“Η Ευρώπη βρίσκεται στο επίκεντρο μιας οδυνηρής, πολύ οδυνηρής μετάβασης”, δήλωσε ο Philipp Hildebrand, αντιπρόεδρος της BlackRock, στην τηλεόραση του -. “Αναμένω ότι θα υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι τράπεζες, στα επιχειρηματικά τους μοντέλα, και θα χρειαστεί χρόνος”. Μέχρι τότε, είπε, οι επενδυτές πιθανότατα θα τις αποφεύγουν.
Το γεγονός ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τα μεγαλύτερα, βρίσκονται σε μία απελπιστική παρακμή, αποτελεί σοβαρό λόγο ανησυχίας – και όχι μόνο για τους μετόχους και τους ομολογιούχους. Η Ευρώπη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις τράπεζές της για την τόνωση της ανάπτυξης. Οι τράπεζες παρέχουν περίπου τα τρία τέταρτα της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και τα εννέα δέκατα της πίστωσης στα νοικοκυριά. Στις ΗΠΑ, οι εταιρείες βασίζονται στις κεφαλαιαγορές –θέτοντας προς πώληση ομόλογα και μετοχές– για το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησής τους.
Πράγματι, μέρος της πίεσης που ασκήθηκε στις Deutsche Bank και Commerzbank για να εξετάσουν μία συγχώνευση προήλθε από αξιωματούχους της γερμανικής κυβέρνησης που θέλουν έναν υγιή εθνικό οικονομικό πρωταθλητή να συμβάλει στην επιτάχυνση της ανάπτυξης της χώρας. Αλλά δεν υπάρχει εύκολη λύση. Και οι δύο τράπεζες αγωνίζονται με τις αναδιαρθρώσεις τους και ακόμα και αν μπορέσουν να διαχειριστούν τις δεκάδες χιλιάδες περικοπές θέσεων εργασίας που πιθανόν θα ακολουθήσουν μετά τη συγχώνευση, δεν είναι σαφές ότι μια μεγαλύτερη οντότητα θα είναι σημαντικά ισχυρότερη.
Οι μετοχές μιλούν
Με την οικονομική εξάπλωση που προκαλείται όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο, μπορεί να εξαντλείται ο χρόνος που είχαν οι τράπεζες να θεραπευτούν μόνες τους. Μια ακόμη ύφεση θα περιπλέξει την ανάκαμψή τους. Στο επίκεντρο των δυσκολιών είναι οι αδύναμοι ισολογισμοί και η μέτρια κερδοφορία. Πολλές τράπεζες εξακολουθούν να δυσκολεύονται να καλύψουν το κόστος ιδίων κεφαλαίων – δηλαδή, αυτό που ζητούν οι επενδυτές ως αποζημίωση για τον αντιληπτό κίνδυνο των επιχειρήσεων.
Γράφημα κάπου εδώ κοντά
Πουθενά δεν είναι αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης πιο ορατή από ό,τι στις αποτιμήσεις μετοχών. Από τον Ιανουάριο του 2018, όταν οι μετοχές άγγιξαν υψηλό δύο ετών, ο δείκτης τιμών Stoxx 600 Banks Price Index υποχώρησε περίπου 26%. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες αξίζουν μόλις το ένα τέταρτο σε σχέση με το υψηλό στην αξία τους που καταγράφηκε το 2007. Συγκριτικά, οι αμερικανικές τράπεζες ανέκαμψαν από την άβυσσο και στις αρχές του 2018 είχαν ανακτήσει σχεδόν όλες τις απώλειες μετά την κρίση, με τα κέρδη να φτάνουν σε επίπεδο-ρεκόρ πέρυσι. Όπως μετράται από την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων, η κερδοφορία ανέρχεται σε περίπου 9,5% στην Ευρώπη. Στις ΗΠΑ είναι κοντά στο 12%.
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν ενισχύσει τους ισολογισμούς τους, έχουν ξεφορτωθεί τα τοξικά περιουσιακά τους στοιχεία και έχουν επικεντρωθεί στις βασικές δραστηριότητες και γεωγραφικές περιοχές, αφότου απειλήθηκε η ίδια η επιβίωσή τους από τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις και τις επακόλουθες κρίσεις κρατικού χρέους. Μπαίνοντας στο στόχαστρο αυστηρότερων κανονισμών, υιοθέτησαν επίσης πιο συνετές πρακτικές δανεισμού και trading. Όμως, οι επενδυτές δεν τα λαμβάνουν ιδιαίτερα υπόψη αυτά. Οι τράπεζες κατά μέσο όρο διαπραγματεύονται 20% κάτω από τη λογιστική τους αξία, ενώ παρατηρείται μια τεράστια απόκλιση σε μερικές από τις μεγαλύτερες τράπεζες –μιλάμε φυσικά για τη Deutsche Bank– με κάποιες να διαπραγματεύονται με discount έως και 75% από τη λογιστική αξία τους. Αντίθετα, οι τράπεζες των ΗΠΑ αποτιμώνται σημαντικά πιο υψηλά από τους επενδυτές, 40% πάνω από τη λογιστική τους αξία, σύμφωνα με το - Intelligence.
H Deutsche και η Commerzbank διερευνούν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν το τέταρτο μεγαλύτερο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στην Ευρώπη με ισολογισμό 1,8 τρισ. ευρώ. Η σκέψη είναι ότι περικόπτοντας τις θέσεις εργασίας που έχουν κοινές, η συμφωνία θα χαμηλώσει και τις συνολικές δαπάνες χρηματοδότησης των τραπεζών. Το κοινό εγχείρημα θα δει την κερδοφορία να αυξάνεται, ενώ μια μεγαλύτερη εταιρεία θα μπορεί να ανταγωνιστεί πιο αποτελεσματικά με άλλες τράπεζες διεθνώς στο trading χρεογράφων. Ωστόσο, το κοινό σχήμα θα πρέπει και πάλι να αντιμετωπίσει τις διαρθρωτικές αδυναμίες της Ευρώπης. Περισσότερες από 6.200 τράπεζες δραστηριοποιούνται στην ΕΕ. Παρότι το νούμερο είναι μειωμένο σε σχέση με τις 8.500 του 2008, η αγορά παραμένει βαθιά κατακερματισμένη. Μια συγχώνευση θα αφήσει τις Deutsche Bank και Commerzbank με μερίδιο μόλις 10-15% στην αγορά, που μεταφράζεται σε μικρή δύναμη τιμολόγησης σε έναν ανελέητο κλάδο.
Διαλύεται το όραμα της τραπεζικής ένωσης
Ενώ οι ηγέτες των ευρωπαϊκών τραπεζών μπορούν να κάνουν περισσότερα για να αντιμετωπίσουν τις αδυναμίες των θεσμικών οργάνων τους για να αναζωογονήσουν την κερδοφορία, έχουν κολλήσει σε μια “κινούμενη άμμο” χαμηλών επιτοκίων και αυξανόμενου κόστους ρίσκου. Οι κανονισμοί υποχρεώνουν τις τράπεζες να διακρατούν περισσότερα κεφάλαια ως μαξιλάρι ασφαλείας για τις πιθανές ζημιές σε περίπτωση κρίσεων και οι επενδύσεις που απαιτούνταν για να ενισχυθούν οι έλεγχοι και να αναβαθμιστεί η απαρχαιωμένη τεχνολογία ωθούν τα έξοδα υψηλότερα. Εν τω μεταξύ, ο ανταγωνισμός από startups του κλάδου fintech αναγκάζει τις τράπεζες να δαπανήσουν περισσότερα για την καινοτομία και να καταργήσουν τις προμήθειες που μπορούν να χρεώσουν για πληρωμές, όπως οι διεθνείς μεταφορές μετρητών, με όλα αυτά να μειώνουν τα περιθώρια κέρδους.
Επιπλέον, η αποτυχία της Ευρώπης να ολοκληρώσει το όραμά της για μια ενιαία πανευρωπαϊκή αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών –την αποκαλούμενη τραπεζική ένωση– έχει αφήσει πίσω της εμπόδια που καθιστούν σχεδόν αδύνατη την ανάπτυξη των τραπεζών έξω από τις εγχώριες αγορές τους. Αντ’ αυτού, τα εθνικά συμφέροντα οδήγησαν στο σπάσιμο της Ευρώπης. Η απόφαση της Βρετανίας να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση θα προσθέσει επιπλέον εμπόδια και θα επιδεινώσει τον κατακερματισμό των κεφαλαιαγορών. Το μέλλον διαφαίνεται ζοφερό.