Από την άλλη πλευρά, η αύξηση της παραγωγικότητας παραμένει αδύναμη, η εισοδηματική ανισότητα αυξάνεται και οι λιγότερο μορφωμένοι εργαζόμενοι αγωνίζονται να βρουν ελκυστικές ευκαιρίες απασχόλησης.
Μετά από οκτώ χρόνια επιθετικών κινήτρων, οι ανεπτυγμένες οικονομίες εξέρχονται από μια εκτεταμένη φάση απομόχλευσης που φυσικά κατέστειλε την ανάπτυξη από την πλευρά της ζήτησης. Δεδομένου ότι το επίπεδο και η σύνθεση του χρέους έχει μετατοπιστεί, οι πιέσεις απομόχλευσης μειώθηκαν, επιτρέποντας μια συγχρονισμένη παγκόσμια επέκταση.
Παρ’ όλα αυτά, με τον καιρό, ο πρωταρχικός καθοριστικός παράγοντας της αύξησης του ΑΕΠ – και η συσχέτιση των ρυθμών ανάπτυξης – θα είναι τα κέρδη στην παραγωγικότητα. Ωστόσο, όπως συμβαίνει σήμερα, υπάρχει άφθονος λόγος αμφιβολίας ότι η παραγωγικότητα θα ανέβει από μόνη της. Υπάρχουν πολλά σημαντικά στοιχεία που λείπουν από το μείγμα πολιτικών που σκιάζουν την πραγματοποίηση τόσο της πλήρους κλίμακας αύξησης της παραγωγικότητας όσο και της στροφής προς μοντέλα περιεκτικότερης ανάπτυξης.
Πρώτον, το δυναμικό ανάπτυξης δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς επαρκές ανθρώπινο κεφάλαιο. Αυτό το μάθημα είναι εμφανές από την εμπειρία των αναπτυσσόμενων χωρών, αλλά ισχύει και για τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Δυστυχώς, στις περισσότερες οικονομίες, οι δεξιότητες και οι ικανότητες δεν φαίνεται να συμβαδίζουν με τις ταχείες διαρθρωτικές αλλαγές στις αγορές εργασίας. Οι κυβερνήσεις έχουν αποδειχθεί είτε απρόθυμες είτε ανίκανες να ενεργήσουν επιθετικά όσον αφορά την εκπαίδευση και την επανεκπαίδευση δεξιοτήτων ή την αναδιανομή του εισοδήματος. Και σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου είναι τόσο διαστρεβλωμένη ώστε τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα να μην μπορούν να επενδύσουν σε μέτρα προσαρμογής στις ραγδαία μεταβαλλόμενες συνθήκες απασχόλησης.
Δεύτερον, οι περισσότερες αγορές εργασίας έχουν μεγάλο κενό πληροφόρησης που θα πρέπει να κλείσει. Οι εργαζόμενοι γνωρίζουν ότι η αλλαγή έρχεται, αλλά δε γνωρίζουν πώς εξελίσσονται οι απαιτήσεις δεξιοτήτων και έτσι δεν μπορούν να στηρίξουν τις επιλογές τους σε συγκεκριμένα δεδομένα. Οι κυβερνήσεις, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις δεν έχουν πλησιάσει καθόλου την παροχή επαρκούς καθοδήγησης σε αυτό το μέτωπο.
Τρίτον, οι επιχειρήσεις και τα άτομα τείνουν να πηγαίνουν εκεί όπου οι ευκαιρίες επεκτείνονται, το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι χαμηλό, οι προοπτικές πρόσληψης εργαζομένων είναι καλές και η ποιότητα ζωής είναι υψηλή. Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες και οι υποδομές είναι κρίσιμες για τη δημιουργία τέτοιων δυναμικών, ανταγωνιστικών συνθηκών. Η υποδομή, για παράδειγμα, μειώνει το κόστος και βελτιώνει την ποιότητα της συνδεσιμότητας. Τα περισσότερα επιχειρήματα υπέρ των επενδύσεων στις υποδομές επικεντρώνονται στα αρνητικά: καταρρέουσες γέφυρες, συμφόρηση των εθνικών οδών, αεροπορικά ταξίδια δευτέρου επιπέδου κ.ο.κ. Ωστόσο, οι αρμόδιοι για τη χάραξη πολιτικής πρέπει να δουν πέρα από την ανάγκη να καλύψουν την αναμενόμενη συντήρηση. Η φιλοδοξία θα πρέπει να είναι η επένδυση σε υποδομές που θα δημιουργούν εντελώς νέες ευκαιρίες για ιδιωτικές επενδύσεις και καινοτομία.
Τέταρτον, η δημόσια έρευνα στον τομέα της επιστήμης, της τεχνολογίας και της βιοϊατρικής είναι ζωτικής σημασίας για την προώθηση της καινοτομίας μακροπρόθεσμα. Συμβάλλοντας στη γνώση του κοινού, η βασική έρευνα ανοίγει νέους τομείς για την καινοτομία του ιδιωτικού τομέα. Και όπου και αν διεξάγεται η έρευνα, παράγει φαινόμενα εξάπλωσης στην τοπική οικονομία.
Σχεδόν κανένας από αυτούς τους τέσσερις προβληματισμούς δεν αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό του πλαισίου πολιτικής που επικρατεί επί του παρόντος στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, το Κογκρέσο ψήφισε ένα πακέτο φορολογικών μεταρρυθμίσεων, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε πρόσθετη αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, αλλά δε θα κάνει τίποτα για να μειώσει την ανισότητα, να αποκαταστήσει και να αναδιανείμει ανθρώπινο κεφάλαιο, να βελτιώσει τις υποδομές ή να επεκτείνει τις επιστημονικές και τεχνολογικές γνώσεις. Με άλλα λόγια, το πακέτο αγνοεί τα ίδια τα συστατικά που απαιτούνται για να τεθούν οι βάσεις για ισορροπημένα και βιώσιμα μελλοντικά μοντέλα ανάπτυξης, τα οποία χαρακτηρίζονται από υψηλές πορείες οικονομικής και κοινωνικής παραγωγικότητας που υποστηρίζονται τόσο από πλευράς προσφοράς όσο και από πλευράς ζήτησης (συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων).
Ο Ρέι Ντάλιο περιγράφει ένα μονοπάτι που περιλαμβάνει την επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο, την υποδομή και την επιστημονική βάση της οικονομίας ως μονοπάτι Α. Η εναλλακτική λύση είναι η διαδρομή Β, η οποία χαρακτηρίζεται από έλλειψη επενδύσεων σε περιοχές που θα ενισχύσουν άμεσα την παραγωγικότητα, όπως η υποδομή και η εκπαίδευση. Αν και οι οικονομίες ευνοούν σήμερα τη διαδρομή Β, είναι η πορεία Α που θα παράγει υψηλότερη, περιεκτικότερη και πιο βιώσιμη ανάπτυξη, ενώ παράλληλα θα βελτιώσει τις παρατεινόμενες χρεωστικές υπερβάσεις που συνδέονται με τα μεγάλα χρέη των κρατών και τις μη χρεωστικές υποχρεώσεις σε τομείς όπως οι συντάξεις, η κοινωνική ασφάλιση και δημόσια χρηματοδότηση της υγειονομικής περίθαλψης.
Μπορεί να είναι ευσεβής πόθοι, αλλά η ελπίδα μας για το νέο έτος είναι ότι οι κυβερνήσεις θα καταβάλουν μια πιο συντονισμένη προσπάθεια να χαράξουν μια νέα πορεία από το μονοπάτι Β του Ντάλιο στο μονοπάτι Α.