Μεγάλο μέρος της κάλυψης από τα ΜΜΕ απεικονίζει τις εξελίξεις που οδήγησαν στην κρίση, τους κακούς της ιστορίας και τους πολιτικούς ήρωες που τράβηξαν την παγκόσμια οικονομία από το χείλος του γκρεμού, αποτρέποντας μια επανάληψη της Μεγάλης Ύφεσης. Ωστόσο, η δυσάρεστη αλήθεια είναι πως ούτε η δομή του χρηματοπιστωτικού συστήματος ούτε ο πολιτικός λόγος γύρω από αυτό έχουν αλλάξει αρκετά για να αποτρέψουν μια τέτοια καταστροφή. Σε πολλές περιπτώσεις, τα διδάγματα της περιόδου 2007-2008 έχουν ξεχαστεί ή έχουν αφεθεί σε μια μακρινή, αν και φρικτή, ιστορία,που καμία σχέση δεν έχει με το παρόν.
Αυτός ο εφησυχασμός φαίνεται στην απόφαση του Αμερικανού προέδρου Trump να χαλαρώσει τις αυστηρές τραπεζικές ρυθμίσεις που είχαν θεσπιστεί μετά το 2008. Φέτος το Μάιο, το Κογκρέσο πέρασε το πρώτο πακέτο μέτρων για τη σημαντική εξασθένιση των πτυχών του Νόμου Dodd-Frank του 2010. Επιπλέον, ο Trump έχει διορίσει διάφορα στελέχη που είναι υπέρ σχετικά χαλαρών κανόνων, ως επικεφαλής των βασικών οργάνων χρηματοπιστωτικής εποπτείας. Καθώς η νομοθεσία Dodd-Frank παρέχει στους εν λόγω οργανισμούς μεγάλη διακριτική ευχέρεια σε ό,τι αφορά στην επιβολή των δημοσιονομικών κανόνων, οι διορισμοί αυτοί αποδυναμώνουν de facto τους κανονισμούς.
Ομοίως, λίγες μεγάλες κυβερνήσεις έχουν πραγματικά συνειδητοποιήσει την απειλή από τις τράπεζες που είναι too big to fail. Η κρίση έδειξε ότι μπορεί να είναι αδύνατο να κλείσουν μεγάλες, υπερχρεωμένες τράπεζες χωρίς να πληγεί η ευρύτερη οικονομία-γεγονός που υποχρεώνει τους πολιτικούς ηγέτες να τις διασώσουν. Αυτό το μάθημα φαίνεται να έχει ξεχαστεί σε πολλά μέρη της Ευρώπης. Για παράδειγμα, υπάρχει μεγάλη πολιτική στήριξη για μια συγχώνευση μεταξύ της Deutsche Bank και της Commerzbank, παρά το ότι η ένωση των ισολογισμών τους -περίπου 1,5 τρισ. Δολαρίων και 500 δισ. δολρίων αντιστοίχως- θα δημιουργούσε έναν τραπεζικό οργανισμό αξίας περίπου το 60% του γερμανικού ΑΕΠ. Ο ισολογισμός της BNP Paribas, της μεγαλύτερης τράπεζας της Γαλλίας, αυξήθηκε από τα 1,6 τρισ. δολάρια το 2007, στα περίπου 2 τρισ. Δολάρια το 2017.
Οι κυβερνήσεις απέτυχαν επίσης να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της χρηματοπιστωτικής πολυπλοκότητας. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της κρίσης 2007-2008 ήταν πως αποκάλυψε ότι λίγοι άνθρωποι κατανοούν τις περίπλοκες διασυνδέσεις μεταξύ των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Μετά από την κατάρρευση της Lehman και την επακόλουθη κατάρρευση της αγοράς, υπήρχε μεγάλος φόβος ότι η κατάρρευση ενός μεγάλου χρηματοπιστωτικού παράγοντα θα οδηγούσε στην κατάρρευση όλου του συστήματος -ακόμη κι αν δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε τις ακριβείς συνδέσεις μέσω των οποίων συνέβη αυτό. Μέρος των ανησυχιών προήλθε από την τεράστια αγορά των OTCs, των μη ρυθμισμένων συμβάσεων μεταξύ των θεσμικών οργάνων που χρεοκοπούν ή τις κινήσεις που θα προκαλούνταν στο χρηματιστήριο ή στα επιτόκια, και για τις οποίες δεν υπήρχε κεντρικό μητρώο. Το 2007, καθώς άρχισε η κρίση να ξετυλίγεται, υπήρχαν 507 τρισ. δολάρια τέτοιων παραγώγων παγκοσμίως (συγκριτικά, το προβλεπόμενο παγκόσμιο ΑΕΠ για το 2018 ανέρχεται σε λίγο κάτω των 90 τρισ. Δολαρίων). Το 2018, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, υπήρχαν 531 τρισ.δολάρια σε OTCs.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι πως η ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση παραμένει ατελής. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν δώσει πολύ λίγη έμφαση στην αντιμετώπιση των γνωστών προβλημάτων στο σύστημα, τα οποία συνετέλεσαν ώστε να δημιουργηθεί και να παρατηθεί η κρίση της ευρωζώνης. Δεν υπάρχει ακόμη κοινό σχήμα εγγύησης των καταθέσεων, ενώ το κοινό ταμείο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που αντιμετωπίζουν προβλήματα, παραμένει αστεία μικρό.
Ως εκ τούτου, ενώ το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα ίσως να μην βιώσει μια ακόμη κρίση σύντομα, απέχει πολύ από το να θεωρείται τόσο ασφαλές, ώστε κάποιος να αποκλείσει μια νέα παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, ας πούμε στις επόμενες δεκαετίες. Αυτό θα ήταν αρκετά ανησυχητικό εάν μιλούσαμε μόνο για πιθανή οικονομική ζημιά: η κρίση του 2007-2008 έχει κοστίσει εκατοντάδες δισ. Σε άμεσες επενδύσεις για τη διάσωση τραπεζών και αδιανόητα πολλά ακόμη τρισ.δολάρια σε χαμένη παραγωγή έκτοτε.
Ωστόσο, αν και οι περισσότεροι άνθρωποι δεν το αντιλαμβάνονται, η χρηματοπιστωτική κρίση πιθανώς είχε έναν σημαντικό ρόλο στην διάβρωση της φιλελεύθερης δυτικής δημοκρατίας. Οι οικονομολόγοι Manuel Funke, Moritz Schularick, Christoph Trebesh έχουν αποδείξει ότι, στις προηγμένες οικονομίες στη διάρκεια μιας μακράς περιόδου που ξεκινάει από το 1870, το μερίδιο των δεξιών κομμάτων αυξήθηκε κατά 30% (όχι ποσοστιαίες μονάδες) μετά από οικονομικές κρίσεις. Αυτό το φαινόμενο ήταν χαρακτηριστικό για τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις και δεν ισχύει για τις υφέσεις ή τις μακροοικονομικές κρίσεις που προέρχονται έξω από το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ειναι πιθανό μια χρηματοπιστωτική κρίση και τα επακόλουθα μέτρα διάσωσης των τραπεζών, να δημιουργεί την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι μια διεφθαρμένη ελίτ εκμεταλλεύεται τους απλούς πολίτες. Επειδή η μεταβίβαση χρημάτων των φορολογούμενων σε υπερχρεωμένες τράπεζες περιορίζει τον προϋπολογισμό της κυβέρνησης, συχνά ακολουθεί δημοσιονομική λιτότητα. Η λιτότητα αυξάνει την ανεργία, καθώς και τον ανταγωνισμό για τα ολοένα και πιο λίγα δημόσια αγαθά, όπως της υγειονομικής περίθαλψης, της εκπαίδευσης και των υποδομών. Σε κάποιες χώρες, ένας τέτοιος ανταγωνισμός μπορεί να επιδεινώσει την εχθρότητα μεταξύ γηγενών και ξένων πολιτών.
Οι απόψεις πολλών Ευρωπαίων ψηφοφόρων αντανακλούν αυτή την ερμηνεία των γεγονότων. Για παράδειγμα, λίγο πριν από το Brexit, ορισμένοι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου εξέφρασαν ανησυχίες ότι οι μετανάστες εργαζόμενοι από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη είχαν ισότιμη πρόσβαση στα δημόσια σχολεία και σε μια εθνική υπηρεσία υγείας που αντιμετωπίζει προβλήματα από τη μείωση της χρηματοδότησης. Παρόμοιες ανησυχίες κυριαρχούν στην περιφέρεια του Βερολίνου, όπου υπάρχει ισχυρή στήριξη για το ακροδεξιό AfD. Ένα κοινό παράπονο είναι ότι “η κυβέρνηση μας λέει για χρόνια ότι δεν υπάρχουν λεφτά για να επιδιορθωθούν τα κτήρια των δημόσιων σχολείων. Αλλά για τις τράπεζες και τους πρόσφυγες, ξαφνικά υπάρχουν λεφτά”.
Ενώ το εμπειρικό έργο των τριών οικονομολόγων επιδέχεται κριτικής σε διάφορα μέτωπα, το ευρύτερο σημείο τους φαίνεται να ισχύει. Εάν μέρος της ανόδου του Trump και της απόφασης για το Brexit μπορεί να θεωρηθούν λαϊκιστικά, είναι δύσκολο ν βρούμε μια χώρα που βίωσε μια σοβαρή τραπεζική κρίση το 2007-2009 αλλά δεν έχει βιώσει άνοδο του λαϊκισμού. Αυτό το φαινόμενο εκτείνεται πέρα από τα ακροδεξιά κόμματα: οι αριστεροί λαϊκιστές όπως το Podemos έχουν καλύψει το κενό στην Ισπανία, ενώ το ιταλικό πολιτικό σύστημα έχει δεχθεί πιέσεις και από τις δύο πτέρυγες.
Ασφαλώς, για την άνοδο του λαϊκισμού ευθύνονται περισσότερα από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Αλλά οι εξελίξεις του 2007-2008 φαίνεται να έχουν συμβάλλει ουσιαστικά στη συνέχιση της πολιτικής αστάθειας στις δυτικές δημοκρατίες.
Όλα αυτά οδηγούν σε ένα ανησυχητικό ερώτημα: δεδομένου ότι οι λαϊκιστές ήδη έχουν ένα σημαντικό πάτημα στα περισσότερα δυτικά κράτη, που θα οδηγούσε άλλη μία χρηματοπιστωτική κρίση; Δέκα χρόνια μετά από τη χρεοκοπία της Lehman, είναι πλέον καιρός οι πολιτικοί να αντιμετωπίσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα ως κάτι περισσότερο από ένα τεχνικό οικονομικό ζήτημα. Ο περιορισμός των υπερβολών του χρηματοπιστωτικού τομέα θα μπορούσαν να αποδειχθούν κρίσιμο σημείο για την επιβίωση των φιλελεύθερων δημοκρατιών.