Παρ’ ότι πολλές δημοκρατίες μαστίζονται από σοβαρές ασθένειες – όπως εκλογικές νοθείες, καταστολή των ψηφοφόρων, απάτη και διαφθορά, παραβιάσεις του κράτους δικαίου και απειλές για την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος και την ελευθερία του τύπου – δεν υπάρχει αρκετή συμφωνία ως προς τις λύσεις που πρέπει να επιδιωχθούν.
Το πώς να κάνουμε τις δημοκρατίες μας πιο ανθεκτικές, αν όχι εντελώς άνοσες, στις αντιδημοκρατικές απειλές είναι ένα κεντρικό ερώτημα της εποχής μας. Ευτυχώς, δεν έχουμε φτάσει στο ζοφερή σενάριο του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, στο οποίο «οι καλύτεροι στερούνται κάθε πεποίθησης, ενώ οι χειρότεροι είναι γεμάτοι με πάθος». Αντίθετα, πολλοί πολίτες και μερικές κυβερνήσεις αντιδρούν ενεργά ενάντια στις αυταρχικές προκλήσεις, και ανακαλύπτουν νέους τρόπους υπεράσπισης των δημοκρατικών αξιών και θεσμών. Μετά από τεράστιες διαμαρτυρίες, ο πολωνός πρόεδρος Αντρέι Ντούντα άσκησε βέτο σε δύο από τα τρία νομοσχέδια που προσπάθησαν να περιορίσουν την ανεξαρτησία των δικαστηρίων.
Οι σημερινοί υπερασπιστές της φιλελεύθερης δημοκρατίας αναγνωρίζουν ότι τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο. Κάθε δημοκρατικό σύστημα μπορεί να αναπτύξει ελλείψεις με την πάροδο του χρόνου. Καμία δημοκρατία δεν είναι τέλεια ή σταθερή. Πρόκειται για ένα δυναμικό σύστημα που απαιτεί βαθμονόμηση και καινοτομία για να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και τις αναδυόμενες απειλές. Εξάλλου, όπως το έθεσε προηγουμένως ο πρώην δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Τζάκσον «ένα σύνταγμα δεν είναι συμφωνία αυτοκτονίας».
Η δημοκρατική ανθεκτικότητα απαιτεί από τους πολίτες να κάνουν περισσότερα από το να διαμαρτύρονται για τις ελλείψεις και να περιμένουν παθητικά συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Απαιτεί ανοικτό πνεύμα αλλαγής και καινοτομίας. Τέτοιες αλλαγές μπορεί να εμφανιστούν σταδιακά, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα τους μπορεί να είναι τεράστιο.
Μπορούμε να βρούμε ισχυρά παραδείγματα δημοκρατικής αντοχής στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όπου επίσης φιλοξενούνται τα λαϊκιστικά καθεστώτα, κυρίως στην Ουγγαρία και την Πολωνία. Στην περιοχή αυτή, οι μαζικές διαμαρτυρίες είναι παραδοσιακά όπλο ύστατης ανάγκης. Σήμερα, έχουν καταστεί πρωταρχικό μέσο για τους πολίτες να μιλούν ενάντια στις υπερφίαλες και τις καταχρηστικές κυβερνήσεις.
Νωρίτερα φέτος, δεκάδες χιλιάδες ρουμάνοι βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν ενάντια σε κυβερνητικό διάταγμα που θα αποποιούταν από ορισμένες μορφές δωροδοκίας που διέπραξαν δημόσιοι υπάλληλοι. Λίγο αργότερα, οι πολίτες της Ουγγαρίας συγκεντρώθηκαν στις δημόσιες πλατείες της Βουδαπέστης για να διαμαρτυρηθούν για τις επιθέσεις του πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν στις θεσμικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, ιδίως στο Κεντρικό Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο.
Και το 2016, η δεξιά κυβέρνηση Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS) της Πολωνίας αντιμετώπισε μαζικές διαδηλώσεις σε απάντηση σε πολλές από τις πολιτικές της, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την απαγόρευση των αμβλώσεων και τον περιορισμό της ανεξαρτησίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Όταν αυτές οι διαμαρτυρίες ήταν αρκετά μεγάλες και κράτησαν αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, αναγκάστηκαν οι κυβερνήσεις να αποσύρουν ή να μαλακώσουν τις προτάσεις τους.
Πέρα από τις διαδηλώσεις, ένας άλλος τρόπος για να βελτιωθεί η δημοκρατική ανθεκτικότητα είναι να εξοπλισθούν τα πολιτικά όργανα με εσωτερικές διασφαλίσεις. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν όρια θητείας και διατάξεις για τη λήξη προθεσμίας για την κατανομή των κεφαλαίων. Και το Ηνωμένο Βασίλειο έχει το δικαστήριο διερευνητικών δυνάμεων και άλλες ειδικές υπηρεσίες για να κρατήσει την κυβέρνηση υπεύθυνη για τις ενέργειές της. Αυτοί οι μηχανισμοί είναι ζωτικής σημασίας για την εξασφάλιση της προστασίας των αστικών και των πολιτικών δικαιωμάτων, ιδίως όταν οι κυβερνήσεις αντιδρούν ταυτόχρονα σε πολλαπλές απειλές κατά της ασφάλειας.
Αυτοί οι μηχανισμοί μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές, ανάλογα με τη χώρα. Ορισμένες ενέργειες διοργανώνονται κατάλληλα από τις κυβερνήσεις «από πάνω προς τα κάτω», απαντώντας σε ισχυρισμούς πολιτικών κινημάτων και ομάδων της κοινωνίας των πολιτών. Άλλες δράσεις λαμβάνονται από τους πολίτες «από κάτω προς τα πάνω», για να δώσουν φωνή σε αποκλεισμένες ομάδες, να βελτιώσουν την πρόσβαση στην ψηφοφορία και να ενισχύσουν τις δημοκρατικές διαδικασίες.
Συνεπώς, οι κυβερνήσεις και οι πολίτες διαθέτουν ένα πλούσιο σύνολο επιλογών – όπως οι ποσοστώσεις ποικιλομορφίας, η αυτόματη εγγραφή ψηφοφόρων και τα ηλεκτρονικά δημοψηφίσματα – για την αντιμετώπιση των δημοκρατικών ελλείψεων. Επιπλέον, υπάρχουν μέτρα που μπορούν επίσης να βοηθήσουν τους πολίτες να υπερασπιστούν τη δημοκρατία ενάντια σε αυταρχικές επιθέσεις.
Για το σκοπό αυτό, μπορούν να δημιουργηθούν οργανώσεις για να διοχετεύσουν διαμαρτυρίες και διαφωνίες στη δημοκρατική διαδικασία, έτσι ώστε ορισμένες φωνές να μην οδηγούνται στα πολιτικά περιθώρια. Και ομάδες επιτήρησης μπορούν να επιβλέπουν τις συσκέψεις και τις προσπάθειες κοινής διακυβέρνησης – όπως η συμμετοχική κατάρτιση προϋπολογισμού – προκειμένου να παρέχεται στους πολίτες πιο άμεση πρόσβαση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ταυτόχρονα, τα κεντρικά όργανα διακυβέρνησης, όπως οι κεντρικές τράπεζες και οι εκλογικές επιτροπές, πρέπει να απολιτικοποιηθούν, ώστε να μην πέσουν θύματα λαϊκιστών οπορτουνιστών.
Όταν εφαρμοστούν σωστά, τα μέτρα αυτά μπορούν να ενθαρρύνουν τη συναίνεση και να αποτρέψουν ειδικά συμφέροντα. Επιπλέον, τέτοιες πολιτικές μπορούν να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη του κοινού και να δώσουν στους πολίτες μεγαλύτερη αίσθηση ιδιοκτησίας έναντι της κυβέρνησής τους.
Φυσικά, ορισμένες πολιτικές καινοτομίες που λειτουργούν σε ένα πλαίσιο μπορεί να προκαλέσουν πραγματική ζημιά σε ένα άλλο. Τα δημοψηφίσματα, για παράδειγμα, χειραγωγούνται εύκολα από τους δημαγωγούς. Οι συναθροίσεις μπορούν να γκρεμίζονται και οι ποσοστώσεις μπορούν να περιορίσουν τις επιλογές των ψηφοφόρων. Ο καθορισμός της σύγχρονης δημοκρατίας απαιτεί αναπόφευκτα πειραματισμό και προσαρμογή.
Ακόμα, πρόσφατες έρευνες μπορούν να μας δείξουν τον δρόμο. Η έκθεση για τη διακυβέρνηση του 2017 έχει καταρτίσει έναν ποικίλο κατάλογο δημοκρατικών εργαλείων που μπορούν να εφαρμοστούν σε διαφορετικά πλαίσια ανά τον κόσμο – από κυβερνήσεις, φορείς χάραξης πολιτικής, ηγέτες της κοινωνίας των πολιτών και πολίτες.
Στη συνεισφορά του στην έκθεση, ο γερμανός κοινωνιολόγος Κλάους Όφε, Ομότιμος Καθηγητής της Σχολής Hertie και του Πανεπιστημίου Humboldt, προσδιορίζει δύο θεμελιώδεις προτεραιότητες για όλες τις δημοκρατίες. Η πρώτη είναι να εξασφαλιστούν τα βασικά δικαιώματα και η ικανότητα όλων των πολιτών να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή. Η δεύτερη είναι να παρέχεται μια δίκαιη και ανοιχτή κοινωνία με ευκαιρίες για όλους τους πολίτες. Όπως τυχαίνει, αυτές οι δύο επιταγές συνδέονται: η δημοκρατική κυβέρνηση θα πρέπει να είναι «από», και «για» τον λαό.
Πολλές από τις καινοτομίες που επισημάνθηκαν στην έκθεση έχουν σκοπό να ενισχύσουν την εμπλοκή των πολιτών. Ο στόχος είναι να ενθαρρυνθούν οι πολίτες να υπερασπιστούν όχι μόνο τα δικά τους συμφέροντα, αλλά και εκείνα της ευρύτερης κοινότητας των πολιτών.
Κάποιοι μπορεί να πιστεύουν ότι αυτό ζητά πάρα πολλά. Αλλά οι δημοκρατίες αποτυγχάνουν όταν οι πολίτες γίνονται εφησυχασμένοι ή αποξενωμένοι, και όταν επιτρέπεται στους λαϊκιστές να εκμεταλλευτούν τέτοια συναισθήματα. Η δημοκρατία θα έχει πάντα ατέλειες. Μόνο με τη συνεργασία μπορούν οι πολίτες να την εμβολιάσουν από τις πιο επικίνδυνες απειλές για την επιβίωσή της.