Το χτύπημα δεν ήταν και τόσο απρόσμενο: Η κυβέρνηση Trump κατσαδιάζει συχνά τους Ευρωπαίους συμμάχους της Αμερικής χαρακτηρίζοντάς τους free riders. Τα παράπονα είναι υπερβολικά αλλά όχι εντελώς λάθος. Αντί να θυμώνουν, οι ηγέτες της Γερμανίας πρέπει να δεχτούν την πρόκληση -και να αναλάβουν παγκόσμιες ευθύνες ανάλογες με την οικονομική δύναμη της χώρας. Αυτό θα ήταν καλό και για την Ευρώπη και για τη Γερμανία.
Η αναβάθμιση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας είναι το πρώτο βήμα. Η παραμέληση τόσων ετών έχει αφήσει τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις (Bundeswehr) σε άθλια κατάσταση. Περισσότερα από τα μισά τανκς, ελικόπτερα και μαχητικά αεροσκάφη κρίθηκαν ακατάλληλα για ανάπτυξη, ενώ έξι υποβρύχια είναι σε πολύ κακή κατάσταση για να φύγουν από το λιμάνι. Ο μόνιμος στρατός, ο οποίος είχε περίπου 500.000 στρατεύματα στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αριθμεί τώρα μόνο 180.000 -μεταξύ των μικρότερων στο ΝΑΤΟ, σε κατά κεφαλήν βάση.
Η κυβέρνηση της καγκελαρίου Angela Merkel, η οποία σχεδιάζει να αποσυρθεί το 2021, προσπάθησε να μαβλύνει την αποστροφή της χώρας για τις ξένες στρατιωτικές παρεμβάσεις. Τα γερμανικά στρατεύματα δραστηριοποιούνται στο Αφγανιστάν και στο Μάλι και ηγούνται ενός τάγματος του ΝΑΤΟ που αναπτύσσεται στη Λιθουανία για την αποτροπή της ρωσικής επιθετικότητας. Η Γερμανία θα δαπανήσει 43 δισ. ευρώ για άμυνα φέτος, περίπου 26% περισσότερο από ό, τι πριν από μια δεκαετία.
Αυτό εξακολουθεί να είναι μόλις 1,3% του ΑΕΠ της Γερμανίας – πολύ μικρότερο από το στόχο του 2% που όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ συμφώνησαν το 2014, ένα “καρφί” που ο Trump έχει επανειλημμένως πετάξει για το Βερολίνο. Η Merkel έχει δεσμευτεί να δαπανήσει το 1,5% του ΑΕΠ έως το 2024, αλλά αντιμετωπίζει αντίσταση από τον κυβερνητικό της εταίρο, το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Η κοινή γνώμη δεν είναι πιο ευνοϊκή: Ολοένα περισσότεροι υποστηρίζουν ότι η Γερμανία πρέπει να αποκτήσει πιο ενεργό ρόλο σε διεθνείς κρίσεις, αλλά μόλις το 32% των Γερμανών υποστηρίζει περισσότερες δαπάνες για την άμυνα.
Ενώ προωθούν το συγκεκριμένο θέμα, η Merkel και η υπουργός Άμυνας, Ursula von der Leyen, πρέπει να επιδιώξουν να αποκομίσουν περισσότερα από αυτά που έχουν ήδη δαπανηθεί. Θα πρέπει να μεταρρυθμίσουν το αναποτελεσματικό σύστημα προμηθειών του στρατού, μια αιτία χρόνιων καθυστερήσεων και υπέρβασης του κόστους. Ο στενότερος συντονισμός με άλλους ευρωπαϊκούς στρατούς θα μπορούσε να συμβάλει στην εξάλειψη των πλεοναζόντων συστημάτων όπλων και στη μείωση του κόστους εκπαίδευσης. Και οι πολύ αναγκαίες επενδύσεις σε εγχώριες υποδομές – όπως η βελτίωση του, γνωστού για την ανομοιογένειά του, ευρυζωνικού δικτύου της Γερμανίας- θα έχουν οφέλη τόσο για τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις όσο και για τους πολίτες.
Η μαλακή ισχύς έχει επίσης μεγάλη σημασία. Η Γερμανία πρέπει να ενισχύσει το διπλωματικό της σώμα, το οποίο έχει σχεδόν 1.000 λιγότερους διπλωμάτες απ ‘ό, τι το 1990. Μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος χορηγός αναπτυξιακής βοήθειας σε πραγματικά δολάρια, αλλά δαπανά λιγότερο ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματός της από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Δανία, τη Νορβηγία, το Λουξεμβούργο και τη Σουηδία. Δεδομένου του μεγέθους και των πόρων της, η Γερμανία θα μπορούσε να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην προώθηση της ανάπτυξης, της χρηστής διακυβέρνησης και των ιδιωτικών επενδύσεων στην Αφρική –το οποίο θα αντιστάθμιζε την κινεζική επιρροή στην ήπειρο και θα βοηθούσε στην πρόληψη μελλοντικών μεταναστευτικών κρίσεων στην Ευρώπη.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η Γερμανία είναι να προωθήσει τη συνοχή και τη δημοκρατική ταυτότητα της Ευρώπης. Το Βερολίνο πρέπει να έχει την πρωτοκαθεδρία στις προτάσεις για τη σύνδεση των ευρωπαϊκών κονδυλίων με τη συμμόρφωση των κρατών-μελών με το κράτος δικαίου και για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ταμείου για τις ομάδες της κοινωνίας των πολιτών που θα υπερασπίζονται τις φιλελεύθερες αξίες. Και θα πρέπει να αντισταθεί στις ρωσικές προσπάθειες αποδυνάμωσης της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης – πράγμα που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι πρέπει να δώσει προσοχή στην αντίθεση των συμμάχων της με τον αγωγό Nord Stream 2, ο οποίος θα μεταφέρει φυσικό αέριο από τη Ρωσία στη Γερμανία.
Κατά τη διάρκεια της 13ετούς θητείας της Merkel, η Γερμανία ήταν μια υπεύθυνη και σε μεγάλο βαθμό σταθεροποιητική δύναμη στην παγκόσμια σκηνή – ένας ρόλος που είναι ακόμη πιο κρίσιμος στην εποχή του Trump. Αλλά η Γερμανία θα μπορούσε και πρέπει να κάνει περισσότερα. Η Merkel θα πρέπει να κληροδοτήσει τους διαδόχους της μια πιο κατάλληλη και φιλόδοξη εικόνα για το τι θα ακολουθήσει.