Στην αρχή του έτους, πολλοί φοβήθηκαν ότι το λαϊκιστικό κύμα που φαινόταν να έχει κατακλύσει τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2016 θα έφτανε στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Συγκεκριμένα, το εφιαλτικό σενάριο ήταν η Μαρίν Λε Πεν να γίνει πρόεδρος της Γαλλίας, κάτι που θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της ευρωζώνης ή ακόμη και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, με τον Εμανουέλ Μακρόν να ξεπροβάλει από το πουθενά για να κερδίσει τις γαλλικές προεδρικές εκλογές τον Μάιο, υποσχόμενος την οικονομική μεταρρύθμιση και μια αναζωογονημένη γαλλογερμανική συμπόρευση, υπάρχει πλέον η αίσθηση ανάκαμψης της Ευρώπης.
Η ελπίδα είναι ότι η Ευρώπη έχει ξεφύγει από την απειλή του λαϊκισμού, κυρίως επειδή οι ευρωπαίοι δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με τον Ντόναλντ Τραμπ. Και με τη Βρετανία σε χαοτική κατάσταση, είναι πλέον η τελευταία οχύρωση της «φιλελεύθερης διεθνούς τάξης» και ακόμη και της ίδιας της δύσης. Η αισιοδοξία υποστηρίζεται από οικονομικά στοιχεία, και συγκεκριμένα το ποσοστό ανεργίας στην ευρωζώνη έπεσε πλέον κάτω από το 10% για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της κρίσης του ευρώ.
Όμως όπως ήταν ατελές το αφήγημα του λαϊκιστικού κύματος, το ίδιο ισχύει και για το νέο αφήγημα για την ανάκαμψη της Ευρώπης. Οι «φιλοευρωπαίοι» τείνουν να επισημάνουν τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι ο ενθουσιασμός για την ΕΕ έχει αυξηθεί μετά το Brexit. Το πρόβλημα είναι ότι η αναζωπύρωση της υποστήριξης για την ένταξη στην ΕΕ βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον φόβο. Οι ευρωπαίοι της ηπειρωτικής Ευρώπης βλέπουν τις δυσκολίες στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς προσπαθεί να απομακρυνθεί από την ΕΕ, και γνωρίζουν ότι θα είναι απείρως πιο περίπλοκο για μια χώρα της ευρωζώνης. (Το ότι πολλοί “φιλοευρωπαίοι” δεν μπορούν να το δουν αυτό – ή δεν τους ενδιαφέρει – δείχνει πόσα έχουν μπερδευτεί οι στόχοι και τα μέσα στην ΕΕ.)
Εν τω μεταξύ, τα προβλήματα με τα οποία η ΕΕ παλεύει τα τελευταία επτά χρόνια από τότε που ξεκίνησε η κρίση του ευρώ και που οδήγησαν στην αύξηση του ευρωσκεπτικισμού, παραμένουν ανεπίλυτα. Οι πολλαπλές αλληλοεπικαλυπτόμενες γραμμές ρήξης στην ΕΕ παραμένουν τόσο βαθιές όσο ποτέ, όπως έγινε σαφές όταν, λίγο μετά την εκλογή του, ο Μακρόν κατηγόρησε τις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης ότι αντιμετωπίζουν την ΕΕ ως «σούπερ μάρκετ». Η ΕΕ έχει επίσης κάνει λίγα πράγματα για να βοηθήσει την Ιταλία να αντιμετωπίσει ένα νέο κύμα προσφύγων από την Αφρική, χιλιάδες εκ των οποίων πεθαίνουν τώρα στη Μεσόγειο.
Τα οικονομικά και θεσμικά ερωτήματα γύρω από την ευρωζώνη παραμένουν τα πιο σημαντικά για το μέλλον της ΕΕ. Στο επίκεντρών αυτό βρίσκεται η σύγκρουση μεταξύ γαλλικών και γερμανικών οραμάτων για την οικονομία και το ενιαίο νόμισμα. Η Μέρκελ εξέφρασε μια προθυμία να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες για να μετατρέψει την ευρωζώνη σε «δημοσιονομική ένωση», όπως υποστηρίζει ο Μακρόν, και συγκεκριμένα στη δημιουργία μιας νέας θέσης υπουργού Οικονομικών της ευρωζώνης. Ωστόσο, ενώ για τους γάλλους αυτό σημαίνει την κατανομή των κινδύνων στην ευρωζώνη, για τους γερμανούς σημαίνει τη δημιουργία μηχανισμών για την επιβολή των δημοσιονομικών κανόνων της ευρωζώνης.
Το πολιτικό κατεστημένο του Βερολίνου θέλει να επιτύχει ο Μακρόν – συνειδητοποιεί ότι αν δεν το κάνει, η Λε Πεν θα μπορούσε να γίνει πρόεδρος το 2022 – και θέλει να τον υποστηρίξει. «Το σοκ του Brexit και του Τραμπ ήταν τόσο μεγάλο που υπάρχει η συνειδητοποίηση ότι η Γερμανία δεν μπορεί να μεταχειριστεί τον Μακρόν με τον τρόπο που αντιμετώπισε τον Ολλάντ», λέει η Jana Puglierin του γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων. Ωστόσο, πολλοί στο Βερολίνο ανησυχούν για το κόστος για οποιαδήποτε συμφωνία με τη Γαλλία. Έτσι, παρόλο που ελπίζουν ότι ο Μακρόν θα επιτύχει τη μεταρρύθμιση της γαλλικής οικονομίας, νομίζουν ότι υπάρχουν λίγα που μπορούν ή πρέπει να κάνουν για να τον βοηθήσουν.
Για πρώτη φορά από την αρχή της κρίσης του ευρώ, οι γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες προσφέρουν μια πραγματική εναλλακτική λύση στην προσέγγιση της Μέρκελ, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα χάσουν στις γενικές εκλογές που θα διεξαχθούν τον Σεπτέμβριο. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Μέρκελ θα επανεκλεγεί ουσιαστικά με εντολή να πει όχι στον Μακρόν.
Φυσικά, θα μπορούσε να απορρίψει τις επιθυμίες των γερμανών ψηφοφόρων και να προχωρήσει προσφέροντας παραχωρήσεις στον Μακρόν. Άλλωστε, είναι απίθανο να εκλεγεί εκ νέου το 2021 και αναμφίβολα θα σκεφτεί την κληρονομιά της. Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστα δείγματα στην προϊστορία της που να υποδεικνύουν πως θα αντιταχθεί στην κοινή γνώμη με αυτόν τον τρόπο ή θα υποδείξει ακόμη ότι συμφωνεί με τη Γαλλία πως χρειάζεται συμβιβασμός για να σωθεί η Ευρώπη.
Υπό ορισμένες απόψεις, όχι μόνο τα πράγματα δεν είναι καλύτερα, αλλά στην πραγματικότητα είναι χειρότερα από ό, τι πριν από την εκλογή του Τραμπ. Ειδικότερα, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η αβεβαιότητα σχετικά με την εγγύησης της ασφάλειας των ΗΠΑ που έχει δημιουργήσει ο Τραμπ κάνει τους ευρωπαίους ξαφνικά πολύ πιο ευάλωτους – και επειδή είναι δύσκολο να φανταστούμε πώς μπορούν οι ευρωπαίοι να ανταποκριθούν σε αυτή τη νέα ευπάθεια.
Μετά την εκλογή του Τραμπ, τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν προωθήσει σχέδια για την ενοποίησης της πολιτικής ασφάλειας και της άμυνας. Τον Ιούνιο, δημιούργησαν ένα ευρωπαϊκό αμυντικό ταμείο, το οποίο θα αυξήσει τις δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης και θα συντονίσει τις προμήθειες στον τομέα της άμυνας. Αλλά αυτά τα σταδιακά βήματα δεν είναι καθόλου αρκετά και, σε κάθε περίπτωση, πρόκειται να συμπληρώσουν, αντί να αντικαταστήσουν, το ΝΑΤΟ. Κανείς δεν θα παραδεχτεί ότι έγγραφα όπως η «παγκόσμια στρατηγική» της ΕΕ, που δημοσιεύθηκε λίγες μέρες μετά το δημοψήφισμα του Brexit πέρυσι και πριν από την εκλογή του Τραμπ, είναι πλέον παρωχημένα.
Η δήλωση της Μέρκελ σε ένα ράλι στη Βαυαρία τον Μάιο ότι οι ευρωπαίοι δεν μπορούν πλέον «να εξαρτώνται πλήρως από τους άλλους» και «πρέπει να πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους» θεωρήθηκε από πολλούς ως ένα είδος ευρωπαϊκής διακήρυξης ανεξαρτησίας. Το πρόβλημα είναι ότι οι Ευρωπαίοι δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν ό, τι χρειαστεί για να γίνουν πραγματικά ανεξάρτητοι – παραμένουν είτε ανίκανοι είτε απρόθυμοι να κάνουν το είδος της απαραίτητης δραματικής αύξησης των αμυντικών δαπανών.
Και εδώ, η Γερμανία είναι το πρόβλημα. Δεν είναι μόνο ότι οι δικές της αμυντικές δαπάνες παραμένουν χαμηλές – από την κρίση της Ουκρανίας έχει αρχίσει να αυξάνει τις αμυντικές δαπάνες, αλλά δεν θα φτάσει τον στόχο του ΝΑΤΟ στο 2% του ΑΕΠ πριν από το 2024 – είναι επίσης οι δημοσιονομικοί κανόνες της ευρωζώνης για τους οποίους επιμένει η Γερμανία, και η λιτότητα που έχει επιβάλει σε άλλες χώρες της ευρωζώνης και καθιστά δύσκολο για αυτές να αυξήσουν επαρκώς τις αμυντικές δαπάνες.
Η πραγματικότητα είναι ότι, για να επιτευχθεί «στρατηγική αυτονομία», με άλλα λόγια για να γίνουν πραγματικά ανεξάρτητα από τις Ηνωμένες Πολιτείες όσον αφορά την ασφάλεια, τα κράτη μέλη της ΕΕ θα πρέπει πιθανώς να ξοδέψουν πολύ περισσότερο από το 2% του ΑΕΠ.
Επομένως, είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε την τρέχουσα αισιοδοξία στην Ευρώπη ως κάτι άλλο εκτός από φυγή από την πραγματικότητα – κατανοητή φυγή, ίσως, λόγω των κλονισμών του Brexit και της εκλογής του Τραμπ, αλλά φυγή, παρ’ όλα αυτά.