Η Αυστρία, η Ολλανδία, η Δανία και η Σουηδία – οι «τέσσερις φειδωλοί» της Ευρώπης – στυλώνουν τα πόδια τους ενώ οι Βρυξέλλες ετοιμάζονται για τον πιο αιματηρό γύρο συνομιλιών του προϋπολογισμού. Μια αξιοσημείωτη παράλειψη στο μέτωπο εναντίον της ευρωπαϊκής απλοχεριάς είναι η Γερμανία. Το Βερολίνο – ο μεγαλύτερος συνεισφέρων στο κοινό ταμείο της Ευρώπης – είναι φανερά προσηλωμένο να βάλλει περισσότερα χρήματα στον προϋπολογισμό της ΕΕ στην προκαταρκτική συμφωνία συνασπισμού.
Σε αντίθετη περίπτωση, η απουσία γερμανικού βάρους και η παραδοσιακή αντίσταση του Ηνωμένου Βασιλείου σε περισσότερες πληρωμές της ΕΕ θα μπορούσαν να σημαίνουν ότι η συμμορία των τεσσάρων είναι ακόμη πιο επίμονη αυτή τη φορά. Αυτή η ομάδα πλουσίων, μικρών και βορειοευρωπαϊκών εθνών – όλοι καθαροί πληρωτές – θέλουν να προστατεύσουν τους φορολογούμενους από τον λογαριασμό για την επιθυμία της Ευρωπαϊκής Κομισιόν να διατηρήσει τουλάχιστον τη φορολογική πυρηνική δύναμη της ΕΕ, όταν το μπλοκ μείνει με 27.
Ακολουθούν τα τέσσερα πράγματα για τα οποία το κουαρτέτο είναι πιθανό να πολεμήσει με νύχια και με δόντια στο επόμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (ΠΔΠ):
Συρρίκνωση του δοχείου:
Η ΕΕ μειώνεται μετά το Brexit και οι εύπορες τέσσερις πρωτεύουσες πιστεύουν ότι ο προϋπολογισμός θα πρέπει να συρρικνωθεί. Επιθυμούν να παγώσουν το σημερινό 1 τοις εκατό του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος με το οποίο τα κράτη μέλη συμβάλλουν στο ταμείο της ΕΕ για το επόμενο πρόγραμμα δαπανών που καλύπτει το διάστημα 2021-2027. Η Κομισιόν, υποστηριζόμενη από την Ιρλανδία, τις Βαλτικές χώρες, την Ιταλία και την Πολωνία, τάσσεται υπέρ περισσότερων, με ένα ελάχιστο σημείο εκκίνησης 1,15% του ΑΕΕ. Ωστόσο, η υπουργός Οικονομικών της Σουηδίας είναι ξεκάθαρος: Μετά το Brexit «δεν υπάρχει τρύπα για να γεμίσει», είπε η Μαγκνταλένα Άντερσον στο FT.
Προτεραιότητες:
Ο «εκσυγχρονισμός» είναι η λέξη-κλειδί που κάνουν όλες οι κυβερνήσεις της ΕΕ για το επόμενο ΠΔΠ. Αλλά το λιτό στρατόπεδο έχει πιο συγκεκριμένες απαιτήσεις. Οι Ολλανδοί, για παράδειγμα, θέλουν οι πλουσιότερες χώρες να αναλάβουν λιγότερη από τη διαρθρωτική χρηματοδότηση που χρησιμοποιείται για να βοηθήσουν στην ανάπτυξη των φτωχότερων περιοχών της Ευρώπης. Η Αυστρία προσεγγίζει επίσης την ιδέα. Η συμμορία των τεσσάρων θέλει επίσης να περισσότερα χρήματα να κατευθυνθούν σε τομείς όπως οι επενδύσεις και οι δαπάνες τεχνολογίας και όχι στις παλιές ιερές αγελάδες, όπως οι επιδοτήσεις των γεωργών στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής.
Πού θα βρεθούν χρήματα:
Οι τέσσερις δεν θέλουν να πληρώσουν περισσότερα και δεν θέλουν οι Βρυξέλλες να ενισχύσουν τα δικά τους μέτρα αύξησης μετρητών. Αυτοί οι «ίδιοι πόροι» θα επιτρέψουν στην επιτροπή να αξιοποιήσει νέες πηγές εσόδων για να καλύψει το κενό του Brexit ύψους περίπου 12 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Οι Βρυξέλλες έχουν το βλέμμα τους στα έσοδα από τις εταιρικές φορολογίες της ΕΕ, τα τέλη από το σύστημα εμπορίας εκπομπών άνθρακα της Ευρώπης, ακόμη και τα κέρδη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για ενίσχυση της δικής της αγοραστικής δύναμης. Αλλά οι αδιάλλακτοι τέσσερις δε θα το δεχτούν. Θεωρούν τους ίδιους πόρους ως έναν πονηρό τρόπο ληστείας στα εθνικά θησαυροφυλάκια των χρημάτων που δικαίως είναι δικά τους. «Η απάντηση είναι απλά όχι», λέει ο υπουργός Οικονομικών της Δανίας Κρίστιαν Γιένσεν.
Εκπτώσεις:
Ποιος είναι ο τελικός στόχος; Όπως και οι βρετανικές μάχες για τους προϋπολογισμούς του παρελθόντος, θα μπορούσε να καταλήξει σε μια έκπτωση. Οι Ολλανδοί, οι Αυστριακοί, οι Δανοί και οι Σουηδοί παίρνουν κάποια χρήματα πίσω από τον προϋπολογισμό. Μερικά από αυτά είναι μια έκπτωση στη μητέρα όλων των εκπτώσεων – αυτή που εξασφάλισε για το Ηνωμένο Βασίλειο η Μάργκαρετ Θάτσερ το 1984. Για την επιτροπή και άλλους όπως η Γαλλία, αυτές οι «διορθώσεις», όπως είναι γνωστές στην ορολογία της ΕΕ, θα εξαφανιστούν μαζί με τους Βρετανούς το 2020. Αλλά κάποια δημιουργική σκέψη – και λογιστική – μπορεί να χρειαστεί να βρίσκεται στα χαρτιά για να κερδίσει τους τέσσερις. Όπως προειδοποιεί ο ολλανδός υπουργός Οικονομικών, η χώρα του είναι εξαιρετικά «σοβαρή» με όλα αυτά. «Δεν υπερβάλουμε μόνο για χάρη των διαπραγματεύσεων.»