Επιφανειακά, οι τροποποιήσεις μετατρέπουν την Τουρκία σε ένα προεδρικό σύστημα στη θέση ενός κοινοβουλευτικού. Βαθύτερα, ενισχύουν την προσωπική εξουσία του Ερντογάν, ο οποίος την τελευταία μιάμιση δεκαετία έχει γίνει από πρωθυπουργός πρόεδρος και από πρόεδρος ημι-απολυταρχικός ηγέτης.
Ο Ερντογάν έχει δείξει μια ακόμη φορά πως βρίσκεται στην πρώτη γραμμή ενός νέου είδους ημι-απολυταρχών, η οποία συμπεριλαμβάνει τον Βίκτορ Όρμπαν της Ουγγαρίας και πιθανώς τον Γιάροσλαβ Κατσίνσκι της Πολωνίας. Αυτοί δεν είναι οι επίδοξοι φασίστες των παππούδων μας, που μπορούσαν να ανέλθουν στην εξουσία μέσω εκλογών και σχεδίαζαν στη συνέχεια να τις καταλύσουν και να αναλάβουν δικτατορική εξουσία.
Αντίθετα, η στρατηγική των νέων απολυταρχών προϋποθέτει τακτικές εκλογές και φαινομενικές μορφές πολυκομματικής δημοκρατίας, συγκεντρώνοντας στην πραγματικότητα τις εξουσίες και επεμβαίνοντας αρκετά για να διασφαλίζεται η λαϊκή ψήφος. Ο Ερντογάν, όπως και οι μιμητές και οι όμολογοί του, έχει αποδυναμώσει την ελευθεροτυπία και την ελευθερία του λόγου, χωρίς να κλείσει εντελώς κάθε εναλλακτική πολιτική φωνή.
Άλλωστε, ο Ερντογάν έθεσε τις προτεινόμενες συστημικές αλλαγές τους σε δημοψήφισμα, κάτι που δεν έκαναν παραδοσιακά οι δικτάτορες. Ναι, έκανε προσπάθειες να καταπνίξει την αντιπολίτευση. Και μπορεί το κόμμα του να έχει κλέψει με άλλους τρόπους σε κάποιες δικαιοδοσίες. Ωστόσο, το γεγονός παραμένει πως η ψηφοφορία ήταν αρκετά καθαρή – και αρκετά αμφίρροπη – ώστε να μη γνωρίζουμε ποτέ αρκετά για να πούμε πως μια πλειοψηφία των ψηφοφόρων δεν ήθελε το αποτέλεσμα.
Όλο αυτό οδηγεί σε ένα πραγματικό ερώτημα: γιατί να μπει κανείς σε αυτόν τον κόμο; Εάν το σχέδιό σου είναι να καταλύσεις τη συνταγματική δημοκρατία υπέρ του απολυταρχισμού, γιατί να ακολουθείς τους περισσότερους κανόνες τον περισσότερο καιρό;
Μέρος της απάντησης είναι πως ο Ερντογάν, όπως και ο Όρμπαν και το πολωνικό PiS, υπολογίζει προσεκτικά πόση υποστρήριξη έχει στην πραγματικότητα και πόση είναι η πραγματική αντιπολίτευση. Όταν κοντά στο μισό του πληθυσμού δε σε συμπαθεί, η πρόκληση για τον ημι-απολυτάρχη είναι να αποφύγει να σπρώξει την αντιπολίτευση σε κάθετη άρνηση της νομιμότητάς σου.
Μπορούμε να το πούμε μάθημα του Χόσνι Μουμπάρακ: εάν αρκετοί άνθρωποι θέλουν να φύγει ο πρόεδρος, ο κόσμος θα βγει στους δρόμους. Και τότε ο στρατός θα κάνει τα υπόλοιπα, ξεκινώντας πραξικόπημα στο όνομα της δημοκρατίας.
Διατηρώντας τουλάχιστον τις βασικές μορφές της συνταγματικής δημοκρατίας, ο ημι-απολυτάρχης αποφεύγει την αποξένωση της αντιπολίτευσης στον βαθμό που θα επιχειρήσει να τον ανατρέψει.
Ο Ερντογάν έχει αποδείξει δύο φορές τα τελευταία χρόνια πως έχει πετύχει αυτήν την ισορροπία, αποφεύγοντας την τύχη του Μουμπάρακ. Στις διαδηλώσεις του πάρκου Γκεζί το 2013, αντιμετώπισε μια τεράστια δημόσια διαδήλωση στην Κωνσταντινούπολη. Στο τέλος σταμάτησε τις διαμαρτυρίες με τη χρήση βίας. Όμως ο στρατός δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να αποσπάσει την εξουσία.
Στη συνέχεια, το 2016, κάποια στοιχεία του στρατού επιχείρησαν ένα παράξενο, άψυχο πραξικόπημα. Αυτό απέτυχε, εν μέρει επειδή ο κόσμος δεν ήθελε να βγει στους δρόμους να στηρίξει τον στρατό. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού δείχνει να αισθάνεται πως το πραξικόπημα ήταν αντιδημοκρατικό. Ο Ερντογάν μπορεί να είναι ημι-απολυτάρχης, έχει ωστόσο εκλεγεί, και άρα είναι λιγότερο απολυταρχικός από ένα στρατιωτικό καθεστώς.
Η άλλη μερική εξήγηση για τον ημι-απολυταρχισμό είναι πως οι σημερινοί ηγέτες δεν πιστεύουν πως η ολική δικτατορία είναι μια επιθυμητή μέθοδος παραμονής στην εξουσία. Ο Ερντογάν έχει γνωρίσει την εμπειρία του αποκλεισμού από την πολιτική λόγω της ισλαμικής ρητορικής του. Ο Όρμπαν έζησε την πτώση του Κομμουνισμού, όπως και ο Κατσίνσκι. Αυτά θα έπρεπε να είναι αρκετά για να μάθουν στον οποιοδήποτε πως η εξουσία χωρίς ουσιαστική αντιπολίτευση δε δουλεύει πολύ καλά.
Φυσικά, οι νέοι ημι-απολυτάρχες μπορεί να φαντασιώνονται την απόλυτη εξουσία. Όμως η πραγματική φαντασίωσή τους φαίνεται να είναι η παντοτινή επανεκλογή με περισσότερο από 50% ενός λαού που θα τους λατρεύει.
Δεν είναι τυχαίο που τα κόμματα όλων αυτών των ηγετών είναι λαϊκιστικά. Και ο λαϊκισμός παινεύεται πως μιλά εκ μέρους του «λαού», ο οποίος ορίζεται αρκετά στενά ώστε να αποκλείει την αντιπολίτευση.
Η τελευταία ιδιοτελής στροφή στη στρατηγική των ημι-απολυταρχών είναι να κρατήσουν τις επιλογές τους ανοιχτές για την περίπτωση που χάσουν τη δημοτικότητά τους κάποια μέρα. Οι περισσότεροι πραγματικοί δικτάτορες δολοφονούνται ή περνούν το υπόλοιπο της ζωής τους στη φυλακή ή την εξορία.
Εάν, ωστόσο, η αντιπολίτευση είναι φιλελεύθερη δημοκρατική και συνταγματική, φαίνεται πιθανό πως εάν τελικά ανέλθει στην εξουσία, δε θα τιμωρήσει τον ημι-απολυτάρχη τόσο αυστηρά όσο έναν πραγματικό δικτάτορα. Ο λαϊκιστής ημι-απολυτάρχης θα μπορεί να πει, όταν απομακρυνθεί από την εξουσία, πως ακολούθησε το σύνταγμα, και πως το ίδιο θα πρέπει να κάνουν και οι διάδοχοί του. Οι περισσότερες φιλελεύθερες δημοκρατικές κυβερνήσεις θα είναι υπερβολικά υπέρ των δικαιωμάτων – ή άτολμες – για να επιβάλουν τιμωρία.
Προκύπτει πως ο ημι-απολυταρχισμός είναι ένας εξαιρετικός τρόπος να μείνεις στην εξουσία όσο έχεις μια λαϊκή βάση και την προθυμία να διαβρώσεις την ελευθερία του λόγου και τις εκλογές.
Ο κόσμος δεν έχει ακόμη τα σωστά εργαλεία για να αντιδράσει, όπως δείχνουν οι αναποτελεσματικές αντιδράσεις της Ευρώπης στην Ουγγαρία και την Πολωνία. Όσο για τον Ερντογάν, η θέση του είναι απρόσβλητη σε σύγκριση με τους γείτονες και τους ευρωπαίους ομολόγους του. Μπορούμε να περιμένουμε περισσότερους ηγέτες σε όλον τον κόσμο να ακολουθούν το παράδειγμά του.