Όπως τονίζεται στην έκθεση, από την αμφισβήτηση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης του 2012 μπορεί να προκύψει εφάπαξ κόστος που ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ, ενώ άλλες αποφάσεις για τους μισθούς στο Δημόσιο μπορεί να έχουν εφάπαξ κόστος 1,4% και μικρότερες, σταθερές επιβαρύνσεις στο μέλλον.
Δηλαδή, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ταμείου, μόνο το εφάπαξ κόστος από αυτές της αποφάσεις θα μπορούσε να φθάσει τα 8 δισ. ευρώ, αποτελώντας «βόμβα» στα θεμέλια του προϋπολογισμού. Περαιτέρω, το Ταμείο σημειώνει ότι η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2016 επίσης αμφισβητείται δικαστικά, με ακόμη μεγαλύτερες δυνητικές συνέπειες.
Βλέπει επίσης ασθενικό ρυθμό ανάπτυξης μόλις 1,2% από το 2022 και μετά, λόγω ενδογενών κινδύνων αλλά και της διεθνούς κρίσης. Προβλέπει φθίνουσα δυνατότητα εξόδου της Ελλάδος στις αγορές για δανεισμό τα επόμενα χρόνια και ζητά αντισταθμίσματα μεταρρυθμίσεων για να στηριχθεί η παραγωγικότητα από τη μεγάλη άνοδο του κατώτατου μισθού για την οποία ασκεί κριτική.
Κατά το ΔΝΤ είναι επιβεβλημένη η μείωση του αφορολόγητου το 2020, αλλά και η δημιουργία “μαξιλαριού” ασφαλείας (μεγαλύτερο του 1 δισ ευρώ που τώρα προβλέπεται) για να αντιμετωπισθούν οι πιθανοί κίνδυνοι.
Αναλυτικά, στο δημοσιονομικό πεδίο καταγράφει τρεις κινδύνους
- Υπολογίζει σε 5,5% του ΑΕΠ (δηλαδή 10 δισ. ευρώ περίπου το πιθανό κόστος για τα δημόσια ταμεία από καταπτώσεις δανείων που έχουν δοθεί με εγγύηση Ελληνικού Δημοσίου (υπολογίζει σε δαπάνη 2,1 δισ. ευρώ φέτος και 500 εκατ. το χρόνο την περίοδο 2020-2024).
- Εκτιμά το κόστος από τις πιθανές δικαστικές αποφάσεις για αναδρομικά έως και στα 9,4 δισ. ευρώ (6,4 δισ. λόγω της μεταρρύθμισης του 2012 στις συντάξεις και 2,6 δισ. από τα δώρα στο Δημόσιο). Εκτιμά επιπλέον ετήσια δαπάνη 0,75% του ΑΕΠ. Πάντως γίνεται ξεκάθαρο από το ΔΝΤ ότι πρόκειται για προσωρινές προβλέψεις με μεγάλο ποσοστό αβεβαιοτήτων και δυσκολία ακριβούς αποτύπωσης.
- Καταγράφει τις παροχές έως και το 2021 και αναφέρεται σε κινδύνους λόγω του εκλογικού κύκλου (π.χ. από την εξαγγελία για μείωση του ΦΠΑ με επίπτωση 0,4% του ΑΕΠ ετησίως από το 2021 και από τις νέες προσλήψεις).
Σημειώνεται ότι επιπλέον όλων αυτών, κάνει λόγο και για πιθανή ετήσια δαπάνη 2-4% του ΑΕΠ (4-8 δισ ευρώ) λόγω των δικαστικών διεκδικήσεων για τον ν. Κατρούγκαλου η οποία όμως όπως εξηγεί, δεν προσμετράται. Και τούτο γιατί, όπως αναφέρεται, η όλη διαδικασία είναι ακόμη σε πολύ πρώιμο στάδιο. Κάνει λόγο και για άλλους κινδύνους που είναι “πολύ νωρίς για να αποτιμηθούν”.
Στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας, το Ταμείο στην 1η έκθεση για την Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, καταγράφει μία σειρά από κινδύνους για την ανάπτυξη λόγω: μεταρρυθμιστικής κόπωσης, υψηλών κόκκινων δανείων, υποτονικής ζήτησης αλλά και της διεθνούς κρίσης.
Προβλέπει ανάπτυξη κατά 2,4% φέτος, αλλά επιβράδυνση προς το 1,2% το 2023-2024. Εκτιμά επίσης ότι θα ενισχυθεί το “άνοιγμα” στο εξωτερικό ισοζύγιο (-3.4% του ΑΕΠ) και στις καθαρές ξένες επενδύσεις (-1.5% του ΑΕΠ).
Παράλληλα, κάνει σαφές ότι οι τράπεζες συνιστούν και δημοσιονομικό πρόβλημα λόγω της συμμετοχής του Δημοσίου. Υπολογίζει ότι η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού του Δημοσίου κατά μία μονάδα συνεπάγεται μείωση των κεφαλαίων κατά 0,5%. Το ΔΝΤ αναλύει τα σενάρια για την μείωση των NPLs βάζοντας στο “κάδρο” πέρα από το σχέδιο του ΤΧΣ, της ΤτΕ, αλλά και την επιδότηση μέσω του ν. Κατσέλη).