Η πρόταση του απορρίφθηκε γρήγορα από τη γαλλική κυβέρνηση και άλλους ευρωπαίους εταίρους. Φέτος, ο κ. Σόιμπλε, τώρα πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής, επανέλαβε την ιδέα. Θα ήταν μεγάλο λάθος οι εταίροι της Γερμανίας να τον αγνοήσουν για δεύτερη φορά.
Η Ευρώπη χρειάζεται ένα νομισματικό ταμείο για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της ικανότητάς της να απορροφά τους κραδασμούς. Η ευρωζώνη σχεδόν κατέρρευσε το 2011-12, όταν τα χρήματα σταμάτησαν να ρέουν από τη μια χώρα στην άλλη. Οι αναδυόμενες οικονομίες είναι εξοικειωμένες με τέτοιες «ξαφνικές στάσεις» στις διασυνοριακές ροές κεφαλαίων. Χρειάζεται να υπάρξει μια διττή λύση: επαρκής και προσωρινή εξωτερική στήριξη ρευστότητας και μέτρα λιτότητας που θα θεραπεύσουν τις υποκείμενες ανισορροπίες. Είναι η δουλειά και η τέχνη ενός νομισματικού ταμείου να βρεθεί ο σωστός συνδυασμός μεταξύ αυτής της «χρηματοδότησης» και της «προσαρμογής».
Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, το ταμείο διάσωσης της ευρωζώνης που δημιουργήθηκε στη διάρκεια της κρίσης, θα μπορούσε να διαδραματίσει αυτόν τον ρόλο. Ωστόσο, για να μετατραπεί ο ΕΜΣ σε ένα πραγματικό Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, πρέπει να εισαχθούν τρεις σημαντικές αλλαγές.
Πρώτον, το EMF πρέπει να έχει άμεση πρόσβαση στη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Προς το παρόν, όλες οι ενισχύσεις έκτακτης ανάγκης στην ευρωζώνη προέρχονται από εθνικούς προϋπολογισμούς. Ο ΕΜΣ δανείζεται στις κεφαλαιαγορές με πλήρη και άνευ όρων εγγύηση από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών. Αυτό δεν έχει νόημα μακροπρόθεσμα. Οι δημοσιονομικοί πόροι είναι σπάνιοι. Τα χρήματα των φορολογουμένων δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση ενός μηχανισμού στήριξης της ρευστότητας. Οι συνεισφορές στον προϋπολογισμό δεν θα παράσχουν ποτέ το είδος πυροπροστασίας που είναι απαραίτητο για τη σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών και την αποφυγή της πρόκλησης ζημιογόνων κερδοσκοπιών. Η εμπειρία έχει δείξει ότι, σε περιόδους υψηλής μεταβλητότητας και έντασης, μπορεί να χρειαστούν σημαντικά ποσά στήριξης – το αποκαλούμενο «μεγάλο μπαζούκα». Σχεδόν εξ ορισμού, ένα νομισματικό ταμείο πρέπει να διαθέτει νομισματικούς πόρους που να παρέχουν την απαραίτητη ελαστικότητα.
Πολλοί άνθρωποι θα αντιταχθούν στην ιδέα να αντλήσουν από την ΕΚΤ τη χρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου. Η «νομισματική χρηματοδότηση» των κυβερνήσεων είναι μια θανάσιμη αμαρτία στην ευρωζώνη και απαγορεύεται αυστηρά από τις ιδρυτικές συνθήκες. Αλλά αυτό είναι διαφορετικό. Ακριβώς το ίδιο είδος χρηματοδότησης πραγματοποιήθηκε όταν η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Κύπρος και η Πορτογαλία δανείστηκαν από το ΔΝΤ το 2011-12, ενώ άλλες ευρωπαϊκές χώρες δέσμευαν νομισματικά μέσα για αυτά τα προγράμματα.
Δεύτερον, ο καθορισμός των συνθηκών, και ιδίως ο βαθμός δημοσιονομικής λιτότητας που θα επιβληθεί στις χώρες που λαμβάνουν στήριξη, δεν θα είναι εύκολη. Κατά τη διάρκεια της κρίσης ήταν προφανές ότι οι κυβερνήσεις δε συμφωνούν για την ορθή προσέγγιση. Ορισμένοι επέμειναν να παράσχουν όλη τη ρευστότητα που απαιτείται για τη σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών. Άλλοι ήθελαν να δουν ισχυρή δημοσιονομική εξυγίανση ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε βοήθεια. Η λύση είναι απλή: μαζί με το δικό της μέσο, η ευρωζώνη πρέπει να έχει το δικό της δόγμα.
Τέλος, η διακυβέρνηση του EMF θα πρέπει να προσαρμοστεί, ώστε να είναι δυνατή η λήψη αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία, με «σούπερ πλειοψηφίες» για πολύ σημαντικά θέματα. Προς το παρόν, επειδή η υποστήριξη τελικά προέρχεται από εθνικούς προϋπολογισμούς, οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται ομόφωνα και, για ορισμένες χώρες, με προηγούμενη έγκριση από το κοινοβούλιο – συνταγματική επιταγή στη Γερμανία. Είναι μια μεγάλη πηγή αδυναμίας: σε περιόδους κρίσης, η ταχύτητα λήψης αποφάσεων και η ανάληψη δράσης είναι απολύτως αναγκαία.
Τα μέλη της ευρωζώνης θα πρέπει να κάνουν επιλογές μέσω έντονων συζητήσεων. Η αύξηση της οικονομικής αντοχής της περιοχής είναι εξίσου σημαντική με τη βελτίωση του συντονισμού της οικονομικής πολιτικής. Ένα καλό εργαλείο διαχείρισης κρίσεων αποτελεί ουσιαστικό συμπλήρωμα μιας αναπτυγμένης ένωσης κεφαλαιαγοράς. Η ευρωζώνη θα ωφεληθεί τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, καθώς η εμπιστοσύνη θα ενισχυθεί από την ικανότητά της να απορροφά τους κραδασμούς.