Την αγωνία των κεντρικών τραπεζιτών για την πορεία της Ελλάδας μετά την έξοδο από το μνημόνιο και χωρίς προληπτική πιστωτική γραμμή προδίδουν οι διαδοχικές δημόσιες παρεμβάσεις, σε διάστημα λίγων ημερών, από τον πρόεδρο της Bundesbank, Γιενς Βάιντμαν, και τον Μπενουά Κερέ, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ και αρμόδιου για την παρακολούθηση των ελληνικών υποθέσεων.
Μιλώντας στην Αθήνα, ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης τόνισε ότι, «μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος του ESM, οι δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές στην Ελλάδα θα παρακολουθούνται στενά. Όπως έχει πει ο Γιάννης Στουρνάρας, “οι αγορές θα ακολουθήσουν σκληρή προσέγγιση”. Σε αυτό θα πρόσθετα: δεν μπορείς, στην πραγματικότητα, να διαφωνήσεις με τις αγορές».
Μετά την ηχηρή αυτή προειδοποίηση, ο Μπ. Κερέ επανήλθε στο ίδιο θέμα, τονίζοντας (στην «Καθημερινή»): «Η ευθύνη για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών και των καταθετών έχει μετατοπιστεί τώρα πλήρως στην ελληνική κυβέρνηση. Μην περιμένετε ότι θα είναι ευκολότερο για την κυβέρνηση να κερδίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών από ό,τι να πείσει τους θεσμούς».
Το σενάριο που προβληματίζει τους κεντρικούς τραπεζίτες είναι αυτό του παρατεταμένου αποκλεισμού της Ελλάδας από την αγορά ομολόγων. Εάν διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα οι αποδόσεις των ομολόγων (το 10ετές βρίσκεται τώρα στο 4,6%, που είναι απαγορευτικό για νέες εκδόσεις τίτλων), μπορεί η εξυπηρέτηση του χρέους να μην επηρεασθεί, αφού η χώρα διαθέτει το γνωστό «μαξιλάρι» των 24 δισ. ευρώ, αλλά θα δημιουργηθούν συνθήκες «πιστωτικής πολιορκίας», που φέρουν σε εξαιρετικά δυσχερή θέση το τραπεζικό σύστημα.
Αν διατηρηθούν υψηλές οι αποδόσεις των ομολόγων και παραταθεί η αβεβαιότητα στο Χρηματιστήριο, διατηρώντας σε χαμηλά επίπεδα τις αποτιμήσεις των τραπεζικών μετοχών, οι τράπεζες δεν θα έχουν τη δυνατότητα να αντλήσουν φθηνή χρηματοδότηση από την αγορά, ούτε και να προωθήσουν αυξήσεις κεφαλαίου, που θα είναι απαραίτητες το 2019, αφού η ΕΚΤ θα έχει καθορίσει ως το τέλος του τρέχοντος έτους τις πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες με βάση τα πρόσφατα τεστ αντοχής.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών μπορεί να είναι υψηλή, αλλά η ποιότητα των κεφαλαίων είναι χαμηλή, ενώ μπορεί να προκύψουν πρόσθετες ανάγκες, αν η ΕΚΤ επιβάλλει στις τράπεζες μια περισσότερο επιθετική στρατηγική μείωσης των προβληματικών δανείων -στην Ιταλία, τα «κόκκινα» δάνεια μειώθηκαν δραστικά, στα 41 δισ. από τα 86 δισ. ευρώ στα τέλη του 2016, ενώ με ανάλογη ταχύτητα κινείται και η Κύπρος, αφήνοντας την Ελλάδα μόνη στην αργή μείωση των προβληματικών δανείων.
Όπως τόνισε ο Μπ. Κερέ, «η κεφαλαιακή θέση των ελληνικών τραπεζών έχει ενισχυθεί σημαντικά στη διάρκεια του προγράμματος και ποσοτικά τα επίπεδά της είναι σήμερα υψηλότερα από ό,τι σε άλλες χώρες που επηρεάστηκαν από την κρίση. Ωστόσο, η ποιότητα του κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών είναι χαμηλότερη από ό,τι σε άλλα μέρη της Ευρώπης, καθώς αποτελείται εν μέρει από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις, ενώ υπάρχει μεγάλο υπόλοιπο μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) ως κατάλοιπο της κρίσης. Χρειάζεται συνετή συμπεριφορά και καθορισμός φιλόδοξων στόχων προκειμένου να μειωθεί σημαντικά ο δείκτης των ΜΕΑ μέχρι το τέλος του 2019».
Οι τραπεζίτες της Φρανκφούρτης γνωρίζουν ότι, χωρίς ουσιαστική αποκατάσταση της σχέσης της Ελλάδας με τις αγορές, η προσπάθεια εξυγίανσης των ελληνικών τραπεζών θα είναι πολύ δύσκολη, ενώ η «αρχιτεκτονική» της εξόδου της Ελλάδας από το πρόγραμμα θα φανεί ατελής, αφού χωρίς την προληπτική γραμμή χρηματοδότησης με ένα νέο πρόγραμμα του ESM δεν υπάρχει η δυνατότητα να παράσχει ο ευρωπαϊκός μηχανισμός κεφάλαια στις ελληνικές τράπεζες, αν υπάρξει ανάγκη. Ταυτόχρονα, το «μαξιλάρι» που κράτησε η κυβέρνηση έχει προβλεφθεί να καλύψει μόνο τις χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης, χωρίς πρόνοια για ένα χρηματοδοτικό «φάκελο» για τις τράπεζες. Έτσι, οι τράπεζες δεν έχουν άλλη διέξοδο για την ενίσχυση των κεφαλαίων τους έξω από τους μηχανισμούς της αγοράς.
Το κλειδί για την επιστροφή στις αγορές κρατάει η ελληνική κυβέρνηση, που ως τώρα κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που «δείχνουν» οι επενδυτές της αγοράς ομολόγων, καθώς φαίνεται να δίνει προτεραιότητα στις προεκλογικές παροχές, παρά στην εμπέδωση της οικονομικής σταθερότητας.
Αυτό ενέχει σοβαρούς κινδύνους, σε μια περίοδο όπου οι «τιμωροί» των αγορών στοχοποιούν τις πιο αδύναμες οικονομίες. «Η εμπιστοσύνη των επενδυτών θα βασίζεται στη συνεχιζόμενη υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και στην αποφυγή των υπαναχωρήσεων σε σχέση με προηγούμενες βελτιώσεις», προειδοποιεί ο κ. Κερέ και μόνο μετά την ομιλία του πρωθυπουργού στην ΔΕΘ, το Σάββατο, θα αρχίσει να διαφαίνεται αν αυτές οι προειδοποιήσεις λήφθηκαν σοβαρά υπόψη από την κυβέρνηση…