Θεωρούν όμως ταυτόχρονα πως ο ισολογισμός της θητείας της είναι αξιοσημείωτος, έχοντας να επιδείξει πάρα πολλές θετικά αποτελέσματα.
Μεταξύ άλλων πιστεύουν πως με το ρεαλισμό της έχει καταφέρει να διατηρήσει τη συνοχή της Ευρωζώνης, ότι προστάτευσε την ΕΚΤ από διάφορες επιθέσεις, πως η οικονομία της χώρας της είναι η πλέον αποτελεσματική παγκοσμίως, αφού το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της είναι το μεγαλύτερο στον πλανήτη (300 δις €), ότι διέφυγε εντελώς από τη χρηματοπιστωτική κρίση παρά το τεράστιο κόστος, με το οποίο την επιβάρυναν οι Η.Π.Α., καθώς επίσης πως η γερμανική εξαγωγική βιομηχανία λειτουργεί στο ζενίθ, με τους μισθούς των εργαζομένων να αυξάνονται ξανά μετά το 2014.
Οι επιτυχίες της αυτές αφορούν και τα χρηματιστήρια, αφού ο δείκτης των μεγαλύτερων γερμανικών εταιρειών (DAX) είχε αυξηθεί έως πρόσφατα κατά 107% από το ξεκίνημα της θητείας της – συμπεριλαμβανομένων των μερισμάτων. Για σύγκριση (γράφημα), στο ίδιο χρονικό διάστημα ο γαλλικός δείκτης (CAC) αυξήθηκε κατά 47%, ο ισπανικός (IBEX) κατά 44%, ενώ ο ιταλικός (MIB) μειώθηκε κατά 28% – με τις τράπεζες της Ιταλίας να καταρρέουν, καθώς επίσης με τη βιομηχανία της να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Σήμερα ο δείκτης είναι ακόμη καλύτερος, έχοντας υπερβεί τις 12.000 μονάδες – ενώ θεωρείται πως έχει πολλά ακόμη να προσφέρει.
Σύμφωνα τώρα με τις δημοσκοπήσεις, δεν υπάρχει καμία κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στην πολιτική, όσον αφορά τη Γερμανία, αντίστοιχη με αυτήν στις Η.Π.Α. – λόγω της οποίας θεωρείται πως κέρδισε τις εκλογές ο κ. Trump. Εκτός αυτού στα τέλη του 2016 το 50% των Γερμανών αξιολόγησε την οικονομική του κατάσταση από καλή έως πολύ καλή – ένα ποσοστό ρεκόρ στα ιστορικά χρονικά της χώρας.
Το ίδιο ποσοστό, σε αντίθεση με τους Αμερικανούς, θεωρεί πως η παγκοσμιοποίηση αποτελεί πλεονέκτημα για την οικονομία – ενώ μόλις το 33% ανησυχεί πλέον για τους μετανάστες, από 50% το προηγούμενο έτος, γεγονός που επεξηγεί την πτώση των εκλογικών ποσοστών των ακροδεξιών κομμάτων, όπως του AfD.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, λογικά απορεί κανείς για την κατακόρυφη άνοδο των ποσοστών της αντιπολίτευσης, μετά την ανάληψη της ηγεσίας της από τον κ. Schulz – αφού ο λαός της χώρας δεν μπορεί παρά να είναι ευχαριστημένος από τα αποτελέσματα της καγκελαρίου, οπότε θα έπρεπε να την στηρίζει, χωρίς να επιθυμεί μία άλλη κυβέρνηση.
Εν τούτοις, όταν κοιτάξει κανείς καλύτερα τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, θα διαπιστώσει πως το 80% των ανώτερων εισοδηματικών τάξεων θεωρεί πως η οικονομική του κατάσταση είναι από καλή έως πολύ καλή – ενώ μόλις το 33% των μεσαίων και κατώτερων. ‘Όσον αφορά την παγκοσμιοποίηση, είναι μεν μόλις το 28% εναντίον, αλλά το 50% των ερωτηθέντων δεν απάντησαν καθόλου – κάτι που δεν δικαιολογείται για μία χώρα με τόσο τεράστια εμπορικά πλεονάσματα, καθώς επίσης χωρίς πληθωρισμό, λόγω ακριβώς των φθηνών εισαγωγών από τις άλλες χώρες.
Από την άλλη πλευρά, το ΑΕΠ της Γερμανίας αυξάνεται, η ανεργία μειώνεται, οι μισθοί κατά μέσον όρο άρχισαν να είναι ανοδικοί, αλλά τα φαινόμενα απατούν – αφού το 40% του πληθυσμού της χώρας έχει σημαντικά χαμηλότερα πραγματικά εισοδήματα, σε σχέση με το 1999! Ακόμη χειρότερα, τα πραγματικά εισοδήματα αυτού του 40% του πληθυσμού είναι στάσιμα μετά το 1992, παρά την ανάπτυξη της χώρας, την άνοδο του ΑΕΠ, των πλεονασμάτων της κοκ. – στα πλαίσια του μισθολογικού dumping που έχει υιοθετήσει η Γερμανία, για να αυξάνει την ανταγωνιστικότητα της.
Όσον αφορά την πλειοψηφία των εργαζομένων, θεωρούν τον εαυτό τους ζημιωμένο από τον ανταγωνισμό που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση – με την έννοια πως οι μισθοί τους πιέζονται από τους αντίστοιχους στην Κίνα, επειδή οι επιχειρήσεις τους εκβιάζουν πως θα παράγουν στην ανατολική Ευρώπη ή στην Ασία τα προϊόντα τους, όταν απαιτούν αυξήσεις. Αρκετοί δε κατανοούν τα προβλήματα που προκαλεί η ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση – όπως είναι οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις που οι φορολογούμενοι υποχρεώνονται να διασώσουν τις τράπεζες ή τις πολυεθνικές, οι οποίες δεν πληρώνουν φόρους εκμεταλλευόμενες τις φορολογικές οάσεις ανά τον πλανήτη.
Συμπερασματικά λοιπόν, τα συγκεκριμένα στρώματα του πληθυσμού είναι αυτά που δεν επιθυμούν να συνεχίσει να κυβερνάει τη Γερμανία η καγκελάριος – στηρίζοντας ως εκ τούτου το μοναδικό αντίπαλο που μπορεί να την κερδίσει, τον κ. Schulz. Επίσης όλοι όσοι δεν θέλουν μια γερμανική Ευρώπη, όπως αυτή που έχει κατασκευάσει η κυρία Merkel μαζί με τον κ. Σόιμπλε, αλλά μία ευρωπαϊκή Γερμανία – αφού έχουν διδαχθεί από την ιστορία τους, φοβούμενοι την αναβίωση του ναζισμού όσο κανένας άλλος λαός στον πλανήτη.
Ολοκληρώνοντας, ασφαλώς η διαφαινόμενη ήττα της κυρίας Merkel και του κ. Σόιμπλε θεωρείται ως νίκη της Ευρώπης, καθώς επίσης ως μία θετική εξέλιξη για την Ευρωζώνη και την Ελλάδα – ενώ υπάρχουν επίσης άλλες ερμηνείες της ανόδου των ποσοστών του κ. Schulz.