Τώρα εμφανίζεται στα κυριότερα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης – ένα σημάδι ότι, μετά τη νίκη του Brexit και του Ντόναλντ Τραμπ, ο αγγλόφωνος κόσμος χάνει την πνευματική νομιμοποίηση.
Την Πέμπτη, η ισπανική εφημερίδα El Pais, δημοσίευσε ένα άρθρο στα αγγλικά από τον συντακτικό διευθυντή Χοσέ Ιγκνάσιο Τορεμπλάνκα, με τίτλο «Anglocondescension». Γεμάτη σαρκασμό, η στήλη τα βάζει με αγγλόφωνους επικριτές για την κριτική τους κατά της σκληρής και ανένδοτης αντιμετώπισης της προσπάθειας απόσχισης της Καταλονίας από τη Μαδρίτη: «Φωνάζουν στα άρθρα τους και τις στήλες γνώμης για την τεράστια απογοήτευση που αισθάνονται επειδή δεν μπορέσαμε να κάνουμε πίσω μπροστά στον εθνικο-λαϊκιστικό εκβιασμό του Κάρλες Πουτζδεμόν και των συνεργατών του και επειδή θέλουμε να υπερασπιστούμε το σύνταγμά μας όπως υπερασπίζονται εκείνη τα δικά τους (άγρια, σε πολλές περιπτώσεις και αν χρειαστεί εισβάλλοντας και σε άλλες χώρες για να το πράξουν)».
Η El Pais πρόσφατα απέλυσε τον κορυφαίο βρετανικό αρθρογράφο Τζον Κάρλιν, αφού επέκρινε τον βασιλιά Φελίπε και την ισπανική κυβέρνηση επειδή αρνήθηκε να λύσει το καταλανικό πρόβλημα μέσω συμβιβασμού. Περιγράφηκε από την Columbia Journalism Review ως ένδειξη της υπερβολικής εγγύτητας της εφημερίδας με την ισπανική κυβέρνηση. Ίσως, όμως ενώ η El Pais έχει το περιθώριο να δημοσιεύσει το παράξενο υπέρ της Καταλονίας άρθρο, δεν αισθάνεται υποχρεωμένη να λάβει συμβουλές πολιτικής από τους «αγγλοσάξονες» διανοούμενους. Δεν πρόκειται για το πώς γράφονται οι στήλες, αλλά μάλλον για δυσαρέσκεια στο υπερμεγέθη ρόλο που διαδραμάτισαν οι ΗΠΑ και ο στενότερος σύμμαχός τους, το Ηνωμένο Βασίλειο, στην διαμόρφωση της πολιτικής και του παγκόσμιου πνευματικού διαλόγου στην εποχή της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης.
Ο Τορεμπλάνκα δεν αισθάνεται ότι πρέπει να συνεχίσει να το δέχεται – «τον συγκαταβατικό τόνο με τον οποίο μιλούν για τη ‘νεαρή’ δημοκρατία μας, τα υποτιθέμενα προβλήματα που θυμίζουν την εποχή του Φράνκο και, τη ρατσιστική επιμονή για τον υποτιθέμενο κυκλοθυμικό χαρακτήρα των ισπανών», γράφει. Και όλα αυτά, προσθέτει:
«ρέει αναίσχυντα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, δύο χώρες που έχουν διαπράξει συλλογική αυτοκτονία τον περασμένο χρόνο κατά την άποψη ολόκληρου του κόσμου, ως μέρος ενός άξεστου, λαϊκιστικού reality show, με πρωταγωνιστές τα πιο ταραγμένα στοιχεία της δεξιάς, τους πιο μέτριους πολιτικούς και τα πιο ανέντιμα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όλα δούλεψαν από κοινού για να δώσουν την εξουσία σε έναν διεφθαρμένο κλόουν όπως το Τραμπ και προκάλεσαν μια ανοησία του μεγέθους του Brexit, κάτι από το οποίο δεν μπορούν ούτε οι ίδιοι να βρουν διέξοδο.»
Δεν είναι μόνο οι ισπανοί. Στη Γερμανία νωρίτερα αυτό το μήνα, μια ομάδα φιλοαμερικανών ακαδημαϊκών ξεκίνησε μια συζήτηση υποστηρίζοντας σε ένα μανιφέστο – που δημοσιεύθηκε στη Die Zeit στη Γερμανία και τους New York Times στις ΗΠΑ – ότι με Τραμπ ή χωρίς Τραμπ, η Γερμανία έπρεπε να παραμείνει στον Ατλαντισμό ως κύριο φορέα εξωτερικής πολιτικής. Η απάντηση, που δημοσιεύθηκε στη Die Zeit από τους επιφανείς σχολιαστές Γεργκ Λάου και Μπερντ Ούλριχ, αντιτίθεταθ ότι είναι καιρός να προσαρμοστεί κανείς σε έναν κόσμο που δεν καθοδηγείται από τις ΗΠΑ. Οι ατλαντιστές, έγραψαν οι Λάου και Ούλριχ, έχουν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα:
«Εκείνοι που πιστεύουν ότι μπορούμε απλώς να περιμένουμε από τις ΗΠΑ να επιστρέψουν στον παλιό τους ρόλο μετά τον Τραμπ, εξαπατούν τους εαυτούς τους. Μάλιστα, η διατλαντική κρίση δεν ξεκίνησε με τον Τραμπ και δε θα τελειώσει με τον Τραμπ. Γιατί δεν θέλουν οι ατλαντιστές να το δουν αυτό;»
Το πρόβλημα, σύμφωνα με αυτούς, είναι βαθύτερο από τις απόψεις της σημερινής κυβέρνησης των ΗΠΑ. Είναι πρόβλημα απόλυτου πνευματικού σοβινισμού, μεταξύ άλλων. Σύμφωνα με την άποψη των Λάου και Ούλριχ, η Γερμανία, με τη σημερινή της εστίαση στον συμβιβασμό και στη συνεργασία παρά στην κυριαρχία, μπορεί να είναι σε θέση να συμβάλει στη διαμόρφωση της αναδυόμενης νέας παγκόσμιας τάξης. Δεν είναι γεωπολιτική αξίωση, αλλά φιλοσοφική.
Είναι ενδιαφέρον ότι τόσο η El Pais όσο και η Die Zeit θεώρησαν απαραίτητο να μεταφράσουν αυτά τα άρθρα στα αγγλικά. Οι αγγλόφωνοι παγκόσμιοι κριτικοί θέλουν να ακουστούν από την κοινότητα των εμπειρογνωμόνων που επικρίνουν. Προσπαθούν να θεσπίσουν νέους κανόνες εμπλοκής, σύμφωνα με τους οποίους οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορούν πλέον να μιλούν από τη θέση της ηθικής ανωτερότητας που γεννήθηκε από τη νίκη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καθώς τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940 ξεθωριάζουν σε ιστορική απόσταση, οι πιο πρόσφατες πνευματικές και ηθικές αποτυχίες των αγγλόφωνων κοινωνιών αποκτούν σχετική σημασία.
Σε έναν κόσμο όπου η Γερμανία δεν αισθάνεται πλέον υποχρεωμένη να ακολουθεί τις αμερικανικές ή κυρίως βρετανικές συμβουλές για την ασφάλεια και την εμπορική πολιτική και όπου η Ισπανία υπερασπίζεται το δικαίωμά της να αντισταθεί στον αποσχιστισμό τόσο αποφασιστικά όσο οι ΗΠΑ, η ένταση δεν είναι πλέον μόνο μεταξύ φιλελεύθερων και ανελεύθερων κοινωνιών. Είναι επίσης μεταξύ διαφορετικών μοντέλων δημοκρατίας, κρατικής και κοινωνικής προστασίας. Χάρη στο Brexit και τον Τραμπ, η συζήτηση μπορεί να είναι πιο οξεία, αλλά ίσως και πιο συναρπαστική γιατί υπάρχουν περισσότερες εναλλακτικές λύσεις.