Ο γερμανικός προϋπολογισμός της προηγούμενης εβδομάδας είναι ένας από αυτούς. Ο Olaf Scholz, ο νέος υπουργός Οικονομικών της Σοσιαλδημοκρατίας της Γερμανίας, πρότεινε έναν προϋπολογισμό με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: μια εικονική μείωση των επενδύσεων, μειωμένη αναλογία αμυντικών δαπανών προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, δέσευση κεφαλαίων για αναπτυξιακή βοήθεια στο 0,5% του ΑΕΠ, και χαμηλότερη συνεισφορά στον επόμενο προϋπολογισμό της ΕΕ από σε σχέση με αυτά που είχε προτείνει ο ίδιος προηγουμένως.
Ο προϋπολογισμός εκπληρώνει δύο περιορισμένους στόχους. Εξασφαλίζει ότι η κυβέρνηση θα εκτελέσει δημοσιονομικό πλεόνασμα μέσω της δημοσιονομικής περιόδου 2019-2022. Επιπρόσθετα το 2019, το χρέος της Γερμανίας ως ποσοστό του ΑΕΠ θα πέσει κάτω από το όριο του 60% που ορίζεται στη συνθήκη του Μάαστριχτ της ΕΕ.
Η φιλοδοξία του κ. Scholz είναι να ωθήσει τον προϋπολογισμό σε πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ ή υψηλότερο. Ένα τέτοιο πλεόνασμα, με την πάροδο του χρόνου, θα εξαλείψει το δημόσιο χρέος. Σε εκείνο το σημείο η Γερμανία θα έχει φτάσει στην ορδο-φιλελεύθερη ουτοπία: θα γίνει σαν τη Ρουμανία του Νικολάε Τσαουσέσκου, η οποία είχε το πλεόνασμα των 9 δισ. δολαρίων το 1989, λίγο πριν την ανατροπή του δικτάτορα.
Πέρα από τις αρνητικές συνέπειες για την ίδια τη Γερμανία, ο προϋπολογισμός αυτός θα επιδεινώσει τις ήδη σημαντικές ανισορροπίες της ευρωζώνης.
Η Γερμανία έχει παρουσιάσει πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών περίπου 8% για τα τελευταία δύο χρόνια. Σύμφωνα με ένα ειδησεογραφικό δελτίο του Der Spiegel, οι αεροπορικές δυνάμεις της χώρας έχουν καταστεί δυσλειτουργικές ως αποτέλεσμα της χρόνιας ανεπαρκούς επένδυσης. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, η οποία υποστηρίζει τον προϋπολογισμό, ήταν ανειλικρινής όσον αφορά την επαναλαμβανόμενη δέσμευσή της στο στόχο της αμυντικής δαπάνης του ΝΑΤΟ στο 2% του ΑΕΠ
Υπάρχει μάλλον μια απλή λύση σε όλα αυτά τα προβλήματα: να υπάρχει ένα μέτριο δημοσιονομικό έλλειμμα, δηλ. 2% του ΑΕΠ, να επενδύσουμε στην αναδόμηση της στρατιωτικής ικανότητας της χώρας, να αναπληρώσουμε τις δημόσιες υποδομές και να προτρύνουμε έργα υψηλής τεχνολογίας. Αυτό θα βοηθούσε την κ. Merkel να αντικρούσει τις κατηγορίες του αμερικανικού προέδρου Donald Trump στο ότι η Γερμανία δεν κάνει την παρουσία της ασιθητή στο ΝΑΤΟ. Θα καθιστούσε τη Γερμανία και την ΕΕ μικρότερο στόχο για τα εμπορικά δοσμολόγια των ΗΠΑ , μειώνοντας το εξωτερικό πλεόνασμα αποταμίευσης της Γερμανίας και της ευρωζώνης. Ταυτόχρονα θα ενίσχυε το δυναμικό ανάπτυξης της Γερμανίας μακροπρόθεσμα. Δεν αποτελεί συχνό φαινόμενο το να μπορεί κανέις να κάνει τόσα πολλά με μία μόνο πολιτική τακτική.
Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να παραβιαστεί το συνταγματικό “χρέος” – ένας δημοσιονομικός κανόνας που αναγκάζει τη Γερμανία να εφαρμόσει έναν σχεδόν ισορροπημένο προϋπολογισμό στον οικονομικό κύκλο. Ωστόσο, πρόκειται για μια εσωτερική επιλογή, και όχι για έναν εξωτερικό περιορισμό. Ο κ. Scholz δεν ακολουθεί εδώ μόνο τους κανόνες. Κάνει περισσότερα από όσα χρειάζεται. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας επιστρέφει στις προ-Κεϋνσιανές ρίζες του.
Ενδιαφέρομαι λιγότερο για την αυτοκαταστροφή του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας από ότι εξωτερικές επιδράσεις. Οι Γερμανοί έκαναν μια επιλογή. Θα πάρουν αυτό που ψήφισαν. Αλλά η πολιτική θα επηρεάσει εκατομμύρια ανθρώπους που δεν είχαν ψηφίσει, καθώς ο προϋπολογισμός θα καθορίσει τη διαδρομή για την υπόλοιπη ευρωζώνη.
Συγκεκριμένα, θα περιορίσει τον βαθμό δημοσιονομικής ευελιξίας που θα μπορούσε να χορηγήσει η ΕΕ στις χώρες κατά τη διάρκεια οικονομικής ύφεσης. Η Ιταλία, για παράδειγμα, χρειάζεται απεγνωσμένα περισσότερες δημόσιες επενδύσεις, πέραν των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, ως διέξοδο από την οικονομική στασιμότητα.
Οι ψηφοφόροι έχουν απομακρυνθεί από τα εδραιωμένα κόμματα, μια τάση που μπορεί να συνεχιστεί αν δεν υπάρξει σταθερή οικονομική ανάκαμψη.
Η Γαλλία είναι σε καλύτερη θέση, αλλά όχι αρκετά ισχυρή για να ακολουθήσει τη Γερμανία. Μπορούμε να θαυμάσουμε την άνοδο του Εμμανουήλ Μακρόν στην προεδρία, αλλά το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο παραμένει ένας κίνδυνος τόσο για αυτόν όσο και για την ευρωζώνη.
Ποτέ δεν θα υπάρξει λύση για τις δυσκολίες της ευρωζώνης, εκτός αν άλλες χώρες την υποστηρίξουν και ”παλέψουν” για αυτήν. Πρέπει να θεωρήσουν ότι η Γερμανία παραβιάζει τον σημαντικότερο κανόνα πολιτικής που ορίζεται στη συνθήκη του Μάαστριχτ: ότι τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν την οικονομική πολιτική ως ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος. Ο γερμανικός προϋπολογισμός είναι εξωευρωπαϊκός ήταν και τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα της Ελλάδας.
Υπάρχει μόνο μία λογική εξήγηση για μια τέτοια πολιτική. Η απαλλαγή από το χρέος του καθενός είναι ένας τρόπος για να τερματιστεί η συζήτηση σχετικά με την κατανομή των κινδύνων στην ευρωζώνη. Ωστόσο, η αντιγραφή της οικονομικής στρατηγικής του Τσαουσέσκου είναι ένας μάλλον ακραίος τρόπος για να προχωρήσει αυτό το ζήτημα.