Ο εμπορικός πόλεμος του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με την Κίνα συνεχίζει να υπονομεύει την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, επιδεινώνοντας τις προοπτικές της οικονομίας. Αυτή η κατασκευασμένη καταστροφή εν εξελίξει θέτει ένα δίλημμα στην Federal Reserve: θα πρέπει να μετριάσει τη ζημιά προσφέροντας τόνωση στην οικονομία ή να αρνηθεί να συμμετάσχει σε αυτό το παιχνίδι;
Εάν ο τελικός στόχος είναι μια υγιής οικονομία, η Fed θα πρέπει να εξετάσει σοβαρά την δεύτερη προσέγγιση.
Οι υπεύθυνοι χάραξης της νομισματικής πολιτικής της Fed τυπικά λαμβάνουν υπόψη ότι συμβαίνει έξω από το βασίλειο τους ως δεδομένο και στη συνέχεια κάνουν τις προσαρμογές που χρειάζονται για την επίτευξη των στόχων που είναι η σταθερότητα των τιμών και η μέγιστη απασχόληση. Βάζουν λίγο βάρος στο πώς οι ενέργειες τους θα επηρεάσουν αποφάσεις σε άλλες περιοχές, όπως οι κυβερνητικές δαπάνες ή η εμπορική πολιτική. Η Fed, για παράδειγμα, δεν θα καθυστερούσε τις περικοπές επιτοκίων για να υποχρεώσει το Κογκρέσο να δρομολογήσει δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης. Η αποστασιοποίηση από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις βοηθά την κεντρική τράπεζα να διατηρεί την ανεξαρτησία της.
Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με τη συμβατική σοφία, εάν ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ με την Κίνα πλήξει τις οικονομικές προοπτικές των ΗΠΑ, η Fed θα πρέπει να αντιδράσει προσαρμόζοντας ανάλογα την πορεία της νομισματικής πολιτικής — στη συγκεκριμένη περίπτωση μειώνοντας τα επιτόκια της. Αλλά τι θα γίνει αν η διευκολυντική στάση της Fed ενθαρρύνει τον πρόεδρο να κλιμακώσει περαιτέρω τον εμπορικό πόλεμο, αυξάνοντας τον κίνδυνο μιας ύφεσης; Οι προσπάθειες της κεντρικής τράπεζας να μετριαστούν οι επιπτώσεις ενδεχομένως να μην είναι απλά αναποτελεσματικές. Μπορεί στην πραγματικότητα να κάνουν τα πράγματα χειρότερα.
Ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ έχει υπονοήσει ότι γνωρίζει το πρόβλημα. Στο ετήσιο συνέδριο της κεντρικής τράπεζας στο Jackson Hole την προηγούμενη εβδομάδα, σημείωσε ότι η νομισματική πολιτική δεν μπορεί “να προσφέρει ένα τακτοποιημένο βιβλίο κανόνων για το παγκόσμιο εμπόριο”. Το βλέπω αυτό σαν μια καλυμμένη αναφορά στον εμπορικό πόλεμο αλλά και σαν προειδοποίηση ότι τα εργαλεία της Fed δεν είναι καλά προσαρμοσμένα για να μετριάσουν τη ζημιά.
Ωστόσο, η Fed θα μπορούσε να πάει πολύ πιο μακριά. Οι αξιωματούχοι θα μπορούσαν ξεκάθαρα να δηλώσουν ότι η κεντρική τράπεζα δεν θα αναλάβει δράση για να διασώσει μια κυβέρνηση που συνεχίζει να κάνει κακές επιλογές στην εμπορική πολιτική, καθιστώντας απόλυτα σαφές ότι ο Τραμπ θα έχει την ευθύνη των πράξεων του.
Μια τέτοια σκληρότερη γραμμή θα μπορούσε να είναι προς το όφελος της Fed και της οικονομίας με τρεις τρόπους: πρώτον, θα αποθάρρυνε την περαιτέρω κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου, αυξάνοντας τα κόστη για την κυβέρνηση Τραμπ. Δεύτερον, θα επαναβεβαίωνε την ανεξαρτησία της Fed αυξάνοντας την απόσταση με τις πολιτικές της κυβέρνησης. Τρίτον, θα διαφύλαττε τα πολύ-αναγκαία πολεμοφόδια, επιτρέποντας στην Fed να αποφύγει νέες μειώσεις επιτοκίων σε μια περίοδο που τα επιτόκια είναι ήδη πολύ χαμηλά με βάση τα ιστορικά πρότυπα.
Καταλαβαίνω και υποστηρίζω την επιθυμία των αξιωματούχων της Fed να παραμένουν εκτός του πολιτικού πεδίου. Αλλά οι συνεχιζόμενες επιθέσεις του Τραμπ στον Πάουελ και στην κεντρική τράπεζα το έχουν κάνει αυτό αδύνατο. Οι αξιωματούχοι της κεντρικής τράπεζας αντιμετωπίζουν μια επιλογή: να επιτρέψουν στην κυβέρνηση Τραμπ να συνεχίσει σε ένα καταστροφικό μονοπάτι κλιμάκωσης του εμπορικού πολέμου ή να στείλουν ένα ξεκάθαρο σήμα ότι αν η κυβέρνηση το κάνει αυτό, ο πρόεδρος και όχι η Fed, θα αντιμετωπίσει τους κινδύνους –συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου να χάσει τις επόμενες εκλογές.
Υπάρχει ακόμη και ένα επιχειρήματα ότι οι ίδιες οι εκλογές εμπίπτουν στα όρια της Fed. Στο κάτω-κάτω, η επανεκλογή του Τραμπ αναμφίβολα αποτελεί απειλή για την αμερικανική και παγκόσμια οικονομία, για την ανεξαρτησία της Fed και την ικανότητα της να εκπληρώσει τους στόχους για την απασχόληση και τον πληθωρισμό. Εάν ο στόχος της νομισματικής πολιτικής είναι να πετύχει το καλύτερο μακροπρόθεσμο οικονομικό αποτέλεσμα, τότε οι αξιωματούχοι της Fed θα πρέπει να εξετάσουν πώς οι αποφάσεις τους θα επηρεάσουν το πολιτικό αποτέλεσμα το 2020.