Προς το παρόν, ο πληθωρισμός (που θεωρείται υπερβολικά χαμηλός) και οι ισοτιμίες (που θεωρούνται υπερβολικά ισχυρές) θα έχουν κεντρική θέση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων -αν και όχι τόσο ώστε να αποτρέψουν τυχόν μηνύματα που θα δείχνουν μελλοντική σταδιακή απομάκρυνση από την επεκτατική τάση που κυριαρχεί εδώ και πολλά χρόνια τις πολιτικές των τραπεζών.
Η ΕΚΤ είναι πιθανό να έχει την περισσότερη διαίρεση στις εσωτερικές συζητήσεις πολιτικής, όταν το διοικητικό της συμβούλιο θα συνεδριάσει την Πέμπτη. Το βασικό ζήτημα σχετίζεται με το guidance που δίνει η ΕΚΤ στις αγορές για το τι θα συμβεί μετά τη λήξη του σημερινού προγράμματος μηνιαίων αγορών ομολογων ύψους 30 δισ. ευρώ το Σεπτέμβριο (όπως έχει αφεθεί να εννοηθεί στο παρελθόν).
Καθησυχασμένοι από την ισχυρότερη ανάπτυξη και ανήσυχοι για τις ακούσιες συνέπειες της παρατεταμένης εξάρτησης από τα μη συμβατικά νομισματικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της υπερ-διευκολυντικής στάσης που είναι εγγενής στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και τα αρνητικά επιτόκια, ορισμένα μέλη του συμβουλίου θα πιέσουν για αυτό που ο πρόεδρος της τράπεζας Mario Draghi, αποκάλεσε τον Ιανουάριο “ξαφνική στάση” -δηλαδή, την ολοκλήρωση των αγορών περιουσιακών στοιχείων το Σεπτέμβριο. Θα απορρίψουν τις αβεβαιότητες που συνδέονται με τις εκλογές της 4ης Μαρτίου στην Ιταλία, όπου οι πιο κεντρώες δυνάμεις συνετρίβησαν από δύο αντικαθεστωτικά κόμματα, το Κίνημα Πέντε Αστέρων και τη Λέγκα του Βορρά που μαζί συγκέντρωσαν περίπου το 50% των ψήφων. Και θα επισημάνουν τη δημιουργία μιας κυβέρνησης συνασπισμού στη Γερμανία υπό την ηγεσία της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, η οποία υπόσχεται να συνεργαστεί στενά με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρό για να ξεκινήσει πάλι η δουλειά για μια στενότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Άλλοι θα υποστηρίξουν μια πιο σταδιακή και υπό όρους πορεία πολιτικής, με την επιδίωξη να καθυστερήσον τα όποια σήματα μέχρι το καλοκαίρι. Υπό αυτό το πρίσμα, θα επικαλεστούν τις ανησυχίες για το χαμηλό πληθωρισμό, την ανατίμηση του νομίσματος και την πιθανή κορύφωση των μοχλών της κυκλικής ανάπτυξης της Ευρώπης. Μπορούν επίσης να επισημάνουν τον πιθανό περιφερειακό αντίκτυπο της αβεβαιότητας γύρω από την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ.
Αντί να λάβει μια απόφαση αυτήν την εβδομάδα, η ΕΚΤ είναι πιθανό να παραμείνει σιωπηλή για τις συγκεκριμένες προθέσεις πολιτικής της μέχρι το καλοκαίρι. Αλλά αυτό μπορεί να μην αποκλείσει τα σήματα σχετικά με τη μακροχρόνια ένδειξη της τάσης διευκόλυνσης –ειδικότερα, μια κίνηση προς την απόσυρση της υπόθεσης ότι εάν δεν επαληθευτεί το βασικό outlook, οι κεντρικοί τραπεζίτες είναι πιο πιθανό να προβούν σε επεκτατική παρά σε περιοριστική νομισματικής πολιτική.
Η Τράπεζα της Ιαπωνίας θα εξετάσει επίσης μια τέτοια στροφή, αν και μπορεί να καθυστερήσει σε σχέση με την ΕΚΤ να υιοθετήσει την αλλαγή. Πράγματι, εκτός από την πολιτική πτυχή, η ιαπωνική κεντρική τράπεζα θα αντιμετωπίσει μια παρόμοια ισορροπία επιχειρημάτων όταν εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο θα κατευθύνει τη δική της πολιτική αγορών παγίων, πολύ χαμηλών επιτοκίων και ενός αυστηρού άνω επιτοκιακού ορίου για τα 10ετή ομόλογα. Θα επιδιώξει επίσης να αποφύγει τις αναταράξεις τώρα που το κοινοβούλιο εξετάζει τις υποψηφιότητες στο συμβούλιο πολιτικής.
Η διστακτικότητα των δύο κεντρικών τραπεζών να κάνουν ο,τιδήποτε περισσότερο από το αρχίσουν απλά να αλλάζουν την τάση χαλάρωσης, μπορεί να θεωρηθεί από ορισμένους ως περαιτέρω απόδειξη των υπερβολικά dovish στάσεων πολιτικής. Αλλά η προσέγγιση αυτή θα ισοδυναμούσε με την απώλεια μιας μεγαλύτερης πραγματικότητας.
Μετά από πολλά χρόνια πειραματισμού και παρατεταμένης εξάρτησης από τη μη συμβατική νομισματική πολιτική, οι κεντρικές τράπεζες σε προηγμένες οικονομίες, υπό την ηγεσία της Federal Reserve, βρίσκονται σε διάφορα στάδια μιας μετάβασης. Όπως ανέφερα προηγουμένως, αυτή η αργή, μετρημένη και ακόμη υπό προϋποθέσεις ανακατεύθυνση της πολιτικής θα έχει ως αποτέλεσμα, κατά τη διάρκεια των επόμενων τριμήνων, να γίνει πιο παράλληλη η διαδοχική σύσφιξη της πολιτικής. Και αυτή η διαδικασία θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για πιθανά υψηλότερα επιτόκια πολιτικής στην Ευρώπη και την Ιαπωνία, καθώς και για μια έξοδο της αγοράς από τα κρατικά ομόλογα με αρνητικές αποδόσεις (σε ονομαστικές τιμές).
Η ταχύτητα αυτής της μετάβασης, τόσο για τα επιμέρους ιδρύματα όσο και για την κοινότητα των κεντρικών τραπεζών στο σύνολό της, θα είναι συνάρτηση των δεδομένων υψηλής συχνότητας (ιδίως των κινήσεων του πληθωρισμού και των νομισμάτων). Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας θα είναι τα μέτρα που εφαρμόζουν οι εθνικές κυβερνήσεις, καθώς γίνονται πιο δραστήριες στη χάραξη οικονομικής πολιτικής σε βασικές προηγμένες χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ. Στη διαδικασία αυτή, θα ανακαλύψουμε εάν η κεντρική τραπεζική κοινότητα στο σύνολό της μπορενα παραδώσει αυτό που η Fed μπόρεσε να παράγει μόνη της μέχρι τώρα: μια “όμορφη εξομάλυνση”.