Μπροστά στον κίνδυνο πλήρους ακύρωσης του πολιτικού αφηγήματος περί καθαρής εξόδου από το μνημόνιο βρίσκεται η κυβέρνηση, καθώς η γερμανική κυβέρνηση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο φέρονται να συμφωνούν ότι το ΔΝΤ θα έχει θέση στο μεταμνημονιακό σχήμα επιτήρησης της Ελλάδας.
Στο τελευταίο Eurogroup υπήρξε μόνο μια συμφωνία επί της αρχής για το μοντέλο της μεταμνημονιακής επιτήρησης, αλλά οι κρίσιμες «λεπτομέρειες» θα καθορισθούν τον Ιούνιο, μαζί με το κλείσιμο της τέταρτης αξιολόγησης και τη συμφωνία για τη διευθέτηση του χρέους.
Αυτό που συμφωνήθηκε είναι ότι η Ελλάδα θα αποτελέσει ειδική περίπτωση επιτήρησης, διακριτή από τις άλλες χώρες που μπήκαν σε προγράμματα, καθώς έχει δανεισθεί τα μεγαλύτερα ποσά από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς και είναι η μοναδική χώρα που θα χρειασθεί ελάφρυνση χρέους. Μάλιστα, ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ξεκαθάρισε ότι όσο μεγαλύτερη είναι η ελάφρυνση που θα δοθεί, τόσο αυστηρότερη θα είναι και η επιτήρηση.
Ήδη συμφωνήθηκε ότι στην Ελλάδα θα γίνονται τέσσερις επισκέψεις για αξιολογήσεις κάθε χρόνο και όχι μόνο δύο, που γίνονται στις άλλες χώρες οι οποίες βρίσκονται σε καθεστώς μεταμνημονιακής εποπτείας. Οι τέσσερις αξιολογήσεις το χρόνο είναι ο κανόνας που ίσχυε κατά την εφαρμογή των προγραμμάτων διάσωσης, ασχέτως αν στην Ελλάδα, λόγω των καθυστερήσεων στις αξιολογήσεις, γίνονταν τελικά λιγότερες.
Το ερώτημα είναι αν σε αυτή την επιτήρηση θα συμμετάσχει το ΔΝΤ. Η Αθήνα έχει, όπως είναι αυτονόητο, την επιθυμία να «ξεμπλέξει» από το Ταμείο και να επιτηρείται, όπως οι άλλες χώρες, μόνο από την Κομισιόν και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, τόσο για λόγους εντυπώσεων, όσο και για λόγους ουσίας: η συμμετοχή του Ταμείου θα έδινε την εντύπωση ότι το μνημόνιο παρατείνεται, ενώ θα δημιουργούσε και πρακτικά προβλήματα, στο βαθμό που το ΔΝΤ είναι πάντα πολύ πιο αυστηρό από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Το Ταμείο θεωρείται πλέον εντελώς απίθανο να ενεργοποιήσει το δικό του πρόγραμμα για την Ελλάδα, αφού, στην καλύτερη περίπτωση, η συμφωνία για το χρέος θα γίνει στις 21 Ιουνίου και δεν επαρκεί ο χρόνος για να εισαχθεί το θέμα στο διοικητικό του συμβούλιο, να γίνει εκταμίευση του 1,6 δισ. ευρώ και να ολοκληρωθεί η μία και μοναδική αξιολόγηση του προγράμματος ως τι 20 Αυγούστου, που λήγει το ευρωπαϊκό πρόγραμμα.
Στη συνέχεια, όμως, μετά τη λήξη του ευρωπαϊκού προγράμματος, θα πρέπει να εφαρμοσθεί το καταστατικό του Ταμείου, που ορίζει ότι όσες χώρες χρωστούν περισσότερο από 200% του ποσοστού συμμετοχής τους στο κεφάλαιο το ΔΝΤ (quota – ποσόστωση) εντάσσονται σε αυστηρό πρόγραμμα επιτήρησης (post program monitoring), με αξιολογήσεις και υποβολή ειδικών εκθέσεων στο συμβούλιο, μέχρι να πέσει το ποσοστό κάτω από το όριο του 200%.
Ο μόνος τρόπος για να αποφύγει η Ελλάδα αυτό τον αυστηρό μηχανισμό επιτήρησης είναι να εγκριθεί από την Γερμανία η πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ προς την Ελλάδα από τον ESM. Αυτό το μέτρο έχει συζητηθεί στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την ελάφρυνση του χρέους, αφού τα ευρωπαϊκά δάνεια είναι πολύ φθηνότερα από τα δάνεια του Ταμείου.
Όμως, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η γερμανική κυβέρνηση θα εγκρίνει την υλοποίηση αυτού του μέτρου. Αντίθετα, το γερμανικό υπ. Οικονομικών φέρεται να εξετάζει όχι μόνο πώς θα συνεχισθεί η επιτήρηση από το Ταμείο, αλλά και πώς το ΔΝΤ, αφού θα παραμείνει στην Ελλάδα, θα ενταχθεί και στο σχήμα των επιτηρητών, δίπλα στην Κομισιόν. Μια αναβίωση της τρόικας θα ήταν ένα ισχυρό πολιτικό πλεονέκτημα για τον Όλαφ Σολτς, ώστε να αποκρούσει ευκολότερα την κριτική που θα δεχθεί από τους Φιλελεύθερους και την ακροδεξιά Εναλλακτική για την Γερμανία, για τις παραχωρήσεις που, αναπόφευκτα, θα κάνει έναντι της Ελλάδας στο θέμα της ελάφρυνσης του χρέους.
Σε τελευταία έκθεση που δημοσίευσε ύστερα από συζητήσεις με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, το ΔΝΤ και την ελληνική κυβέρνηση, η HSBC τόνιζε ότι τα στελέχη της έφυγαν από την Αθήνα πιο αισιόδοξα, εν μέρει λόγω της αποφασιστικότητας του ΔΝΤ να παραμείνει στην Ευρώπη. Η τράπεζα εκτιμά ότι κάποια εμπλοκή του Ταμείου στη μετά το πρόγραμμα επιτήρηση είναι πιθανή.
Η παραμονή του Ταμείου στο σχήμα της επιτήρησης θα ακυρώσει οριστικά το σχέδιο της κυβέρνησης να διεκδικήσει, μετά το τέλος του προγράμματος, μια έγκριση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για να μετατεθεί αργότερα το μέτρο της μείωσης των συντάξεων από τον Ιανουάριο του 2019, η οποία έχει επιβληθεί από το Ταμείο, και να εξετασθεί ενδεχόμενη ακύρωσή του, αν η χώρα συνεχίσει να πετυχαίνει τους δημοσιονομικούς στόχους.
Αυτό θα προκαλούσε σοβαρούς πολιτικούς πονοκεφάλους στην κυβέρνηση, που θα ήταν υποχρεωμένη να πάει στις εκλογές του 2019 με νωπή την περικοπή των συντάξεων…