φετινή έκδοση της Έκθεσης Ασφαλείας του Μονάχου, ένα έγγραφο που καθορίζει την ατζέντα και παρουσιάζεται ετησίως από τους διοργανωτές του Συνεδρίου Ασφαλείας του Μονάχου, την πιο υψηλού κύρους γεωπολιτική συνεδρίαση του κόσμου. Το συνέδριο θα ξεκινήσει στις 17 Νοεμβρίου, με συμμετέχοντες όπως η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Μάικ Πενς. Ίσως για πρώτη φορά από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι συμμετέχοντας θα προσπαθήσουν να χαράξουν στρατηγική σε έναν κόσμο όπου δεν μπορούν να δουν περισσότερα από ένα-δύο βήματα μπροστά.
Το 2016, η έκθεση Ασφαλείας του Μονάχου ανέφερε σχεδόν εν παρόδω πως οι απουσία των ΗΠΑ από τις συζητήσεις για τη σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία θα ήταν αδιανόητη στο παρελθόν, και πως οι ΗΠΑ δε φαίνονταν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την επίλυση της κρίσης στη Συρία με τους δικούς τους όρους. Το 2017, όλα τα στοιχήματα είναι ανοιχτά για το τι θα κάνουν τελικά οι ΗΠΑ: ο Ντόναλντ Τραμπ και τα μέλη της ομάδας του έχουν κάνει τόσες αντικρουόμενες δηλώσεις για την εξωτερική πολιτική (και κάποιες από αυτές αναφέρονται στην έκθεση, η μία μετά την άλλη) που τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο πέραν του ότι σκοπεύουν να κρατήσουν τα χαρτιά τους κλειστά καθώς θα βάζουν την «Αμερική πρώτη». Η έκθεση αναφέρει:
«Οι συνέπειες για τη διεθνή τάξη θα μπορούσαν να είναι τρομερές: εάν οι ΗΠΑ κάνουν πίσω, τα κενά θα καλυφθούν από άλλους παίκτες. Βασικοί θεσμοί θα αποδυναμωθούν, οι λαφυραγωγοί θα ενθαρρυνθούν. Και κάποιο σύμμαχοι των ΗΠΑ μπορεί να μην έχουν άλλη εναλλακτική από το να ξεκινήσουν να προσεγγίζουν άλλους εταίρους. Άλλοι θα προσπαθήσουν να πείσουν τη νέα κυβέρνηση πως οι συμμαχίες υπό τις ΗΠΑ συνεχίζουν να αποτελούν καλή συμφωνία για την Ουάσινγκτον – και πως υπάρχει εγγενής αξία στις μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις. Άλλωστε, οι επιτυχημένες συμφωνίες βασίζονται στην εμπιστοσύνη, η οποία προϋποθέτει κάποια προβλεψιμότητα και είναι συχνά ισχυρότερη ανάμεσα σε χώρες που μοιράζονται κοινές αξίες – όχι ανάμεσα σε οπορτουνιστές ηγέτες. Μια μονομεριστική κυβέρνηση Τραμπ μπορεί να ανακαλύψει πως έχει πολύ διαφορετικό χέρι από αυτό που πιστεύει αυτή τη στιγμή. Και μόλις τα χαρτιά βρεθούν στο τραπέζι, δεν μπορείς να προσποιηθείς ότι δεν τα έπαιξες.»
Η αναποτελεσματικότητα των ΗΠΑ ως πυλώνας ασφαλείας, ωστόσο, δεν πηγάζει μόνο από την έλλειψη προβλεψιμότητας του Τραμπ. Δεν έχει τρόπο να εδραιωθεί σε κάποιες από τις πιο σημαντικές παγκόσμιες κρίσεις. Οι ΗΠΑ δεν αισθάνονται απλά υποχρεωμένες να αποφύγουν μια σύγκρουση με τη Ρωσία, όπως έχει κάνει στο παρελθόν στην Ουκρανία και τη Συρία – φαίνονται επίσης να έχουν φτάσει στα όρια της επιρροής τους στην περίπτωση της Βορείου Κορέας.
«Εάν οι ΗΠΑ προσθέσουν κυρώσεις (συμπεριλαμβανομένων αυτών που χτύπησαν τις κινέζικες τράπεζες), πιέσουν την Κίνα να αυξήσει τα εξαναγκαστικά μέτρα της κατά της Βορείου Κορέας, ή επιλέξει στρατιωτικά βήματα, μπορεί να βρεθούμε μπροστά σε μια μεγάλη κρίση ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα» επισημαίνει η έκθεση. Με άλλα λόγια, οι οικονομικές κυρώσεις, το όπλο που είναι πιο εύκολο να χρησιμοποιήσουν οι ΗΠΑ, μπορεί να οδηγήσουν σε στρατιωτική κλιμάκωση, για την οποία οι ΗΠΑ δεν έχουν το νεύρο. Η «στρατηγική κοινότητα», όπως αποκαλούν τους συμμετέχοντες οι οργανωτές του Συνεδρίου του Μονάχου, φαίνεται να αρχίζει να βλέπει την ισχύ τον ΗΠΑ σαν ένα είδος αστήρικτης μπλόφας. Είναι ξεκάθαρο πως υπάρχει, αλλά δεν μπορεί στην πραγματικότητα να χρησιμοποιηθεί.
Το 2017, οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον η φάλαινα στην πλάτη της οποίας στηρίζεται ο υπόλοιπος κόσμος, αλλά μια πηγή αβεβαιότητας και εντάσεων. Η συμβατική γνώση προ-Τραμπ απέδιδε αυτόν τον ρόλο σε άλλο μέρος της Δύσης – την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρ’ ότι στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο σχολιαστές συχνά επιμένουν σε αυτόν τον τρόπο σκέψης, η έκθεση του Μονάχου – η οποία γράφτηκε άλλωστε στη Γερμανία – παρουσιάζει την ΕΕ ως μια πιθανή νέα υπερδύναμη. Σε ό,τι αφορά την ασφάλεια, αυτά είναι ευχολόγια σε αυτό το στάδιο, όμως η ώθηση του μηνύματος της έκθεσης πως οι αυξανόμενες απειλές στην ευρωπαϊκή ασφάλεια – ιδιαίτερα από τον ρωσικό επεκτατισμό και την ισλαμιστική τρομοκρατία – οδηγεί την Ευρώπη πως τη μεγαλύτερη ενότητα, μια σημαντική τάση.
«Πότε, εάν όχι τώρα, θα βρεθεί η επιρροή των Βρυξελλών στον κόσμο στην κορυφή του μενού» διερωτάται η έκθεση.
Εντοπίζονται δείγματα μιας μεγαλύτερης ευρωπαϊκής επίγνωσης πως δεν είναι πια εφικτό να βασίζεται στις ΗΠΑ για την άμυνα στις αυξημένες αμυντικές δαπάνες – παρ’ ότι οι ΗΠΑ συνεχίζουν να δαπανούν περισσότερα από ολόκληρη την ΕΕ με τέσσερα προς ένα.
Περίπου ένα τρίτο των γερμανών και των γάλλων θα ήθελαν να δουν τις χώρες τους να δαπανούν περισσότερα για τον στρατό. Η Πολωνία και άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης είναι ξεκάθαρα υπέρ της αύξησης των αμυντικών δαπανών.
Τα χρήματα από μόνα τους, ωστόσο, δε θα είναι αρκετά για να οδηγήσουν την Ευρώπη πιο κοντά στη στρατιωτική αυτάρκεια. Θα πρέπει να προχωρήσει σε βαθύτερη στρατιωτική ενοποίηση, κάτι που σημαίνει τον εξορθολογισμό των προμηθειών. Οι ευρωπαϊκοί στρατοί χρησιμοποιούν πολύ διαφορετικά οπλικά συστήματα: δεκαεπτά βασικές κατηγορίες μαχητικών τανκς σε σχέση με μόλις μία για τις ΗΠΑ, 20 τύπους μαχητικών αεροσκαφών έναντι έξι, και 13 είδη πυραύλων αέρος έναντι τριών. Το χάος είναι δύσκολο να διορθωθεί επειδή ο επανεξοπλισμός είναι ακριβός, και οι ευρωπαίοι πολιτικοί δεν μπορούν να επιτρέψουν στην αμυντική βιομηχανία της χώρας τους να μαραθεί.
Η στρατιωτική συνεργασία εκτός του πλαισίου του ΝΑΤΟ είναι επίσης αδοκίμαστη και δύσκολη. Χωρίς έναν κυρίαρχο παίκτη όπως οι ΗΠΑ, μπορεί να αποδειχθεί επίμαχη υπόθεση, ιδιαίτερα δεδομένης της μακράς και όχι εντελώς ξεχασμένης ιστορίας των στρατιωτικών συγκρούσεων ανάμεσα στα ευρωπαϊκά έθνη.
Για αυτούς τους λόγους, ο δρόμος της Ευρώπης προς τη θέση της υπερδύναμης φαίνεται σήμερα μακρύς και δύσκολος. Όμως και μόνο το γεγονός πως οι διοργανωτές του συνεδρίου του Μονάχου θεωρούν πως αξίζει να συζητηθεί, δείχνει πως δεν είναι και ανέφικτο όνειρο. Η Ευρώπη μπορεί να μην έχει επιλογή εάν η κυριαρχία των ΗΠΑ στον κόσμο συνεχίσει να διαβρώνεται.