Προβληματισμό προκαλεί και η εκτίμησή της για το πλεόνασμα του 2019, το οποίο τοποθετείται στο 3% και αφήνει έτσι ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξουν νέα μέτρα το επόμενο έτος, τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση στοχεύει σε “καθαρή έξοδο” από το πρόγραμμα και διαμηνύει ότι δεν θα υπάρξουν νέες απαιτήσεις από τους δανειστές.
Αξίζει να σημειώσουμε πως οι εκτιμήσεις της Citi είναι σημαντικά πολύ πιο χαμηλές από τις παραδοχές του ΥΠΟΙΚ και της Κομισιόν (2,3% το 2018 και 2,5% το 2019) καθώς και του ΔΝΤ (2% για φέτος και το 1,8% για το 2019). Για το 2020 η αμερικάνικη τράπεζα “βλέπει” πως η ανάπτυξη θα κινηθεί στο 1,5%, το 2021 θα επιβραδυνθεί ελαφρώς στο 1,4% πριν επιστρέψει στο 1,5% το 2022.
Όπως επισημαίνει η οικονομολόγος της Citi, Giada Giani, αν και τα πρόσφατα στοιχεία γύρω από την ελληνική οικονομία είναι μικτά, ωστόσο η τράπεζα εξακολουθεί να εκτιμά ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα κυμανθεί γύρω στο 1,0-1,5% το 2018-2019, καθώς οι ακόμα πολύ σφιχτές συνθήκες ρευστότητας, η αδύναμη εξωτερική ανταγωνιστικότητα και η λιτότητα εξακολουθούν να επιβαρύνουν την ανάπτυξη.
Σε ό,τι αφορά την “επόμενη” μέρα της Ελλάδας, η Citi επισημαίνει ότι η “καθαρή έξοδος” από το πρόγραμμα τον προσεχή Αύγουστο είναι πιθανή και αυτό θα μπορούσε να ενισχύσει το επιχειρηματικό κλίμα, ωστόσο, όπως προειδοποιεί, αυτή η επιλογή θα εκθέσει την Ελλάδα πιο άμεσα στα πιθανά σοκ των αγορών διεθνώς, γεγονός που υποδηλώνει ότι είναι ένα “επικίνδυνο” εγχείρημα.
Παράλληλα, σύμφωνα με την τράπεζα, μια σημαντική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους η οποία θα αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα της οικονομίας είναι απίθανη αλλά είναι δυνατό να υπάρξουν κάποιες περιορισμένες παραχωρήσεις. Όπως εκτιμά, το ελληνικό χρέος θα κυμανθεί στο 175% φέτος, στο 171% το 2019, στο 165% το 2020,, στο 159% το 2021 και στο 153% το 2022, λίγο υψηλότερα από τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ το οποίο από το “εκρηκτικό” 191,2% το 2018 βλέπει σταδιακή πτώση στο 168,7% το 2022.
Σε ότι αφορά την αξιολόγηση της Ελλάδας, η Citi δεν εκτιμά ότι η χώρα μας θα καταφέρει να ανάβει στην κατηγορία του επενδυτικού βαθμού στα επόμενα 2-4 χρόνια. Συγκεκριμένα, όπως εκτιμά, με βάση το σημερινό rating της S&P που τοποθετείται στο “Β” με θετικές προοπτικές, στα επόμενα 2-4 χρόνια η αξιολόγηση της Ελλάδας θα αναβαθμιστεί στο Β που βρίσκεται κάτω του investment grade, και με βάση της αξιολόγηση της Moody’s (στο Β3 σήμερα), θα αναβαθμιστεί στο Β3 στους επόμενους 9 μήνες και στο Β2 τα επόμενα 2-4 χρόνια, επίσης κάτω του “επενδυτικού βαθμού”. Αυτό σημαίνει ότι τα ελληνικά ομόλογα θα συνεχίσουν να αποτελούν ρίσκο για τους επενδυτές στο βραχυπρόθεσμο διάστημα, κάνοντας την Ελλάδα ευάλωτη όταν και αν βγει από το πρόγραμμα με “καθαρή έξοδο”.