Η συνάντηση που επισκιάστηκε εντελώς από τη μη καταληκτική συνάντηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν, είχε ως αποτέλεσμα μια σημαντική συμφωνία μεταξύ δύο ηγετών που δεν είναι διάσημοι διεθνώς: του πρωθυπουργού της Ελλάδας Αλέξη Τσίπρα και του ομόλογόυ του από την πΓΔΜ Ζόραν Ζάεφ.
Η διαφωνία για την οποία συμφώνησαν να λήξει χρονολογείται από το 1991 και αφορά το όνομα της πΓΔΜ, για το οποίο η Ελλάδα επέμενε ότι η πρώην γιουγκοσλαβική δημοκρατία δεν είχε κανένα δικαίωμα να χρησιμοποιεί τον όρο “Μακεδονία”, επειδή η πραγματική Μακεδονία, η κατοικία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, βρίσκεται στη βόρεια Ελλάδα. Η διαμάχη γύρω από το όνομα δεν είναι ένα αδιόρατο θέμα που ενδιαφέρει μόνο όσους ασχολούνται με τα τοπωνύμια. Αποτελεί ένα από τα τελευταία εναπομείναντα εμπόδια για την ένταξη ολόκληρης της βαλκανικής περιοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν η συμφωνία τεθεί σε εφαρμογή, παρά την τρομερή πολιτική αντιπολίτευση που δέχεται τόσο στην πΓΔΜ όσο και στην Ελλάδα, θα είναι ένα σημαντικό βήμα προς την επούλωση των τραυμάτων του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας. Στο εγγύς μέλλον, η πρώην Γιουγκοσλαβία θα μπορούσε να επανενωθεί – όχι ως χώρα, αλλά ως μία ομάδα κρατών μελών της ΕΕ με ελεύθερο εμπόριο, ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων και χωρίς σύνορα μεταξύ τους.
Η διαμάχη για την ονομασία της πΓΔΜ έχει ξεκινήσει από τότε που ο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο συγκροτούσε την Κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Προφανώς ήλπιζε ότι ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, που ξεκίνησε το 1946, θα είχε ως αποτέλεσμα το να συμπεριληφθεί η βόρεια Ελλάδα στην ομοσπονδία του ως μέρος της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Χιλιάδες Σλαβομακεδόνες στη βόρεια Ελλάδα σχημάτισαν μια Κομμουνιστική δύναμη για να συμβεί αυτό. Ωστόσο, ηττήθηκαν και πολλοί από αυτούς αναγκάστηκαν να πάνε στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο. Εκεί, χάρη στις πολιτικές του Τίτο, δημιουργήθηκε μια “μακεδονική” εθνική ταυτότητα για να ενώσει τους ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους προηγουμένως θεωρούνταν Βούλγαροι περισσότερο, παρά μια ξεχωριστή εθνοτική ομάδα.
Αφότου έγιναν πραγματικότητα τα σύνορα των δημοκρατιών της Γιουγκοσλαβίας, η Ελλάδα δεν μπορούσε να ανεχτεί μια ξεχωριστή “Μακεδονία”. Στη δεκαετία του 1990, επέβαλε έναν οικονομικό αποκλεισμό στη χώρα που αναγνώριζε μόνο ως Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Είχε επίσης αποκλείσει τις προσδοκίες της πΓΔΜ να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Το νέο έθνος, από την πλευρά του, ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να μετονομαστεί: Η “μακεδονική” ταυτότητα που διαμορφώθηκε όσο υπήρχε η Γιουγκοσλαβία, ήταν η μόνη που είχαν οι άνθρωποι της. Η εθνικιστική κυβέρνηση του Νικολά Γκρουέφσκι, που ήταν στην ηγεσία της χώρας από το 2006 έως το 2016, ήταν προκλητική, ονομάζοντας το αεροδρόμιο στην πρωτεύουσα των Σκοπίων και έναν μεγάλο αυτοκινητόδρομο, από τον Μέγα Αλέξανδρο.
Με τον Γκρουέφσκι εκτός κυβέρνησης (καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκισης για διαφθορά τον Μάιο), η στάση της χώρας “μαλάκωσε”. Ο Ζάεφ εργάστηκε για να επιλύσει τη διαμάχη και να ξεκαθαρίσει την πορεία της χώρας προς τα δυτικά στρατιωτικά και πολιτικά μπλοκ. Ο Τσίπρας, από την πλευρά του, αποδείχθηκε ασυνήθιστα δεκτικός για Έλληνας ηγέτης. Η συμφωνία που υπέγραψαν οι δύο πρωθυπουργοί την Τρίτη καλεί την πΓΔΜ να μετονομαστεί σε Severna Makedonija ή Βόρεια Μακεδονία. Όμως, θα επιτρέπεται στον λαό της να αποκαλούνται “Μακεδόνες” και η γλώσσα τους θα είναι γνωστή ως “μακεδονική” – παραχωρήσεις που θεωρούνται απαράδεκτες για την ελληνική αντιπολίτευση, ακόμη και για το φιλελεύθερο κομμάτι της.
Είναι λογικό που οι περισσότερες παραχωρήσεις προέρχονται από την ελληνική πλευρά, καθώς στην Ελλάδα η συμφωνία χρειάζεται μόνο κοινοβουλευτική έγκριση και ο Τσίπρας πιθανώς θα την πάρει, αν και το εθνικιστικό συγκυβερνών κόμμα δεν στηρίζει τη συμφωνία. Στην πΓΔΜ, η συμφωνία απαιτεί αλλαγή στο Σύνταγμα της χώρας και κατά συνέπεια δημοψήφισμα το φθινόπωρο, κατά το οποίο το παλιό κόμμα του Γκρουέφσκι θα εκφράσει την αντίθεσή του στον προτεινόμενο διακανονισμό.
Εάν οι ψηφοφορίες πάνε όπως θα ήθελαν ο Τσίπρας και ο Ζάεφ, η Βόρεια Μακεδονία θα μπορεί να υποβάλει αίτηση ένταξης στο ΝΑΤΟ, γεγονός που θα ευχαριστήσει ιδιαίτερα τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, γιατί θα αποτελέσει ένα ακόμη χτύπημα ενάντια στη ρωσική επιρροή. Όμως, το πιο σημαντικό για τους ίδιους τους Σκοπιανούς, είναι ότι η χώρα θα μπορέσει επίσης να υποβάλει αίτηση ένταξης στην ΕΕ – κάτι που όλα τα άλλα μέρη της πρώην Γιουγκοσλαβίας εκτός από το Κόσοβο έχουν ήδη κάνει.
Η ΕΕ διαπραγματεύεται ήδη την ένταξη του Μαυροβουνίου και της Σερβίας. Αυτές οι χώρες (ειδικά η τελευταία) εξακολουθούν να έχουν πολλά εκκρεμή ζητήματα, αλλά, σύμφωνα με ένα έγγραφο της ΕΕ που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο, θα μπορέσουν να ενταχθούν μέχρι το 2025, εάν επιτύχουν σταθερή πρόοδο. Το έγγραφο λέει ότι άλλες χώρες – η Βοσνία Ερζεγοβίνη, το Κόσοβο και ενδεχομένως η Βόρεια Μακεδονία – θα μπορούσαν να ακολουθήσουν. Δεδομένου ότι τα δύο υπόλοιπα πρώην γιουγκοσλαβικά έθνη, η Σλοβενία και η Κροατία, είναι ήδη μέλη της ΕΕ, η επανένωση της άλλοτε κομμουνιστικής ομοσπονδίας του Τίτο υπό εντελώς νέους όρους, υπό την αιγίδα της ΕΕ, είναι σήμερα μια ιδιαίτερη δυνατότητα.
Η ΕΕ μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κριτικής για οτιδήποτε, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν υπηρετεί τον αρχικό της σκοπό – να προωθήσει την ειρήνη στην Ευρώπη. Η ένταξη όλων των πρώην Γιουγκοσλαβικών κρατών θα ήταν μια όμορφη κατάληξη σε μια τραγική ιστορία που είχε ως αποτέλεσμα περισσότερους από 130.000 θανάτους.
Οι χώρες μετά τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας συγκρούονται ακόμη και εντός της ΕΕ: η Σλοβενία και η Κροατία διαφωνούν σχετικά με τα σύνορα και τα αλιευτικά δικαιώματα και χρησιμοποιούνται διάφοροι μηχανισμοί της ΕΕ για να επιλύσουν αυτά τα ζητήματα, μέχρι στιγμής χωρίς ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Αλλά τουλάχιστον το αποτέλεσμα δεν είναι οι ένοπλες συγκρούσεις, τα οικονομικά εμπάργκο ή το κλείσιμο των συνόρων. Η ΕΕ έχει μια ηρεμιστική επίδραση στις συγκρούσεις γενικά: δεν εξαφανίζονται αλλά, αλλά ξεδιπλώνονται σε αργή κίνηση. Αυτό το είδος ανακούφισης είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται η πρώην Γιουγκοσλαβία 27 χρόνια μετά την ολοκλήρωση της τελευταίας μάχης.