Επεξεργαζόμενοι τις λεπτομέρειες θα αναγκάζονταν να αποδεχτούν μια δυσάρεστη πραγματικότητα: ότι η Ελλάδα δε θα είναι έτοιμη να βγει στις αγορές χρέους για χρόνια ακόμη. Εν τω μεταξύ, εάν θέλει να βγει από τη γραμμή βοήθειας, θα πρέπει να βρει τον τρόπο να αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή.
Η μη δημοφιλής ελληνική κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα συνεχίζει να επιδιώκει μια συμφωνία ελάφρυνσης χρέους. Όλες οι υποχωρήσεις της, οι οποίες έχουν κάνει τους έλληνες και όλους τους υπόλοιπους να ξεχάσουν ότι αυτή ήταν κάποτε μια αντιδραστική αριστερή κυβέρνηση, είναι προγραμματισμένες με αυτόν τον σκοπό, όπως και το τεράστιο, 245 σελίδων, νομοσχέδιο λιτότητας που πέρασε την προηγούμενη εβδομάδα. Εμπεριέχει περισσότερες περικοπές συντάξεων και περισσότερες αυξήσεις φόρων, όλα στην προσπάθεια να δείξει στους επενδυτές πως η Ελλάδα είναι πρόθυμη να δείξει πειθαρχία και θα πρέπει να της επιτραπεί να ξαναβγεί στις αγορές. Στερούμενη επενδύσεων, η χώρα βρίσκεται ξανά σε ύφεση, η μόνη χώρα της ευρωζώνης που παρουσίασε αρνητική ανάπτυξη (-0,5% από έτος σε έτος) στο τελευταίο τρίμηνο του 2017. Είναι σχεδόν βέβαιο πως η Ελλάδα δε θα πετύχει τον στόχο ανάπτυξης που ζητούν οι ευρωπαίοι πιστωτές – 3% το 2018, η πρόβλεψη του - για αυτή τη χρονιά είναι μόλις 1,9%.
Μια ονομαστική διαγραφή του χρέους είναι για τους επίσημους επενδυτές κόκκινη γραμμή, που η Γερμανία και άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες δε θα περάσουν, όπως επανέλαβε το Eurogroup στη δήλωσή του τη Δευτέρα. Αντί αυτού, η δήλωση επαναλαμβάνει πως η Ελλάδα θα πρέπει να διατηρήσει πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα ύψους 3,5% του ακαθάριστου εγχώριο προϊόντος μεσοπρόθεσμα. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θέλει περισσότερες λεπτομέρειες από τους πιστωτές της Ελλάδας για το πώς θα αλλάξουν οι προθεσμίες και τα επιτόκια του χρέους, εάν είναι να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα. Η ελληνική κυβέρνηση θέλει μια συμφωνία για να μπορεί να εξηγήσει στους ψηφοφόρους της γιατί χρειάζεται να ανεχτούν ακόμη περισσότερη λιτότητα. Οι απαιτούμενες λεπτομέρειες, ωστόσο, μπορούν να προκύψουν μόνο πριν από τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου – ας πούμε, στο επόμενο Eurogroup τον Ιούνιο – εάν οι πιστωτές δεν παρουσιάσουν επιπλέον κόστη. Διαφορετικά, η κυβέρνηση της καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ θα πρέπει να εξηγήσει στους συντηρητικούς ψηφοφόρους γιατί δεν μπορεί να σταματήσει να πληρώνει την Ελλάδα.
Ο μόνος πρακτικός λόγος για την βιασύνη για την εύρεση συμφωνίας είναι η επιτάχυνση της πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές χρέους – κάτι που οι πιστωτές θα έκαναν σωστά να καθυστερήσουν, σύμφωνα με εργασία του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Peterson .
Με τα σημερινά επιτόκια και πρόγραμμα αποπληρωμών, σύμφωνα με την έκθεση, το ελληνικό χρέος θα παραμείνει βιώσιμο τουλάχιστον μέχρι το 2028, υπό τα πιο απαισιόδοξα σενάρια – αυτό ακόμη κι αν η ελληνική κυβέρνηση αποδειχθεί, όπως κάθε άλλη χώρα με υψηλό χρέος στην ιστορία, ανίκανη να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για περισσότερο από λίγα χρόνια. Από εκεί και μετά, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της – το ποσό που θα χρειαζόταν να δανειστεί – θα ξεπερνούσαν το 20% του ΑΕΠ, το γενικών αποδεκτό όριο βιωσιμότητας. Αυτό μπορεί να αποτραπεί μόνο αν, αφού μεταθέσουν τις προθεσμίες του χρέους και μειώσουν τα επιτόκια όσο περισσότερο μπορούν, οι πιστωτές συνεχίσουν να χρηματοδοτούν την Ελλάδα, και συνεχίσουν να εμποδίζουν την πρόσβαση στις πιο ακριβές ιδιωτικές αγορές.
Το πιο μακροπρόθεσμο ομόλογο του ΕΜΣ σε κυκλοφορία σήμερα, με προθεσμία το 2055, έχει απόδοση 1,78%. Δεν υπάρχει περίπτωση η Ελλάδα να μπορέσει να χρηματοδοτηθεί με τόσο χαμηλά επιτόκια στο κοντινό μέλλον. Το ομόλογο του 2026 που εξέδωσε η Πορτογαλία, η οποία έχει βγει επιτυχώς από το πρόγραμμα διάσωσής της, έχει απόδοση 5%.
Την ίδια στιγμή, η χρηματοδότηση από τον ΕΜΣ δεν κοστίζει τίποτα στη Γερμανία και άλλες χώρες της ευρωζώνης. Έχουν υποσχεθεί 80 δισεκατομμύρια ευρώ στον μηχανισμό σταθερότητας για να μπορέσει να έχει αυτά τα επιτόκια, αλλά στην πραγματικότητα δεν πληρώνουν τα χρήματα – η φήμη τους λειτουργεί ως ασφάλιστρο.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει πολιτικό κόστος στην παράταση της χρηματοδότησης: οι ψηφοφόροι συχνά δεν κατανοούν πώς δουλεύει ο μηχανισμός, πιστεύοντας πως η χρηματοδότηση της Ελλάδας προέρχεται από τις δικές τους τσέπες. Και οι έλληνες είναι εξαντλημένοι από τους όρους που ακολουθούν τα δάνεια του ΕΜΣ, θα ήθελαν περισσότερη ελευθερία στη διαχείριση της χώρας τους. Εάν λάβουν αυτήν την ευκαιρία, ωστόσο, μπορεί απλά να αναβάλουν τα προβλήματά τους. Εάν η Ελλάδα επιστρέψει σε λίγα χρόνια με χειρότερα προβλήματα από τα σημερινά, μια νέα διάσωση θα έχει πολύ υψηλότερο κόστος.
Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, η Ελλάδα συνεχίζει να έχει μεγάλα αποθέματα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να διορθώσει το πρόβλημα. Το αθηναϊκό think tank diaNEOsis βρήκε πέρυσι πως η χώρα χάνει μεταξύ 6% και 9% της οικονομικής παραγωγής από απλήρωτους φόρους – τουλάχιστον 11 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης για να συλλέξει αυτό το χρήμα είναι συχνά παράξενες. Οι έλληνες, για παράδειγμα, λαμβάνουν φορολογικές ελαφρύνσεις εάν δαπανήσουν συγκεκριμένο ποσοστό του εισοδήματός τους σε μορφές εκτός των μετρητών – για παράδειγμα, 20% ενός εισοδήματος που ξεπερνά τις 30.000 ευρώ τον χρόνο – και απειλούνται με πρόστιμα εάν δαπανούν λιγότερο. Η κυβέρνηση αποκάλυψε πρόσφατα λογισμικό που υποτίθεται πως θα συγκρίνει τις φορολογικές δηλώσεις σε σχέση με τραπεζικές καταθέσεις ξεκινώντας από το 2002. Και τα δύο μέτρα δημιουργούν ένα γραφειοκρατικό χάος για τους φορολογουμένους, που θα πρέπει να κρατήσουν ή να συγκεντρώσουν πληθώρα αποδείξεων, όμως δεν κάνουν πολλά για να εμποδίσουν τον κόσμο να αποθηκεύει χρήματα εκτός του τραπεζικού συστήματος. Η Ελλάδα έχει πολύ περισσότερους αυτοαπασχολούμενους απ’ ότι είναι ο μέσος όρος της Ευρώπης και, σύμφωνα με τη diaNEOsis, κρύβουν μέχρι και 60% του εισοδήματός τους.
Η εκμετάλλευση αυτού του χρήματος θα άλλαζε εντελώς τους υπολογισμούς της αποπληρωμής χρέους της Ελλάδας. Θα έκανε το πλεόνασμα 3,5% βιώσιμο, ή θα επιτάχυνε την ανάπτυξη. Η Ελλάδα, φυσικά, δεν έχει μεγάλο περιθώριο να χαμηλώσει τους φόρους για να κινητοποιήσει την απόδοση, όπως έχει ανακαλύψει επανειλημμένα η κυβέρνηση του Τσίπρα στις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές. «Τα έσοδα θα πρέπει να αυξηθούν ώστε να χαμηλώσουν οι φορολογικοί συντελεστές» είπε πρόσφατα ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος. Αυτό είναι δύσκολο να γίνει. Σε χώρες που κατάφεραν να αυξήσουν τα φορολογικά τους έσοδα, η σειρά αυτών των ενεργειών ήταν η αντίθετη.
Εν τέλει, η κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει στους φορολογούμενους έναν λόγο για να πληρώσουν φόρους, και αυτό θα χρειαστεί τόσο το καρότο των καλύτερων, πιο αποδοτικών υπηρεσιών, όσο και το μαστίγιο των αυστηρών ποινών για όσους φοροδιαφεύγουν. Ο Τσίπρας και η ομάδα του θα πρέπει να δείξουν πως η φοροδιαφυγή παρατείνει τη δυστυχία πολλών ελλήνων και πως η πληρωμή των φόρων δεν είναι μόνο μια νομική υποχρέωση, αλλά και πατριωτικό καθήκον που θα συμβάλει στην ανάκαμψη. Θα είναι δύσκολο να το πετύχει αυτό, είναι όμως και ο μόνος τρόπος για να εκμεταλλευτεί αυτά τα κρυμμένα αποθέματα.