Όμως η τραπεζική ένωση της ΕΕ δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, ο τραπεζικός κλάδος στην Ελλάδα και την Ιταλία αντιμετωπίζει προκλήσεις, και οι μετασεισμοί της κρίσης του ευρώ μπορούν ακόμη να καθορίσουν τη σταθερότητα της ΕΕ – ή ακόμη και να απειλήσουν το κοινό νόμισμα.
Εάν αποκλείσουμε το χείριστο σενάριο των λαϊκιστικών νικών στις γαλλικές εκλογές αυτόν τον Μάιο και τις γερμανικές εκλογές αυτόν τον Σεπτέμβριο, οι ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να αδράξουν την ευκαιρία αργότερα φέτος να επιδιώξουν πιο φιλόδοξες, αλλά πραγματιστικές μεταρρυθμίσεις.
Ως πρώτο βήμα, οι πολιτικοί παράγοντες θα πρέπει να αναγνωρίσουν πως δεν έχουν ακόμη αποτελεσματικά εργαλεία συντονισμού πολιτικής. Παρ’ ότι το European Semester δημιούργησε ένα ευρύ πλαίσιο συντονισμού, δεν έχει καταφέρει να βελτιώσει αποτελεσματικά την ανταγωνιστικότητα, την ανάπτυξη ή την απασχόληση σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Την ίδια στιγμή, οι επενδύσεις παραμένουν εξαιρετικά χαμηλές σε όλη την ευρωζώνη, και ιδιαίτερα στις χώρες που χρειάζονται να πραγματοποιήσουν τη μεγαλύτερη ανάκαμψη. Το «Σχέδιο Γιούνκερ» για στοχευμένες επενδύσεις σε όλη την ΕΕ μπορεί να αποτελέσει μέρος της λύσης, όμως δε θα είναι αρκετό.
Αναμφίβολα, αυτά τα οικονομικά προβλήματα θα απαιτήσουν λύσεις σε εθνικό επίπεδο, όμως έχουν επίσης προκληθεί από αποτυχίες της κοινής χάραξης πολιτικής. Για παράδειγμα, οι εγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις στην ευρωζώνη έχουν εκπληρωθεί εξαιρετικά αργά, και δεν προχωρούν επιπλέον διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Υπάρχει επίσης μια σημαντική πολιτική διαφοροποίηση ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ, καθώς κάποια δεν εμπιστεύονται τα υπόλοιπα στην υλοποίηση των υποχρεώσεών τους. Ένα στρατόπεδο, υπό τη Γερμανία και την Ολλανδία, πιστεύει πως οι εθνικές κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες, πρώτον και κυριότερον, να υλοποιήσουν τις συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις, σεβόμενες τους κοινούς κανονισμούς. Η Γαλλία και οι χώρες της νοτίου Ευρώπης, αντίθετα, υποστηρίζουν πως οι κυβερνήσεις χρειάζονται περισσότερη ευελιξία για να αποφασίσουν δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και πω οι κυβερνήσεις με μεγαλύτερη δημοσιονομικό περιθώριο θα πρέπει να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των υπαρχουσών ανισοτήτων αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες τους.
Επειδή οι εθνικές κυβερνήσεις δίνουν πολιτικό λόγο στους πολίτες τους, συχνά δεν έχουν το κίνητρο να αυξήσουν τη συνεργασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτή η αποσύνδεση εμποδίζει περαιτέρω τις μεταρρυθμίσεις της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Κομισιόν από την πλευρά της έχει σκοπό να προσφέρει νέες προτάσεις για μεταρρυθμίσεις της EMU στο πρώτο μισό του 2017. Ελπίζει κανείς πως θα συντάξει μια φιλόδοξη ατζέντα. Είναι ξεκάθαρο πως η ευρωζώνη θα χρειαστεί πολύ καλύτερο συντονισμό για να εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της.
Με αυτόν τον στόχο, οι ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να κάνουν ένα πραγματιστικό πρώτο βήμα επαναφέροντας την εμπιστοσύνη που χρειάζεται για πιο ουσιαστικές πολιτικές καινοτομίες στο μέλλον. Η πρωτοβουλία θα πρέπει να προέλθει από τη Γαλλία και τη Γερμανία, τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της νομισματικής ένωσης, και να αφορά και άλλες χώρες του ευρώ. Ύστερα από τις εκλογές τους φέτος, η Γαλλία και η Γερμανία θα πρέπει να δημοσιοποιήσουν κοινή τους πρόταση που θα αντικατοπτρίζει ανησυχίες για τη συλλογική ευθύνη, την ατομική ευελιξία και την αλληλεγγύη στην ΕΕ.
Για αρχή, μια γαλλογερμανική πρόταση θα πρέπει να επιτρέπει περισσότερη δημοσιονομική ευελιξία, όμως μέσα σε ένα αυστηρό πλαίσιο. Η EMU θα πρέπει να έχει έναν «χρυσό κανόνα» για τις δημόσιες και τις κοινωνικές επενδύσεις, με έναν ξεκάθαρο ορισμό αυτών των σχεδίων και με μηχανισμό που θα αξιολογεί την εγκυρότητά τους. Σε αντάλλαγμα για τη μεγαλύτερη ευελιξία στις δημόσιες και τις κοινωνικές δαπάνες, οι δημοσιονομικοί κανόνες θα πρέπει να εφαρμόζονται πιο αυστηρά για τις υπόλοιπες δαπάνες, και θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν τη χρήση κυρώσεων όταν είναι απαραίτητο.
Δεύτερον, η πρόταση θα πρέπει να να ζητά συμβατικές συμφωνίες μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων (RIA) ανάμεσα σε ξεχωριστά κράτη μέλη και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με την έγκριση των εθνικών κοινοβουλίων και με βάση συγκεκριμένες συστάσεις ανά χώρα οι οποίες θα συμφωνούνται ως μέρος του European Semester. Αυτή η πρωτοβουλία θα αναγνώριζε πως η ενίσχυση της ανάπτυξης απαιτεί επενδύσεις, όμως αυτή η χρηματοδότηση θα πρέπει να έχει ως προϋπόθεση εμφανείς ενέργειες. Οι RIA θα επιβάλουν πειθαρχία μαζί με την αλληλεγγύη, εστιάζοντας σε μεταρρυθμίσεις που θα αποφέρουν ένα υψηλό ποσοστό ανάπτυξης που θα ωφελήσει όλες τις χώρες της ευρωζώνης.
Τέλος, θα πρέπει η δημοσιονομική δυνατότητα να στηρίζει τις RIA με χώρες της ευρωζώνης που δεν έχουν το δημοσιονομικό περιθώριο να πυροδοτήσουν την ανάπτυξη από μόνες τους. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας θα μπορούσε πιθανώς να παρέχει αυτούς τους πόρους, ξεκινώντας με ένα περιορισμένο ποσό και αυξάνοντας την κλίμακα ανάλογα με την επιτυχία της πρωτοβουλίας.
Ένα γαλλογερμανικό μεταρρυθμιστικό πακέτο που θα συμπεριλαμβάνει αυτές τις προτάσεις θα βελτίωνε της οικονομική και πολιτική σύγκλιση και συνοχή της ευρωζώνης. Με μια ισχυρότερη EMU, η ΕΕ θα μπορούσε να παραμείνει ανοιχτή, παρέχοντας ταυτόχρονα περισσότερη προστασία στους πολίτες της. Επιπλέον, αυτό το σχέδιο αφήνει σημαντική δυνατότητα λήψης αποφάσεων στο εθνικό επίπεδο – παρ’ ότι ενθαρρύνει ταυτόχρονα τη συνεργασία μέσα στην ευρωζώνη – και βασίζεται πάνω σε υπάρχουσες κυβερνητικές προβλέψεις.
Αυτό το σχέδιο θα αποτελούσε ουσιαστικό πρώτο βήμα προς πιο θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις σε μετέπειτα χρόνο. Όμως θα εξαρτηθεί από ευνοϊκά, φιλοευρωπαϊκά εκλογικά αποτελέσματα στη Γαλλία και τη Γερμανία, και από την προθυμία των ευρωπαίων ηγετών να συμβιβαστούν και να αναλάβουν μετρημένα βραχυπρόθεσμα ρίσκα.
Η ανάδειξη ενός σχεδίου ευρωπαϊκής ενοποίησης θα απαιτήσει μια ολοκληρωμένη πολιτική συμφωνία. Όμως οι ευρωπαίοι ηγέτες δε θα πρέπει να χάσουν την επικείμενη ευκαιρία να θέσουν την ενοποίηση ξανά σε κίνηση. Διαφορετικά, οι σημερινές αδυναμίες της ευρωζώνης θα υπονομεύσουν τη σταθερότητα της ίδιας της EMU, δημιουργώντας ανεξέλεγκτα κόστη που θα πρέπει να πληρώσουν όλες οι χώρες της ΕΕ.