Εξάλλου, η Merkel επέδειξε αξιοσημείωτη υπομονή στις διάφορες απώλειες στις εκλογές των κρατιδίων, στις διαμάχες μεταξύ των δύο συντηρητικών κομμάτων της κυβέρνησης και στους πολλούς συμβιβασμούς που έπρεπε να γίνουν για να διατηρηθεί ο μεγάλος συνασπισμός του CDU με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD). Αλλά φαίνεται ότι τελικά είπε “αρκετά”. Από τις ομοσπονδιακές εκλογές το Φθινόπωρο του 2017, ήταν ευρέως αναμενόμενο ότι αυτή θα ήταν η τελευταία της θητεία ως Καγκελάριος. Τώρα που το έχει επιβεβαιώσει, το κόμμα της είναι σε αναταραχή: ποτέ δεν υπήρξαν περισσότεροι από δύο υποψήφιοι για την προεδρία του CDU, και η τελευταία φορά που τα μέλη του κόμματος έπρεπε να επιλέξουν μεταξύ δύο υποψηφίων, ήταν το 1971, όταν ο Helmut Kohl έχασε από τον Rainer Barzel.
Αυτή η αναστάτωση εκτείνεται πέρα από το κόμμα της Merkel. Η απόφασή της έχει εντείνει τις πιέσεις στον πρόεδρο της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU) να ακολουθήσει το παράδειγμά της. και ακόμη και εντός του SPD, η προοπτική μιας νέας ηγεσίας του CDU επιταχύνει τους καρδιακούς παλμούς πολλών που γνωρίζουν ότι το να είσαι διαφορετικός είναι συχνά πιο εύκολο και πιο αποτελεσματικό πολιτικά, από το να σκέφτεσαι διαφορετικά.
Την ίδια στιγμή, η Merkel έχει παρουσιάσει τα σχέδιά της για το τελικό στάδιο της θητείας της: αν και κάνει χώρο για το νέο ηγέτη του CDU, είναι αποφασισμένη α παραμείνει Καγκελάριος μέχρι τις επόμενες γενικές εκλογές, που είναι προγραμματισμένες για το Φθινόπωρο του 2021. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι θα παραμείνει στη θέση της για όσο διάστημα διαρκέσει ο τωρινός συνασπισμός μεταξύ του CDU, του CSU και του SPD –ή όσο χρειαστεί να σχηματιστεί νέος κυβερνητικός συνασπισμός μετά από πρόωρες εκλογές.
Καθώς το γερμανικό σύνταγμα επιτρέπει μόνο μία ψηφοφορία δυσπιστίας, η Merkel θα παραμείνει Καγκελάριος μέχρι το 2021 εκτός και αν παραιτηθεί ή εάν εμφανιστεί μια απόλυτη πλειοψηφία που υποστηρίζει έναν άλλο πολιτικό στη Bundestag. Ως εκ τούτου, ο επόμενος ηγέτης του κόμματός της δεν θα γίνει αυτομάτως Καγκελάριος. Όποιος και αν εκλεγεί πρόεδρος στο συνέδριο του CDU το Δεκέμβριο, θα πρέπει να έρθει σε συμφωνία με βάση την οποία η Merkelθα παραμείνει στην Καγκελαρία. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για τους υποψηφίους για τη θέση οι οποίοι ήταν επικριτικοί απέναντί της: ο Friedrich Merz, ο οποίος ήταν επικεφαλής της ομάδας CDU/CSU στη Βουλή μέχρι το 2002, όταν η Merkel τον απέπεμψε και ο Jens Spahn, που εκπροσωπεί το μέλλον της συντηρητικής πτέρυγας του κόμματός της. Σε αντίθεση με την γενική γραμματέα του CDU, Annewgret Kramp-Karrenbauer, οι Merz και Spahn θα πρέπει να πείσουν τους 1.000 εκπροσώπους στο συνέδριο του κόμματος, ότι μπορούν να εργαστούν αποτελεσματικά με τη Merkel.
Ο νέος πρόεδρος του CDU θα είναι πρόθυμος να διαδεχθεί τη Merkel στην κυβέρνηση, εν μέρει δίτο αυτό θα του/της επιτρέψει να ηγηθεί τις επόμενης προεκλογικής εκστρατείας, έχοντας τη θέση και την εξουσία. Αλλά για να συμβεί αυτό, ο συνασπισμός θα πρέπει να συμφωνήσει να διορίσει το νέο ηγέτη του CDU ως Καγκελάριο. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποίησε η Merkel στις δηλώσεις της για το μέλλον, δηλώνουν ότι δεν έχει πρόθεση να αποχωρήσει πριν από την ώρα της. και οι ηγέτες του SPD δεν έχουν ενδιαφέρουν να ενισχύσουν το προφίλ ενός πολιτικού τον οποίο θα ανταγωνιστούν στις επόμενες εκλογές. Πραγματικά, το SPD θέλει τη Merkel να παραμείνει στην Καγκελαρία ακριβώς επειδή οι ημέρες της είναι μετρημένες. Η εγγύησή της ότι θα παραμείνει στη θέση της, αφήνει τους ηγέτες του SPD με μια δύσκολη απόφαση: είτε παραμένουν σε έναν συνασπισμό που αντιπαθούν όλο και περισσότερο, ο οποίος είναι υπό την εξουσία της, είτε αποχωρούν από το συνασπισμό και προκαλούν την δημιουργία ενός άλλου με διαφορετικό Καγκελάριο, είτε φεύγουν και έρχονται αντιμέτωποι με νέες εκλογές, όπου είναι πιθανό να τις χάσουν δραματικά.
Στο μεταξύ, η Merkel είναι τώρα μια ιδιαίτερη περίπτωση πολιτικού που έχει ορίσει την ημερομηνία αποχώρησής της. Δύσκολα μπορεί να ξεκινήσει τολμηρές πρωτοβουλίες ή να επαναδεσμεύσει τη Γερμανία στην Ευρώπη με ουσιαστικό τρόπο όταν το κόμμα της εστιάζει στην αντικατάσταση της ηγεσίας του. Ωστόσο αυτό μπορεί να ταιριάζει με το πώς βλέπει η ίδια την κατάσταση στην Ευρώπη. Είναι αρκετά πιθανό να προτιμά να μην κάνει τίποτα σε σχέση με την ατζέντα του Emmanuel Macron για την Ευρώπη, να μην βαθύνει την ευρωπαϊκή δημοσιονομική ολοκλήρωση ενώ η Ιταλία αντιδρά ενάντια στους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, να μην προωθήσει μια ατζέντα ολοκλήρωσης για την ασφάλεια των συνόρων και τη μετανάστευση, παρά την απροθυμία πολλών ευρωπαϊκών πρωτευουσών να κάνουν το ίδιο, ή να μην ξεκινήσει νέα projects για την ευρωπαϊκή ασφάλεια που απαιτούν μια αυξημένη χρηματοπιστωτική και πολιτική δέσμευση από τη Γερμανία. Ωστόσο, η αδράνεια σε όλα αυτά τα ζητήματα έρχεται σε αντίθεση με ένα από τα βασικά επιχειρήματά της για την διατήρηση τόσο του κυβερνώντος συνασπισμού και της Καγκελαρίας για άλλα τρία χρόνια –ότι η χώρα και η Ευρώπη χρειάζονται την εμπειρία της, το διεθνές της κύρος και μια λειτουργική κυβέρνηση σε μια κρίσιμη συγκυρία για τις γερμανικές και ευρωπαϊκές υποθέσεις.
Η Merkel θα έχει κάνει καλό στο κόμμα της εάν λήξει η ίδια το συνασπισμό σε κάποιο σημείο, είτε λόγω απαράδεκτων νέων απαιτήσεων από το SPD είτε λόγω των απαιτήσεων του CSU. Στις εκλογές που θα ακολουθήσουν, το κόμμα της θα λάβει μέρος με μια νέα ηγετική ομάδα που μπορεί να φανεί ελκυστική στους ψηφοφόρους ως ένας νέος παράγοντας. Αν και η κίνηση μπορεί να μην είναι αρκετή για να επιστρέψει το CDU στην προηγούμενη θέση ισχύος, θα μπορούσε κάλλιστα να σταματήσει την πτώση του.
Συνολικά, η Ευρώπη θα πάρει περισσότερα από τη Merkel που γνωρίζει τόσο καλά: ρεαλισμό και ευστροφία. Όσο καιρό είναι στην εξουσία, δεν θα υπάρχει καμία γερμανική στρατηγική σεισμικής αλλαγής –πρωτοβουλιών πολιτικής που θα καταστρέψουν το status quo. Αυτό θα είναι απογοητευτικό για τον Macron. Θα διαπιστώσει ότι παρά τις συναναστροφές του με τους φιλελεύθερους ηγέτες παντού στην Ευρώπη, η Γερμανία παραμένει ο αναντικατάστατος εταίρος του. Ωστόσο ο Macron μπορεί να παρηγορηθεί από το γεγονός ότι η Γερμανία της Merkel δεν θα στραφεί μακριά από την Ευρώπη, προωθώντας πιο εθνικιστικές πολιτικές ή κάποια εκδοχή ενός “τρίτου δρόμου” μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ. Ακόμη και μία Καγκελάριο προς αποχώρηση, το Βερολίνο έχει σημαντικούς πόρους για να αποτρέψει το ενδεχόμενο διάλυσης του ευρωπαϊκού project, να περιορίσει εκείνους που αγνοούν το βιβλίο κανόνων των Βρυξελλών και να διατηρήσει σε λειτουργία τη μηχανή πολιτικής της ΕΕ. Και για την ΕΕ και για το κόμμα της Merkel, αυτό μπορεί να μην αποκλείει μελλοντικές αναταράξεις, αλλά μπορεί σίγουρα να αποτρέψει μια κατάρρευση.